Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ή όπως μετονομαστεί μετά το εσωκομματικό δημοψήφισμα της 8ης Μαΐου είναι ένα κόμμα σε μετάβαση. Η εκλογή νέας ηγεσίας προσέδωσε νέα πνοή που καταγράφεται με συνέπεια και δημοσκοπικά. Οι λόγοι πολλοί. Η απουσία κυβερνητικής εμπειρίας του νέου προέδρου, σε τούτη τη φάση είναι πλεονέκτημα, καθώς ουδείς μπορεί είτε να του προσάψει λάθη και παραλείψεις είτε να τον ταυτίσει με αντιλαϊκές και ανερμάτιστες πολιτικές που εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν.
Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να έχει προσαρμοστεί στο ρόλο της γόνιμης αντιπολίτευσης. Ο καταγγελτικός πολιτικός λόγος της περασμένης δεκαετίας ήταν ικανός να αποκρύψει προσωπικές και συλλογικές ανεπάρκειες, αλλά ουδόλως μπορεί να αποτελέσει επιλογή του σήμερα, μετά την πενταετή κυβερνητική εμπειρία. Για το λόγο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να βολοδέρνει ανάμεσα στη μουσειακή αριστερά και σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό φορέα. Τέλος, ο νυν πρωθυπουργός συνεχίζει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μέχρι τώρα έχει πετύχει να μετατρέπει τις κρίσεις που συνάντησε – πολλές είναι η αλήθεια – σε ευκαιρία, αλλά η μεταρρυθμιστική κόπωση και η χαλάρωση των κυβερνητικών αντανακλαστικών οδηγούν σε σταθερή απομείωση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ.
Τι θα ανέμενε ο μέσος δημοκρατικός πολίτης από το ΠΑΣΟΚ και την ηγεσία του, εάν λάβουμε υπόψη όλα τα ανωτέρω; Πρώτα πρώτα, να μην ετεροκαθορίζεται. Να μπορεί να διακρίνει τις στρατηγικές επιλογές από το συνήθη τακτικισμό. Δεύτερον, να προσπαθεί να εκφράσει ένα συνεκτικό και τεκμηριωμένο προεκλογικό λόγο. Τρίτον, να προωθήσει νέα πρόσωπα σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, ώστε να εκφράσουν τις νέες πολιτικές. Τέταρτον, να αποφύγει τον πειρασμό του μικρομεγαλισμού. Σε ποιο βαθμό πετυχαίνει τα ανωτέρω;
Η αλήθεια είναι ότι γίνεται μια ουσιαστική προσπάθεια έκφρασης νεωτερικών θέσεων σε αρκετά ζητήματα. Ταυτόχρονα επιζητείται ο εσωκομματικός διάλογος με τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Στην ανάδειξη νέων προσώπων παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση. Δεν δίνεις την εικόνα αξιόμαχου πολιτικού σχηματισμού με 3-4 λαμπερές εξαιρέσεις. Χρειάζεσαι λαμπρά πρόσωπα σε κάθε περιφέρεια, σε κάθε πόλη σε κάθε γειτονιά. Το σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, παρουσιάζεται στη χάραξη της στρατηγικής της επόμενης ημέρας.
Έχοντας ως δεδομένο ότι παρά τη δημοσκοπική ανάκαμψη των τελευταίων μηνών, οι επόμενες εκλογές είτε γίνουν το φθινόπωρο είτε στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού (χρόνος λήξης της συνταγματικής θητείας της παρούσας κυβέρνησης) είναι αδύνατον να οδηγήσουν σε αυτοδύναμη κυβέρνηση – τόσο λόγω της θεσπισθείσας απλής αναλογικής όσο και της σημαντικής κυβερνητικής φθοράς – τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι συγκεκριμένα. Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ θα συνεργαστεί με τον πρώτο (το ερώτημα περί συνεργασίας με το δεύτερο κόμμα μόνον φιλολογική αξία έχει, καθόσον δεν μπορούν να σχηματίσουν μόνοι τους κυβέρνηση). Και όταν αναφερόμαστε στο πρώτο κόμμα – με τα σημερινά δεδομένα – προφανώς αναφερόμαστε στη ΝΔ.
