«Οι Χανιώτες στ’ άρματα. Οι Ρεθυμνιώτες στα γράμματα και οι Καστρινοί (Ηρακλειώτες) για το ποτήρι», λένε στην Κρήτη.
Και η αλήθεια είναι ότι το Ρέθυμνο όχι μόνον δεν συνθλίβεται ανάμεσα στις δύο αντίρροπες δυνάμεις των πόλεων με τις οποίες συνορεύει, αλλά πάντοτε καταφέρνει να διατηρήσει τη δική του οντότητα. Οι κάτοικοί του έχουν περηφάνια και μια ξεχωριστή γλύκα για τον τόπο τους, χωρίς την ηρακλειώτικη αψάδα και τον χανιώτικο εγωισμό.
Η διαδρομή μέσα στην παλιά πόλη, με «ξεναγό» τον Δημήτρη Καλαϊτζιδάκη, μου αποκάλυψε και κάτι ακόμα: τη λεπταισθησία των Ρεθυμνιωτών σε ό,τι σκαρώνουν, από μαντινάδα μέχρι έδεσμα. Ο operations manager, «ψυχή» του ομίλου της Grecotel γέννημα-θρέμμα του Ρεθύμνου, έχει συλλάβει πρώτος εδώ και πολλά χρόνια το κόνσεπτ του live like a local for one day. Έτσι είχα και εγώ την ευτυχία να ζήσω μερικές ώρες σαν ντόπια σε ένα μέρος που σε κάθε γωνιά υπάρχει μια ευχάριστη έκπληξη.
Στο έμπα της Παλιάς Πόλης, κάναμε πρώτη στάση στον Νικόλα Παπαλεξάκη, τον κατασκευαστή μουσικών οργάνων που, αν και πολύ νέος, ξέρει όλα τα μυστικά της κρητικής λύρας από τον πατέρα του. Μέσα σε ένα στενό μαγαζάκι μόλις 27 τετραγωνικών μέτρων, κρέμονται δεκάδες καλοφτιαγμένα μπουζούκια, λύρες και βιολιά. Στον πάγκο του εκτός από τα σύνεργα έχει μια τσικουδιά για τα κεράσματα που προηγούνται (όπως πάντα στην Κρήτη) κάθε συζήτησης. «Τα ξύλα που χρησιμοποιούμε για τα όργανα πρέπει να τα κόβουμε με τη λίγωση του φεγγαριού και όχι με τη γέμωση, για να έχουν φύγει οι χυμοί από το δέντρο. Ύστερα πρέπει να το αφήσεις να στεγνώσει για πολλά χρόνια. Οσο πιο παλιό είναι τόσο πιο ωραίο ήχο βγάζει».
Κρατά στο χέρι του ένα κομμάτι ξύλο που βρήκε σε ένα σπίτι της παλιάς πόλης. «Παίρνουμε δοκάρια, ξύλα από σκάλες. Να, αυτό είναι βενετσιάνικο, εκατοντάδων ετών. Είναι πολύ σπάνιο. Θα κάμω μια πολύ καλή λύρα με αυτό. Το ξύλο έχει ψυχή και μνήμη», μας λέει. Μας ξεπροβοδίζει με ένα τραγούδι και με μπόλικες ευχές για ένα καλό καλοκαίρι (και άλλες τσικουδιές).
Το επόμενο κέρασμα ήταν στον περίφημο ζαχαροπλάστη Γιώργη Χατζηπαράσχο στην οδό Μανουήλ Βερνάρδου. Εδώ και δεκαετίες, φτιάχνει το πιο ωραίο και τραγανό φύλλο κρούστας στο Ρέθυμνο για σιροπιαστά γλυκά που δεν σε λιγώνουν καθόλου. Προσφυγικής καταγωγής, μεγάλωσε με βάσανα μα έμαθε μια τέχνη που τον έκανε αγαπητό σε πολλές γενιές Ρεθυμνιωτών. Οι περισσότεροι ξένοι περνούν από το παστρικό του μαγαζί για να τον δουν να απλώνει το ζυμάρι και να το λεπταίνει τόσο περίτεχνα, χωρίς να σπάει ή να ρυτιδιάζει. Στο τέλος το πετάει πάνω στον πάγκο με τόση μαεστρία, που εγκλωβίζει τον αέρα και μοιάζει με ένα τεράστιο λευκό μπαλόνι. Η γυναίκα του και ο γιος του, που έχει αναλάβει την επιχείρηση, εργάζονται και αυτοί χωρίς σταματημό. Τα μπακλαβαδάκια και τα καταΐφια του Κυρ Γιώργη –που πήρε βραβείο ως καλύτερος επαγγελματίας του Ρεθύμνου– είναι βάλσαμο στην ψυχή και οι ιστορίες του αποκαλύπτουν τη «γεύση» της παλιάς Κρήτης όπου πολλοί πρόσφυγες βρήκαν μια νέα πατρίδα.
Πριν συνεχίσουμε τη βόλτα ανάμεσα στα παλιά σπίτια με τα ξύλινα χαγιάτια, ανάβουμε ένα κεράκι στην «Κυρία των Αγγέλων», μια όμορφη εκκλησία με ξύλινο τέμπλο και με εικονίσματα γεμάτα φρέσκα άνθη που μοσχομυρίζουν όταν τα προσκυνάς. Και με αυτήν την ευωδιά στη μύτη, κάνουμε στάση στον φούρνο Σπανουδάκη. Εκτός από τα φρέσκα ψωμιά, στα μεγάλα ταψιά βρίσκει κανείς σαλιγκαράκια, δελφινάκια και άλλα πλάσματα της γης και της θάλασσας φτιαγμένα από ζύμη. Οι τουρίστες τραβάνε selfies μπροστά στα ράφια.
Η διαδρομή είχε τον πιο γλυκό επίλογο. Στο ζαχαροπλαστείο Μόνα Λίζα της οικογένειας Σκαρτσιλάκη έφαγα ένα συγκλονιστικό παγωτό με μαύρη σοκολάτα, φτιαγμένο με τον παλιό τρόπο και πήρα μαζί για ενθύμιο ένα κουτί βραχάκια…
της Μαργαρίτας Πουρνάρα,
εφημερίδα Καθημερινή