Διαμαρτυρήθηκα προ ημερών για την απόφαση κοψίματος του δέντρου στο Πειραματικό Λύκειο του Ρεθύμνου, ως συνέχιση μιας τακτικής από παλιά, που δεν σέβεται τα δέντρα, ούτε βεβαίως και τα ιστορικά.
Σήμερα επανέρχομαι, διευκρινίζοντας ότι δεν πρόκειται για φοίνικα, όπως συλλήβδην συνηθίζουμε να αποκαλούμε όλα τα δέντρα της οικογένειας των αρεκοειδών (Arecaceae). Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει βεβαίως τους γνωστούς κανάριους φοίνικες αλλά και τις χουρμαδιές και τις ουασιγκτόνιες.

Στην περίπτωσή μας πρόκειται για χουρμαδιά (εικ. 1), την οποία όλοι οι συνομήλικοί μου θυμόμαστε να βομβαρδίζουμε με πέτρες, προκειμένου να γευτούμε τους γλυκείς καρπούς της. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι το βάρος των τσαμπιών των χουρμάδων τής προκαλεί πρόβλημα, ευτυχώς ή δυστυχώς όμως ο κορμός της δεν είναι όπως ο τυπικός των δέντρων αλλά πολύ πιο ευλύγιστος. Όσο για την αιτία, αυτή αναζητείται. Η επίκληση του «φωτοτροπισμού» που επικαλέστηκε κάποιος ειδικός, μόνο μειδιάματα μπορεί να προκαλέσει, αφού το δέντρο έχει ξεπεράσει προ πολλού το ύψος του διδακτηρίου και η κόμη του είναι από παντού εκτεθειμένη στο φως του ήλιου.
Η χουρμαδιά μου δίνει την ευκαιρία να κάνω μια σύντομη ανασκόπηση στην τοπική ιστορία αυτών των εμβληματικών για το Ρέθυμνο δέντρων. Οι εκτεταμένες φυτεύσεις φοινίκων είχαν ξεκινήσει στη δεκαετία του 1930 στον δυτικό περιμετρικό διάδροµο του Δημοτικού Κήπου. Σήμερα τέτοια δέντρα βρίσκει κανείς διάσπαρτα και σ’ άλλα του σηµεία του, όπως άλλωστε και σε πολλά σηµεία σ’ όλη την πόλη, ιδιαιτέρως στην Προκυμαία. Πρόκειται για το είδος των Κανάριων νησιών (Phoenix canariensis), µη ενδηµικό αλλά εξαιρετικά προσαρµοσµένο στην Κρήτη, το οποίο συγγενεύει στενά µε τη χουρµαδιά (Phoenix dactylifera). Έχει όμως και αξιοσημείωτες διαφορές: οι καρποί του είναι πολύ μικρότεροι και µη βρώσιµοι, ο κορµός του, που μπορεί να φθάσει και τα 30 μέτρα, πολύ παχύτερος και τα πτεροειδή φύλλα του μεγαλύτερα. Είδος φοίνικα ενδηµικό της Κρήτης είναι εκείνο του Θεόφραστου (Phoenix theophrastii), που απαντάται στο Βάι και σ’ άλλες περιοχές της νότιας, κυρίως, Κρήτης, και στο Ρέθυμνο στη Λίμνη Πρέβελη, στην Αγιά Φωτιά Κεραμέ κ.α.

Ένα ακόµα είδος, προερχόµενο από την ίδια οικογένεια µε τους φοίνικες, µε ευρεία κι αυτό καλλωπιστική χρήση, είναι οι ουασιγκτόνιες (Washigtonia filifera και robusta), ονοματοδοτημένες έτσι προς τιμήν του Γεωργίου Ουάσιγκτον. Στο Ρέθυμνο τις συναντούμε στον ίδιο διάδροµο του Κήπου, αλλά και παλιότερα στο Γυμνάσιο Θηλέων (εικ. 2, μπροστά φοίνικας και πίσω ουασιγκτόνια, αριστερά διακρίνεται και δεύτερη). Φθάνουν σε ύψος τα 15 μέτρα και διακρίνονται από τα παλαμοειδή φύλλα τους, σε σχήμα βεντάλιας, µε τον αγκαθωτό μίσχο. Το είδος filifera προτιμάται λιγότερο, αφού οι νεκροί κλάδοι του παραμένουν αναρτημένοι στον κορμό και ασχημίζουν την όψη του.