Οι απαντήσεις – όπως και οι συνέπειες της όποιας επιλογής – δεν είναι πολλές. Εάν το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ συγκυβερνήσει με τη ΝΔ το πιθανότερο είναι να υποστεί πολλαπλή φθορά, ενώ δεν είναι αμελητέος και ο κίνδυνος αφομοίωσής του, κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας. Εάν αρνηθεί τη συνεργασία με τη ΝΔ θα έχει την ίδια τύχη και σε συντομότερο χρόνο. Στις εκλογές που θα ακολουθήσουν – με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής – και σε συνθήκες πόλωσης, η εκλογική του επιρροή θα συρρικνωθεί και θα ξεκινήσει η συνήθης εσωκομματική φαγωμάρα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Πώς απαντάς σε ένα τέτοιο δίλημμα;
Σίγουρα όχι με τον τρόπο που απάντησε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Δεν μπορείς να θέτεις βέτο σε πρόσωπα απορρίπτοντας τόσο τον Μητσοτάκη όσο και τον Τσίπρα. Πρώτον, γιατί αποτελεί αντιδημοκρατική επέμβαση στα interna corporis άλλων κομμάτων. Δεύτερον, γιατί οι αποκλεισμοί προσώπων δεν συνάδουν με το κλίμα της εποχής ούτε με την ωριμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν βρισκόμαστε στα φοιτητικά αμφιθέατρα πολιτικοποιώντας τις προσωπικές αντιπάθειές μας. Τρίτον, γιατί δεν δίνει λύση στο πρόβλημα. Και άλλο πρόσωπο να επιβάλλει, η δικομματική κυβέρνηση θα είναι γεγονός. Τέταρτον, γιατί δείχνει μια αμήχανη και μικρομέγαλη διαχείριση εύλογων ζητημάτων. Και εάν δεν μπορεί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να απαντήσει με επάρκεια σε αναμενόμενα διλήμματα, πώς θα αντιμετωπίσει απροσδόκητες κρίσεις;
Τι θα μπορούσε, εντέλει, να πράξει; Η μοιρολατρική διαχείριση του πιθανολογούμενου εκλογικού αποτελέσματος είναι η ενδεδειγμένη λύση; Θα μπορούσε να αρνηθεί οποιαδήποτε συγκυβέρνηση είτε με τη ΝΔ είτε με το ΣΥΡΙΖΑ; Θα μπορούσε μόνον σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη απαιτεί το κατάλληλο ιστορικό περιβάλλον. Μια νέα πολιτική διαιρετική τομή που θα διέκρινε το νέο ΠΑΣΟΚ «από τους άλλους». Τέτοιες πολιτικές συγκυρίες δεν είναι συνήθεις. Η πιο πρόσφατη ήταν η διαίρεση μνημονιακών – αντιμνημονιακών που οδήγησε στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ και την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ. Η δεύτερη απαιτεί την αποδοχή της στρατηγικής «επιλογής αντιπάλου». Η κριτική δεν μπορεί να ισοβαρής μεταξύ πρώτου και δεύτερου. Ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Η ιδεολογική και πολιτική αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ, η συνεχής υπενθύμιση – και όχι εξωραϊσμός – της μεγαλύτερης λαϊκής εξαπάτησης στη μεταπολίτευση. Η πολιτική επιβίωση του νέου ΠΑΣΟΚ περνάει αναγκαστικά μέσα από τη δεύτερη θέση στις επόμενες εκλογές όποτε και εάν γίνουν.
Και εάν δεν επιτύχει το στόχο; Μπορεί να υπάρξει εναλλακτικό σχέδιο που να μην οδηγεί στο πολιτικό καναβάτσο; Θα μπορούσε να υπάρξει εάν από σήμερα αποφάσιζε ότι ο ρόλος που του προσήκει περνάει μέσα από κυβερνήσεις συνεργασίας. Εάν αναπροσάρμοζε την πολιτική του φρασεολογία και εκπαίδευε το πολιτικό του προσωπικό στην «τέχνη της συναίνεσης». Προτάσσοντας τη σταθερότητα από τον πολιτικό διαγκωνισμό. Άλλωστε, η επίδειξη συναινετικού πνεύματος αποτελεί μείζον δημοκρατικό αίτημα και έμπρακτη εφαρμογή περισσότερης και πιο πλουραλιστικής δημοκρατίας.
Προφανώς, όλα τα ανωτέρω ουδεμία σχέση έχουμε με το βέτο στα πρόσωπα των επικεφαλής των άλλων κομμάτων…