Πριν μερικές ημέρες η κοινή γνώμη «ανακάλυψε» τι συμβαίνει – όχι πάντα αλλά ούτε σπάνια – στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η δύναμη της εικόνας ήταν καταλυτική για άλλη μια φορά. Ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αιχμάλωτος ορισμένων ανεγκέφαλων, με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο λαιμό που θύμιζε άλλες εποχές. Προφανώς ξέσπασε σάλος. Τα πολιτικά κόμματα και η πανεπιστημιακή κοινότητα, συλλήβδην, καταδίκασαν το γεγονός.
Το πόσο ειλικρινείς ήταν οι καταδικαστικές οιμωγές τους αποδείχθηκε την επόμενη μέρα, όταν έπρεπε να περάσουμε από τη λεκτική καταδίκη στην έμπρακτη αντιμετώπιση ενός φαινομένου που ευτελίζει τη χώρα διεθνώς. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε δέσμη μέτρων για τη φύλαξη των ΑΕΙ με τοποθέτηση κάρτας εισόδου, αυστηρότερες ποινές για τους δράστες και ειδικό σώμα φύλαξης. Και κάπου εκεί άρχισε το σύνηθες αλαλούμ της νεοελληνικής πραγματικότητας που οδηγεί στη συνήθη παραλυσία.
Οι συνήθεις ύποπτοι (πολιτικοί σχηματισμοί και όχι μόνον) συνεχίζουν να ταυτίζουν τον πολιτικό ακτιβισμό με τον ανεγκέφαλο κουτσαβακισμό, ενώ η πανεπιστημιακή νομενκλατούρα θυμήθηκε το «αυτοδιοίκητο» και επιθυμεί στο πλαίσιο των συνήθων πελατειακών σχέσεων να είναι αυτή που θα προσλάβει τους «φύλακες». Την ίδια ώρα άρχισαν πάλι να ακούγονται από πανεπιστημιακά χείλη, τα συνήθη «περί ανάγκης περιφρούρησης του πανεπιστημίου από τους ίδιους τους φοιτητές και τους καθηγητές» και άλλα χαριτολογήματα. Πόσο βάσιμα ακούγονται όλα αυτά; Τι ακριβώς προσπαθούν να προστατεύσουν οι ανωτέρω και πόσο λυσιτελής θα είναι οποιαδήποτε πρωθυπουργική εξαγγελία;
Πρώτα πρώτα να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Το πανεπιστημιακό άσυλο προστάτευε (και προστατεύει) την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων. Δεν προστατεύει τις φασιστικές συμπεριφορές είτε είναι μαύρες είτε κόκκινες. Πολύ περισσότερο δεν προστατεύει οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια. Ο θεσμός του ασύλου – μόνον, όμως, υπό την ανωτέρω έννοια – είτε εθιμικώ δικαίω είτε με διάφορων τύπων νομοθετικές κατοχυρώσεις που ποίκιλαν από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, αναπτύχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του θεσμού του Πανεπιστημίου εν γένει. Ως θεσμός ταυτίζεται χρονικά με την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου διεθνώς, αυτό της Μπολόνια της Ιταλίας (1088). Το έτος 1155, συναντάται η πρώτη ρητή νομοθετική κατοχύρωση δικαιωμάτων και ελευθεριών των διδασκόντων και των φοιτητών στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, που προσομοιάζουν με τον θεσμό του ασύλου, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, με την “Authentica habita” του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα. Στη χώρα μας νομοθετήθηκε για πρώτη φορά με το νόμο 1268/1982.
Ωστόσο, η νομοθετική κατοχύρωσή του – ανάχωμα ίσως σε κάθε αυθαίρετη δίωξη ιδεών και απόψεων – συνοδεύτηκε από την απαγόρευση εισόδου δημόσιας δύναμης στο πανεπιστήμιο, πλην ρητών εξαιρέσεων. Δυστυχώς, ο νόμος έδινε τη δυνατότητα στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα να μπορεί να ενεργοποιεί ή μη τις εξαιρέσεις, μέσω ενός τριμελούς οργάνου που ονομάστηκε Επιτροπή Ασύλου. Η αδυναμία λειτουργίας της ανωτέρω Επιτροπής είχε ως αποτέλεσμα να καούν πανεπιστημιακά ιδρύματα, καθώς ακόμη και η πρόσκληση της πυροσβεστικής ετίθετο υπό συζήτηση (καθόσον είναι δημόσια δύναμη!) μολονότι πάντοτε επιτρέπονταν η είσοδος δημόσιας δύναμης άνευ αδείας, εφόσον διαπράττονταν αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής (και ο εμπρησμός πανεπιστημιακού ιδρύματος ήταν κακούργημα, καθόσον μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο σε άνθρωπο). Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια εξορθολογισμού του ανωτέρω νομικού πλαισίου μέσω του Ν. 3549/07 και η σχετική αρμοδιότητα πρόσκλησης της δημόσιας αρχής πέρασε στο Πρυτανικό Συμβούλιο και εντέλει καταργήθηκε με το Ν. 4009/11. Ο τελευταίος προέβλεπε ότι σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία. Ο νόμος αυτός δεν κατάργησε το άσυλο υπό την έννοια ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων συνέχισε να προστατεύεται ρητά στους πανεπιστημιακούς χώρους. Αυτό που επιτράπηκε ήταν η ελεύθερη είσοδος δημόσιας δύναμης (αστυνομίας κλπ) οποιαδήποτε στιγμή στο πανεπιστήμιο.
