Η τάση της Αρχαιοπληξίας αποτελεί παραπροϊόν της κρίσης αξιών που περνά η κοινωνία και ο λαός μας τα τελευταία χρόνια. Η αρχαιοπληξία δεν αφορά το θαυμασμό και τη μελέτη των επιτευγμάτων της Αρχαίας Ελλάδας, από την οποία, όπως και από την παράδοσή μας διαχρονικά μπορούμε να αντλήσομε διδάγματα και να διαμορφώσομε προτάσεις για να αντιμετωπίσομε τα προβλήματα που θέτει το σήμερα. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την προσαρμογή της παράδοσής μας στις νέες συνθήκες, έτσι ώστε αυτή να εκσυγχρονιστεί, κατά την εύστοχη έκφραση του Γιώργου Καραμπελιά, μέσα όμως από τους δικούς της μηχανισμούς, διατηρώντας την ταυτότητά της, σε αντίθεση με αυτό που σήμερα γίνεται, όπου η ταυτότητά μας έχει υποχωρήσει προς όφελος μιας εισαγόμενης κουλτούρας.
Η αρχαιοπληξία θαυμάζει την Αρχαία Ελλάδα ως κάτι πέρα από μας, που άκμασε λόγω μιας αρχαίας γνώσης η οποία όμως δεν είναι προσιτή στο ευρύ κοινό, και στηρίζεται στην ανωτερότητα των αρχαίων μας προγόνων. Εφ’ όσον η γνώση αυτή δεν είναι προσιτή στους πολλούς, εννοείται ότι την κατέχουν λίγοι γνώστες, ένα ιδιότυπο ιερατείο, το οποίο μπορεί να εκφράζει απόψεις που στηρίζονται σε αυτή την –ανεξέλεγκτη- αυθεντία και άρα να τις νομιμοποιεί με αυτό τον τρόπο. Γελοιογραφικές εκδοχές αυτής της προσέγγισης μπορεί κανείς να βρει στις θεωρίες για την εξωγήινη καταγωγή των Ελλήνων και τη συνακόλουθη ανωτερότητά τους, στις αναφορές στην ομάδα Ελ, που κατέχει την υπέρτατη γνώση και στην κατάλληλη στιγμή θα παρέμβει γα να μας σώσει και στο Λιακόπουλο. Η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται βεβαίως από θεωρήσεις φυλετικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των λοιπών.
Έτσι, η αρχαιοπληξία δεν προτείνει κάτι που θα μπορούσαμε να κάμομε σήμερο ώστε να ξεπεράσομε την κρίση, αξιών πρωτίστως, που περνούμε. Αντίθετα, αντιπαρέρχεται την ανάγκη για αγώνες ώστε να αλλάξομε εμείς οι ίδιοι, να ανατραπεί η πολιτιστική κρίση και ημνημονιακή πολιτική, να καταστεί η Ελλάδα ξανά αυτάρκης και παραγωγική, παραπέμποντας τη σωτηρία στην Αρχαία Γνώση και στις μυστικές ομάδες περιφρούρησης του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και σήμερα έχει ευρύτερη αποδοχή, προσφέροντας ελπίδα σε ένα λαό που έχει χάσει την αγωνιστική του διάθεση, παραπληροφορημένος από τα νεοταξικά ΜΜΕ και την τροικανή προπαγάνδα.
Έκφραση αυτού του ρεύματος στην πιο εμβληματική συνιστώσα της παράδοσης της Δυτικής Κρήτης, τα ριζίτικα τραγούδια, έπεσε στα χέρια μου προ καιρού. Πρόκειται για ένα μικρό έντυπο εκδοθέν στα Χανιά το 2004, με τίτλο «Ρίζα, Ριζίτικο, Ριζίτης». Συγγραφέας αναφέρεται «Μουζουράκης Δ+Ε…». Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν υπάρχει καμιά προσωπική αντιπαράθεση με τους συγγραφείς, επιβάλλεται όμως η κριτική των γραφομένων εκεί.
Το περιεχόμενο του εντύπου βρίθει ανακριβειών, παραθέσεων ασύνδετων μεταξύ τους φράσεων με κοινό παρονομαστή τη Συμπαντική Αρμονία και την Αρχαία Γνώση, και με εμφανή σκοπό να εντάξει το τραγούδι στο όλο πλέγμα της μυστικής σοφίας των αρχαίων που μόνο λίγοι σήμερο κατέχουν. Επειδή λοιπόν δε βγαίνει νόημα, δε μπορεί να ασκηθεί και ουσιαστική κριτική στα γραφόμενα. Από την άλλη, θα προσπαθήσομε ν’ αναδείξομε κάποιες αδυναμίες επιλεκτικά, ώστε να φανούν τα παραπάνω. Ο χώρος του σημειώματος αυτού δεν επιτρέπει τη συνολική κριτική του εντύπου, πλην όμως αν χρειαστεί θα επανέλθομε.