Οπωσδήποτε η αγάπη των Ρεθεµνιωτών για τα φοινικοειδή πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο. Στον πίνακα Civitas Rethymnae (εικ. 3), που χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα, έξι φοίνικες εικονίζονται ευκρινώς μέσα στον οικιστικό ιστό. Οι φοίνικες αυτοί θα ανήκαν, πιθανότατα, στο ενδηµικό είδος Phoenix theophrastii. Φοίνικες διακρίνονται στην παραλία των Περιβολίων και στην απεικόνιση του Ρεθύμνου του P. Tournefort του 1700. Η ιδιότητα του είδους να παραβλαστάνει σε ενοχλητικό βαθμό εξηγεί ίσως την προτίμηση στους φοίνικες των Κανάριων νησιών, από τότε που αυτοί εισήχθησαν στην Κρήτη.
Σε κάθε περίπτωση, η εκτίµηση της οποίας χαίρουν οι φοίνικες μοιάζει ακατανόητη, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα δέντρα αυτά δεν παρέχουν σκιά ούτε και ωριµάζουν καρπούς. Πολύ δε περισσότερο τα τελευταία χρόνια, που ο ρυγχοφόρος των φοινικοειδών (Rhynchophorus ferrugineus) εξολοθρεύει κάθε απροστάτευτο (αψέκαστο με φυτοφάρμακα) δέντρο, απειλώντας άμεσα και τις υπάρχουσες δενδροστοιχίες της ρεθεμνιώτικης Προκυµαίας, στην οποία παρά τις φιλότιμες προσπάθειες έχουν υπάρξει απώλειες. Να σημειώσουμε εδώ και ότι η αναπλασµένη παραλιακή οδός Σοφοκλή Βενιζέλου φυτεύτηκε με είδος ουασιγκτονιών, ενώ πολλές απ’ αυτές είχαν φυτευτεί μισό αιώνα πριν, επί δημαρχίας Στυλιανού Ψυχουντάκη, με ιδιαίτερη συγκέντρωση στην πλατεία της Νομαρχίας. Ως προς τους φοίνικες, η φύτευσή τους επί δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Προκυμαία είχε ίσως να κάνει και με τις τότε πεποιθήσεις του διορισμένου απ’ αυτούς δημάρχου, ο οποίος πιθανότατα ήθελε να τους ευχαριστήσει ως προς το σήμα που είχαν επιλέξει, το οποίο ήταν το μυθολογικό και αναγεννώμενο εκ της τέφρας του πουλί «φοίνιξ»…
Οπωσδήποτε ήταν η εποχή που η Κρήτη προσέβλεπε στον μελλοντικό τουρισμό, τον οποίο ταύτιζε με τις εικόνες που έβλεπε στο Μαϊάμι, με τα εξωτικά αυτά δέντρα.

Πάντως, ο πιο χαρακτηριστικός για το Ρέθυμνο φοίνικας ήταν εκείνος στο λόφο της Φορτέτζας (εικ. 4), στην πλατεία που σχηματίζουν το τζαμί Ιμπραήμ Χαν και η κατοικία του Ρέκτορα. Στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου χαρακτηριστικά τέτοια δέντρα υπήρχαν στη Μονή Ασωμάτων, στη Μονή Βωσάκου κ.α.
Αργότερα επικράτησε η μόδα των αροκαριών. Οι αροκάριες, εισηγμένες από τη νότια Αμερική και των Ωκεανία, ανήκουν στα κωνοφόρα δέντρα και στο Ρέθυμνο που εισήχθησαν φαίνεται ότι «βρήκαν τον τόπο τους», αφού αναπτύχθηκαν γρήγορα και πολύ σε ύψος. Μεγάλα τέτοια δέντρα θάλλουν στον Κήπο (ιδιαίτερα οι δύο μεγάλες όταν μπαίνουμε από τη βορεινή είσοδο) και στις οδούς Κουντουριώτη, Μοάτσου, Κονδυλάκη, Σαλαμίνας ( η ψηλότερη) και αλλού.