Από το 2011 μέχρι το 2017, η κατάργηση της ανωτέρω απαγόρευσης κανέναν δεν έβλαψε αλλά ούτε το πρόβλημα των ανεγκέφαλων έλυσε. Όπως κάποιοι παρανομούσαν στα γήπεδα και στα πάρκα, με τον ίδιο τρόπο παρανομούσαν και στα πανεπιστήμια. Άνευ ουσιαστικού λόγου ο ΣΥΡΙΖΑ επανάφερε την απαγόρευση εισόδου δημόσιας δύναμης με το ν. 4485/17 για να καταργήσει τη σχετική διάταξη η ΝΔ δύο χρόνια αργότερα με το Ν. 4623/2019.
Για ποιο λόγο προβήκαμε στην ανωτέρω, ίσως κουραστική, εξιστόρηση;
Πρώτον για να γίνει επιτέλους κατανοητό ότι άλλο πράγμα είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων και άλλο η απαγόρευση αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το πρώτο παραμένει ζητούμενο το δεύτερο ως ζήτημα έχει λυθεί. Οι χώροι πρέπει να αστυνομεύονται για την ασφάλεια όλων. Φοιτητών και καθηγητών. Σε τυχόν κρατική αυθαιρεσία η απάντηση δίνεται μόνον από μαζικά σχήματα και όχι από γκρουπούσκουλα.
Δεύτερον για να τονιστεί ότι η κατάργηση της απαγόρευσης εισόδου δημόσιας δύναμης δεν επέφερε την απαιτούμενη ασφάλεια στους χώρο αυτό. Πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλες εκτάσεις που πρέπει να αστυνομεύονται ειδικώς και προφανώς η αστυνομία δεν μπορεί να είναι πανταχού παρούσα, ιδίως όταν άλλοι χώροι παρουσιάζονται πιο επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Τρίτον για να αναδειχθεί η διαχρονική αναποτελεσματικότητα των διοικήσεων των ΑΕΙ στη διαχείριση του προβλήματος. Ειδικά στο ζήτημα φύλαξης εάν κάποιος δει τις προσλήψεις υπαλλήλων που γίνονταν στα ΑΕΙ – ακόμη και μέσω του θεσμού της «εργολαβίας» – θα διαπιστώσει ότι επί μακρόν προσλαμβάνονταν άτομα ως δήθεν φύλακες, θυρωροί ή υπάλληλοι καθαριότητας για να καταλήξουν αποσπασμένοι σε θέσεις γραμματέων κλπ. Συνεπώς δεν έχουν παράσχει κανένα εχέγγυο για να αναλάβουν εκ νέου οι ίδιοι την υπόθεση της φύλαξης των ΑΕΙ
Τέταρτον για να σταματήσει η μπουρδολογία περί «περιφρούρησης» από φοιτητές και καθηγητές. Αμφότεροι μπορούν και πρέπει να περιφρουρούν τις ιδέες τους και όχι να παίζουν ξύλο στους διαδρόμους των ΑΕΙ ή να φυλάνε τις εγκαταστάσεις των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων . Η προτροπή για «περιφρούρηση» στην ουσία είναι πρόσκληση για αυτοδικία. Πράξη που όχι μόνον είναι ποινικά κολάσιμη αλλά και «πνευματικά» καταδικαστέα.
Πέμπτον για να απευθυνθεί μια έκκληση σε εκείνους που έχουν την ευθύνη της απόφασης και της εφαρμογής. Κανένα «ειδικό σώμα» δεν χρειάζεται. Καμία «πανεπιστημιακή αστυνομία» δεν θα δώσει λύση. Αντιθέτως, θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το δημόσιο κορβανά και θα χαθεί πολύτιμος χρόνος. Απαιτείται, όμως, άμεση ανάθεση του έργου της φύλαξης σε εταιρίες security (που έχουν ήδη εκπαιδευμένο προσωπικό) και καλύτερη αστυνόμευση του χώρου.
Οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν τώρα. Όσο το θέμα παραμένει στην επικαιρότητα για να μην αντιμετωπίσουμε άλλη μια παράνομη πράξη που θα εκθέτει όλους μας και πρωτίστως την κοινή λογική…
Δικηγόρου – Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή
www.alf.gr