ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΕΣ

Ρεθεμνιώτες: Παντελής Πρεβελάκης

Ο Παντελής Πρεβελάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 18 Φεβρουαρίου 1909  και πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 1986.

Ήταν Κρητικός λογοτέχνης και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της λογοτεχνίας, συγγράφοντας πεζά, ποιητικά και θεατρικά έργα. Μετέφρασε πλήθος κειμένων από τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Διακρίθηκε επίσης στην δοκιμιογραφία και στη συγγραφή επιστημονικών συγγραμμάτων στην ιστορία της τέχνης, ειδικά στην τέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Είναι όμως περισσότερο γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πεζογραφίας της Γενιάς του 1930. 

Στο Ρέθυμνο έζησε μέχρι 17 ετών. Το 1926 μετακόμισε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1928 μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και το 1930 αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Εκεί φοίτησε στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας.

Υπήρξε πολύ στενός φίλος του Νίκου Καζαντζάκη.

Μετά της επιστροφή του στην Ελλάδα το 1932 ασχολήθηκε με τη διδακτορική διατριβή του, που υποβλήθηκε το 1935 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα διεκδίκησε την έδρα της Ιστορίας της Τέχνης στο ίδιο Πανεπιστήμιο και την ίδια χρονιά εξελέγη στην έδρα Ιστορίας της νεότερης Τέχνης, ο διορισμός του όμως δεν εγκρίθηκε για πολιτικούς λόγους.

Το 1937 διορίστηκε Διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, το 1938 άρχισε να διδάσκει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το 1939 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1939 έγινε μέλος της πρώτης Επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.

Στον πόλεμο του 1940 υπέβαλε δύο φορές το αίτημα να καταταγεί ως εθελοντής, αλλά απορρίφθηκε. Εξέφρασε όμως με τον δικό του τρόπο την αντίστασή του: αγωνίστηκε για τη διάσωση των εκθεμάτων των Μουσείων και διέκοψε τη δημοσιοποίηση έργων του.

Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ακαδημαϊκή διδασκαλία και την πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επταετίας αρνήθηκε διάφορες θέσεις και διακρίσεις που του απένειμε η δικτατορική κυβέρνηση και διέθετε τα νέα έργα του εκτός εμπορίου (Νέος Ερωτόκριτος, Αντίστροφη Μέτρηση).

Το 1977 βραβεύθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και την ίδια χρονιά έγινε ακαδημαϊκός. Το πρώτο έργο του Πρεβελάκη ήταν η μυθιστορία Το χρονικό μιας Πολιτείας, ένα οδοιπορικό στο Ρέθυμνο των ετών 1898-1924, με κύριο χαρακτηριστικό τη νοσταλγία για μια γοητεία που δεν υπάρχει πια. Το επόμενο μυθιστόρημά του, Ο θάνατος του Μέδικου (1939), είναι το μόνο έργο του που δεν διαδραματίζεται στην Κρήτη. Τοποθετείται στην Φλωρεντία την εποχή της Αναγέννησης και πραγματεύεται το θέμα του θανάτου ως προσωπικής επιλογής και πράξης εκδήλωσης της ατομικής ελευθερίας.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν δημοσίευσε κανένα έργο, όμως επεξεργάστηκε τα επόμενα έργα, το Παντέρμη Κρήτη και την τριλογία Ο Κρητικός. Η Παντέρμη Κρήτη (δημοσίευση το 1945) είναι, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος, χρονικό της κρητικής εξέγερσης του 1866. Δεν πρόκειται βέβαια για ιστορική έρευνα, παρ’ όλο που στο τέλος του έργου παρατίθεται βιβλιογραφία, αλλά για λογοτεχνική ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων. Η τριλογία Ο Κρητικός (1948-1950) μπορεί να θεωρηθεί ως οργανική συνέχεια της Παντέρμης Κρήτης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας, Το δέντρο, παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα, τον Κωνσταντή, από τη γέννησή του ως την ενηλικίωσή του. Το δεύτερο μέρος, Η πρώτη λευτεριά, αναφέρεται στα γεγονότα των χρόνων 1895-1898, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος αυτονομίας της νήσου (αυτό συμβολίζει και ο τίτλος). Το τρίτο μέρος, Η πολιτεία, παρουσιάζει τις προσπάθειες των Κρητών να οργανώσουν τη διακυβέρνηση και να διευρύνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με το Κίνημα του Θερίσου.