Μαζί με τους φοίνικες ήρθαν στο Ρέθυμνο και οι φίκοι. Ειδικά ο ροδίτικος, με πρώτον εκείνο στους Τέσσερις Μάρτυρες, έφτασε στα χέρια της Έλλης Βότζη, που τον αγόρασε κατά εκδρομή της Περιηγητικής στη Ρόδο. Φίκοι, όχι αναγκαστικά ροδίτικοι, φαίνεται όμως να υπήρχαν και σε παλιότερες εποχές, με πιο εμφανή έναν επί της Προκυμαίας (εικ. 5), ο οποίος είχε πάρει γιγαντιαίες για τα μέτρα της Κρήτης διαστάσεις, όπως φαίνεται σε φωτογραφίες του Μεσοπολέμου. Απορίας άξιον είναι πώς επιβίωνε της αρμπόνας του Κρητικού Πελάγους, αφού βέβαια των καιρώ εκείνω η θάλασσα βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το δέντρο.
Σήμερα επείγει η καταγραφή των μεγάλων δέντρων που έχουν απομείνει στην πόλη, με το άνοιγμα φακέλου για καθ’ ένα απ’ αυτά, με ιστορικές πληροφορίες, ιστορικό επεμβάσεων κ.λπ. Επείγει επίσης η ανακήρυξη του Δημοτικού Κήπου σε προστατευόμενο μνημείο, αφού στην πραγματικότητα είναι τέτοιο: μνημείο φυσικό, μνημείο ιστορικό, μνημείο πολιτισμικό, μνημείο κοινωνικό, μνημείο αισθητικό. Από το 2019 που κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Θα υπάγω εις τους Κήπους. Επισκέψεις στο αστικό πράσινο του Ρεθύμνου, εκδόσεις Γραφοτεχνική» έχω γίνει ενοχλητικός, τονίζοντας την αναγκαιότητα αυτή, όπως και την άλλη, την περισσότερο επείγουσα, της ανακατασκευής των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων στο εσωτερικό του, από τις οποίες ο Κήπος εν συνόλω κινδυνεύει με πυρκαγιά. Ως γνωστόν, όταν το σπίτι μας πάρει φωτιά, η Πυροσβεστική που μας συντρέχει το πρώτο που ψάχνει δεν είναι αναμμένο τσιγάρο ή συσκευή υγραερίου αλλά συσκευή ηλεκτρική και καλώδια πεπαλαιωμένα…
Τελειώνω με μία ακόμα αναγκαιότητα: να συζητήσουμε για την κατάσταση των σχολικών περιβόλων, που παραμένουν επίπεδοι σαν ταψιά, άδεντροι και χωρίς ίχνος χώματος. Θα πρέπει να δούμε πώς αντιμετωπίζεται το θέμα σε χώρες πιο προηγμένες εκπαιδευτικά από τη δική μας και να εφαρμόσουμε τις λύσεις στις οποίες εκείνες πέτυχαν. Η πόλη μας θα μπορούσε να ομορφύνει με σχεδόν είκοσι μίνι δημοτικούς κήπους, προστάτες και αρωγοί των οποίων θα εκπαιδευτούν να είναι οι μαθητές των αντίστοιχων εκπαιδευτηρίων. Σ’ αντίθετη περίπτωση, αργά ή γρήγορα οι ασφάλτινοι αυτοί χώροι θα μετατραπούν, τουλάχιστον στις ώρες αργίας των σχολείων, σε χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων. Η μη ύπαρξη συγκοινωνιακής πολιτικής αλλά και φιλοσοφίας πρασίνου θα οδηγήσει αναπότρεπτα σ’ αυτό το αποτέλεσμα…
Χάρης Στρατιδάκης