Την Κρήτη του 17ου αιώνα αναπλάθει το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Πολυφίλητη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ. Η ιστορία που πραγματεύεται ξεκινά στα χρόνια του μεγάλου Κρητικού Πολέμου, οι ήρωες έχουν ζήσει την κατάληψη των Χανίων και του Ρεθύμνου και βιώνουν τη σκληρή πραγματικότητα ενός αδυσώπητου πολέμου παραμένοντας έγκλειστοι για περισσότερο από 22 χρόνια, όσο κράτησε η μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας, η πολιορκία του Χάνδακα.
Η καθημερινότητα στην πολιορκημένη πόλη, οι αγωνίες μιας κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες, οι πολλαπλές απειλές, οι διαψεύσεις και κυρίως οι φόβοι αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά του συγγραφέα, που «χτίζει» την αφήγησή του αντλώντας έμπνευση από τα ντοκουμέντα της ιστορίας. Τα βασικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της αφήγησης, είναι φανταστικά. Δρουν, όμως, και κινούνται σ’ ένα πραγματικό περιβάλλον, συναντούν τους αληθινούς πρωταγωνιστές της εποχής, βιώνουν τον πόλεμο, γίνονται οι σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ιστορία του 17ου αιώνα.
Η αφήγηση ξεκινά τον Μάιο του 1647, όταν έχει ήδη καταληφθεί το μεγαλύτερο μέρος του Νησιού και τα οθωμανικά στρατεύματα βρίσκονται προ των πυλών του Χάνδακα.
Μια νέα γυναίκα μ’ ένα νόθο βρέφος στην αγκαλιά περπατά για ώρες πολλές σε άγνωστα μονοπάτια και τελικά προλαβαίνει να κλειστεί στην πόλη. Το επόμενο βράδυ το αφήνει έκθετο στα σκαλιά του Αγίου Σαλβαδόρου, και κλείνεται στη μοναξιά της προσπαθώντας να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που δεν τη χωρούσε. Κοιμάται σε χαλάσματα και σε ξενώνες, γίνεται τροφός ενός ορφανού κοριτσιού και τελικά καταλήγει σε μιαν ακρινή γειτονιά του Κάστρου, όπου ζει όλα τα χρόνια της πολιορκίας. Ο μεγάλος της έρωτας, χαμένος στις άδηλες διαδρομές των συναισθημάτων, επανέρχεται σε κάθε στιγμή, άλλοτε ως μνήμη και άλλοτε ως ελπίδα. Σ’ αυτή τη μικρή γειτονιά του Κάστρου, ανάμεσα σε ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τον πόλεμο μέχρι να παραδοθούνε στον ζόφο, ζει για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Δυο σημαντικές παρουσίες σημαδεύουν τη ζωή της: ένας χρυσικός, που επιμένει να διακηρύσσει πως οι πιο στεγανές φυλακές του κόσμου χτίζονται με φόβο, κι ένας γραμματικός, που τον γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια.
Έρωτες που αναζωπυρώνονται, πάθη που επανέρχονται, κοινωνικές συμβάσεις που διατηρούνται ακόμη και μέσα σε σκληρές συνθήκες πολέμου. Και, βέβαια, παιδιά. Που γεννιούνται, μεγαλώνουν, φτάνουν στα 23 τους χρόνια, χωρίς να έχουν βγει από τα τείχη, χωρίς να έχουν δει ποτέ βουνά, κάμπους, έχοντας καταγράψει στη μνήμη τους μόνο καμπάνες συναγερμού και κρότους από μπομπάρδες.
Ο διάλογος ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθοπλασία είναι διαρκής. Ο συγγραφέας παρακολουθεί στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα δίνοντας έμφαση στην καθημερινότητα των ανθρώπων, δηλαδή στη ζωή που προσπαθεί να αντέξει κάτω από ακραίες συνθήκες, και πραγματεύεται το συναίσθημα ιχνηλατώντας τον ψυχισμό των ανθρώπων που ζουν κυκλωμένοι από τον φόβο. Μέσα στην πολιορκημένοι πόλη συνωστίζονται μισθοφόροι και πρόσφυγες από τις άλλες πόλεις της Κρήτης. Καθένας απ’ αυτούς κουβαλά βιώματα και διαψεύσεις, η αβεβαιότητα γίνεται τρόπος ζωής και η μνήμη πλοηγός για το αύριο.
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένας υπέροχος πίνακας του ζωγράφου Μανώλη Σαριδάκη, φιλοτεχνημένος ειδικά για την «Πολυφίλητη».