«Είχαν ανοίξει ένα λαγούμι κοντά στην Καστρινή Πόρτα, μεσ´ την παλιά κρασαποθήκη που την είχανε καμωμένη μπαρουτχανέ κι ένα δεύτερο στο γουμενικό. Ο (ηγούμενος) Χατζή Γαβριήλ γύριζε τα μέρη όπου λουφάζανε τα γυναικόπαιδα και τα παρακινούσε να πάνε να καούνε όταν θα πατούσε ο άπιστος το μοναστήρι. Πολλές μανάδες με τα παιδιά τους τρέχανε εκεί θεληματικώς. Ένα μικρό κορίτσι, βαστώντας στο χέρι ένα φανάρι, έφερνε γύρο στα κελαρικά και τις αποθήκες και ρωτούσε: “Ποιός θέλει νάρθει στο λαγούμι;»

“Παντελής Πρεβελάκης, Παντέρμη Κρήτη”

Η επόμενη τριλογία του, Δρόμοι της δημιουργίας, είναι απεικόνιση της πνευματικής πορείας του ίδιου του συγγραφέα. Στο πρώτο μέρος, Ο Ήλιος του Θανάτου, ο ήρωας Γιωργάκης μεγαλώνει μαζί με τη θεία του, τη θειά-Ρουσάκη και η προσωπικότητά του διαμορφώνεται υπό την επίδραση της θείας αλλά και ενός διανοούμενου, του Λοΐζου Νταμολίνου. Τα δύο αυτά άτομα εκπροσωπούν δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Η θεια-Ρουσάκη, που είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του Πρεβελάκη, είναι η αυθεντική έκφραση της λαϊκής σοφίας, ενώ ο μηδενιστής Νταμολίνος εκπροσωπεί την εγγράμματη σοφία, η οποία δεν έχει πάντα θετικές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Η κεφαλή της Μέδουσας, παρουσιάζει τον ήρωα στην Αθήνα, αντιμέτωπο με την ιδεολογική κρίση του μεσοπολέμου (που παρουσιάζεται συμβολικά ως «κεφαλή της Μέδουσας»). Ο ήρωας αντιμετωπίζει την κρίση με μόνο όπλο την καλλιτεχνική δημιουργία. Το τρίτο μέρος, Ο άρτος των Αγγέλων, με τον υπότιτλο «Περιπέτεια στην Ιθάκη», αφηγείται την επιστροφή του ήρωα στη γενέθλια γη (Ρέθυμνο, η προσωπική του «Ιθάκη») και την εσωτερική του κρίση.

Η τελευταία ημιτελής τριλογία Ερημίτες και αποσυνάγωγοι δεν παρουσιάζει την οργανική συνοχή των δύο προηγούμενων. Το πρώτο μέρος, Ο Άγγελος στο πηγάδι, ασχολείται με μεταφυσικά ζητήματα. Ο ήρωας, ένας δόκιμος μοναχός, δοκιμάζεται από την εσωτερική του κρίση και τον προβληματισμό του για την σχέση του με τους ανθρώπους, τον κόσμο και τον Θεό. Το έργο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας και οι δοκιμασίες του ήρωα αντιστοιχούν με τα Άγια Πάθη. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Αντίστροφη μέτρηση, δημοσιεύτηκε και κυκλοφόρησε ιδιωτικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 1974. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, που την επομένη ημέρα του πραξικοπήματος ορκίζεται μπροστά στους φοιτητές του ότι εάν σε έναν χρόνο δεν αποκατασταθεί η δημοκρατία, θα αυτοκτονήσει. Ένα χρόνο μετά πραγματοποιεί την υπόσχεσή του, παρ’ όλο που βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στον έρωτα για μια φοιτήτριά του και την ηθική του δέσμευση. Κάποια από τα προβλήματα που θίγονται στο έργο είναι ο ρόλος του διανοούμενου και ο θάνατος ως προσωπική επιλογή και ως πράξη διαμαρτυρίας.

Ιδιόγραφη περίληψη της Οδύσσειας από τον ίδιο τον Νίκο Καζαντζάκη  στάλθηκε στον Παντελή Πρεβελάκη τέλη Δεκέμβρη 1938:

«Ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, πλαντούσε μέσα στο μικρό του νησί δε χωρούσε πια στη γυναίκα, στο γιο, στους παλιούς θεούς του, στην πατρίδα, κι αποφάσισε να φύγει πάλι από την Ιθάκη και να επιχειρήσει το στερνό του, το αγύριστο ταξίδι.

Διάλεξε λοιπόν μερικούς συντρόφους όπως τους πεθυμούσε: ψυχές γενναίες και λεύτερες, σώματα γερά, σκάρωσε καινούριο καράβι, πάντρεψε το γιο του με τη Ναυσικά για να του κάμουν εγγόνι να μη χαθεί η γενιά του, κι ένα πρωί έκαμε πανιά κι ανοίχτηκε στο πέλαο.

Άρχισε το μέγα στερνό ταξίδι. Άραξε πρώτα – πρώτα στο λιμάνι της Σπάρτης, ανέβηκε στην ξακουσμένη πολιτεία, γλίτωσε τον παλιό του συμπολεμιστή Μενέλαο από την ανταρσία του λαού, έφαγε κι ήπιε και κουβέντιασε μαζί του, άρπαξε την Ελένη, που πλαντούσε κι αυτή μέσα στη νέα ασήμαντη καθημερινή ζωή, κι έφυγε μαζί της.

Αράζει τώρα στην Κρήτη, που βρίσκεται στην παρακμή του μεγάλου πολιτισμού της. Οι βάρβαροι κι οι σκλάβοι, έχοντας τώρα το νέο όπλο, το Σίδερο, συνωμοτούν να ρίξουν το γερο-βασιλιά Ιδομενέα, κι ο Οδυσσέας γίνεται αρχηγός τους.

Μια νύχτα, στο μεγάλο βασιλικό συμπόσιο, ο Οδυσσέας δίνει το σημάδι, κι οι συνωμότες ορμούν: ο βασιλιάς κι οι σαπημένοι αρχόντοι κι οι αρχόντισσες σκοτώνουνται, το Παλάτι της Κνωσού καίγεται, η Ελένη δένει έρωτα μ’ ένα ξανθό βάρβαρο, κι ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει με τους συντρόφους στο καράβι κι απλώνει πάλι πανιά κατά νότου.

Αράζει στην Αίγυπτο. Αναβρασμός μέγας κι εδώ, οι σκλάβοι που πεινούν έχουν σμίξει με τους ξανθούς βάρβαρους του Βορρά και θέλουν να ρίξουν τους αρχόντους, τους παραχορτασμένους. Μια στιγμή ο Οδυσσέας διστάζει μα τέλος παίρνει απόφαση, μπαίνει μπροστά μαζί με τους σκλάβους, μα ο στρατός τους νικιέται, τον πιάνουν οι αρχόντοι και τον ρίχνουν στη φυλακή. Δένει εκεί φιλίες με τους νέους άγριους συντρόφους, και μέσα στην πείνα, στην αγωνία του και στη σκλαβιά της φυλακής πελεκάει σ’ ένα ξύλο το πρόσωπο του νέου Θεού του: φοβερή μάσκα ανήλεη, όλο πληγές κι αίματα, σαν τον Πόλεμο.

Κατορθώνει με δόλο να φύγει από τη φυλακή, ξεδιαλέγει πάλι, ανάμεσα στους πολεμιστές, σκλάβους κα βάρβαρους, τους πιο άγριους συντρόφους και κινάει μαζί τους πέρα, κατά την έρημο. Και πάει μπροστά, οδηγός, η μάσκα του νέου Θεού.

Φτάνει πολεμώντας με τις άγριες φυλές, στις πηγές του Νείλου, στην καρδιά της Αφρικής. Εκεί χτίζει την καινούρια πολιτεία του, την οχυρώνει, χαράζει απάνω στο φρούριο τις νέες περήφανες εντολές του Θεού του, νομοθετώντας νέους δίκαιους νόμους. Χαίρεται που θα δημιουργήσει μιαν κοινωνία ελεύτερων, ατρόμητων ανθρώπων.

Μα τη μέρα που έκανε τα εγκαίνια της πολιτείας κι είχε κηρύξει μεγάλη γιορτή, γίνεται σεισμός, ανοίγει η γη και καταπίνει την πολιτεία. Βούλιαξε όλη.

Στα χείλη του γκρεμού που άνοιξε, ο Οδυσσέας, ολομόναχος πια, χωρίς συντρόφους, χωρίς ελπίδα, συγκεντρώνεται σαν ασκητής και μάχεται να νικήσει τη μοίρα. Αργά, ύστερα από φοβερό εσωτερικό αγώνα, το μυαλό του φωτίζεται, η ψυχή του νικάει, σηκώνεται όρθιος και ξαναρχίζει την πορεία.

Πορεύεται πάντα κατά το νότο, συναντάει στη μακρινή του οδοιπορία όλους τους μεγάλους αρχηγούς που έφεραν στους ανθρώπους μιαν καινούρια θρησκεία, μια χίμαιρα, μια νέα κοσμοθεωρία —τ’ αρχέτυπα του Άμλετ, του Δον Κιχώτη, του Φάουστ, του Ομήρου, του Βούδα, του Χριστού. Ζει μαζί τους και μιλάει, μετράει την ψυχή του με την ψυχή τους και τους αφήνει ένα-ένα κι εξακολουθεί μόνος την πορεία.

Φτάνει στην άκρα της Αφρικής, στην αγαπημένη θάλασσα. Γελάει, κυλιέται στα χοχλάδια, παίζει μαζί της. Σκαρώνει το στερνό του καράβι, στενό, μικρό, σα φέρετρο. Αποχαιρετά τη γη, φεύγει. Περνάει την παγωμένη θάλασσα, τρικυμιά ξεσπάει, συντρίβεται το καράβι σε άγρια χιονισμένα βράχια.

Παίρνει πάλι το δρόμο, πέφτει σ’ ένα χωριό καμωμένο από χιόνι, όπου οι άγριοι κυνηγοί της φώκιας τον υποδέχουνται σα θεό. Μένει μαζί τους ένα χειμώνα, και την άνοιξη, ως έλιωσαν τα χιόνια, θηκαρώνει σε μιαν πλωτή από δέρμα φώκιας και ξαναπαίρνει πάλι το πέλαγο.

Λάμνει με τα κουπιά στον αβασίλευτο ήλιο, κι έρχεται ήσυχα ο Θάνατος και καθίζει αντίκρα του, στην πλώρα. Είναι απαράλλαχτος με τον Οδυσσέα, γέρος κι αυτός με άσπρα γένια, όλο πληγές. Χαμογελάει ο ένας στον άλλον, αρμενίζουν αμίλητοι, ένα παγόβουνο προβαίνει, πέφτει απάνω στην πλωτή, μα ο Οδυσσέας προφταίνει και σκαρφαλώνει απάνω στο παγόβουνο κι αρμενίζει μαζί του σα να ‘ναι καράβι.

Ο Οδυσσέας νιώθει [πως] έφτασε πια η στερνή του ώρα. Αποχαιρετά τις πέντε του αίστησες —την όραση, την ακοή, τη γέψη, την όσφρηση, την αφή— και τις ευχαριστεί γιατί καλά του δούλεψαν, παράπονο δεν έχει.

Ανοίγει την αγκάλη, σέρνει φωνή, φωνάζει όλους τους αγαπημένους του συντρόφους —τους άντρες, τις γυναίκες που αγάπησε και το πιστό σκυλί του από την Ιθάκη. Ακούν τη φωνή του αφέντη, πετιούνται από τα μνήματα οι παλιοί συντρόφοι και καταφτάνουν το καράβι του Οδυσσέα γεμίζει πάλι συντρόφους. Χαίρεται ο Οδυσσέας, υποδέχεται όλο χαρά τους συντρόφους, σηκώνει το χέρι, δίνει με ατρόμητη θριαμβευτική φωνή το σημάδι του μισεμού:

«Όρτσα, παιδιά, και πρίμο φύσηξε του Χάρου το αγεράκι.»

Ο Παντελής Πρεβελάκης πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου  1986.