Από μόνη της η προσέγγιση του εντύπου πάσχει. Το Δημοτικό τραγούδι είναι αυτό που εξέφρασε έμμετρα τη στάση ζωής του λαού μας, που κατέγραψε την ιστορία του, τα έθιμά του, τη μεγάλη του πορεία στο χρόνο. Καταγράφει συγκεκριμένα γεγονότα, στάση ζωής, κι όταν μιλεί αλληγορικά έχει συγκεκριμένη στόχευση, πχ μιλεί για τη λευτεριά μέσα από τον αητό κλπ. Από το Δημοτικό τραγούδι μαθαίνομε γιατί είναι δημιούργημα του λαού, αυτόν εκφράζει κι επειδή τον εκφράζει αγκαλιάζεται και τραγουδιέται απ’ όλους, έτσι γίνεται ανώνυμο και κοινό κτήμα αυτό που αρχικά από έναν γράφτηκε και πολλοί υιοθέτησαν.
Η συνέχεια του Ελληνισμού, που από την Αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο κι από κει στην Τουρκοκρατία και το σύγχρονο κόσμο, είναι κάτι που αμφισβητείται από τους υπηρέτες της Νέας Τάξης, ιστορικούς με προοδευτική λεοντή και φιλελεύθερους τεχνοκράτες. Θεωρούν αυτοί ότι ο λαός που κατοίκησε στις δυο όχθες του Αιγαίου χάθηκε, κι ότι κάποιοι καινουργιοφερμένοι ταυτίστηκαν μαζί του το 18ο αιώνα και γεννήσανε έτσι το σημερινό ελληνισμό, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τον παλιό. Και τα Δημοτικά μας τραγούδια, με τα Ριζίτικα ανάμεσά τους, τους χαλάνε τη θεωρία. Γιατί βρίσκομε σ’ αυτά αβίαστα, σε ανύποπτο χρόνο και υπεράνω τυχόν σκοπιμοτήτων τα κομμάτια της παλιάς μας ιστορίας, της συνέχειάς μας. Αλλά η συνέχειά μας, σημαίνει ότι είμαστε τα παιδιά του πατέρα, δηλαδή του Βυζαντίου, και εγγόνια κι όχι παιδιά του παππού, δηλαδή της Αρχαίας Ελλάδας.
Εδώ έρχονται κάποιοι αρχαιόπληκτοι και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Νέα Τάξη, απαξιώνοντας το Βυζαντινό μας παρελθόν, αναφερόμενοι μόνο στην αρχαία ιστορία μας και μάλιστα με όρους μεταφυσικούς. Έτσι, σε μια προσπάθεια να αναχθούν τα πάντα στην αρχαιότητα και να πάρουν το μεγαλείο δανεικό από αυτήν (λες και δεν έχει μεγαλείο από μόνη της η παράδοσή μας), παραγνωρίζεται η βυζαντινή μας διάσταση, εφευρίσκονται υπερφυσικές ιδιότητες των Αρχαίων Ελλήνων και όλα γυρίζουν γύρω από αυτά.
Το συγκεκριμένο έντυπο έχει αρκετά χαρακτηριστικά από αυτά. … Έχει όμως και κάτι ακόμα: Την υποτίμηση των σημερινών ριζιτών και την πεποίθηση ότι αυτό μόνο κατέχει τη βαθύτερη γνώση και σοφία του τραγουδιού μας, όχι αυτοί που το τραγουδούν. Μάλιστα, σε κάποιαν αποστροφή του διαβάζομε (σελ. 29): «Δηλαδή μεταφέρεται η γνώση σε απλούστερη μορφή και πολλές φορές με παραβολικό τρόπο ή ακόμα και με κωδικά μηνύματα που μόνο οι βαθιά γνωρίζοντες μπορούν να εξηγήσουν. Τονίζω και πάλι, το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι ριζίτες είναι να τα μεταφέρουν ως έχουν, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση»! Ποιοι είναι οι βαθιά γνωρίζοντες άραγε; Είναι οι συγγραφείς του εντύπου; Πάντως όχι οι ριζίτες, οι οποίοι καλούνται να προσέχουν να μην αλλοιώσουν κάτι που προφανώς τους ξεπερνά. Όποιος νουθετεί με τέτοιον τρόπο, προφανώς τοποθετεί τον εαυτό του στο ιερατείο των κατεχόντων τη «Γνώση» και τους νουθετούμενους σε θέση άσχετου που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτού που έχει στα χέρια του. Αφού δηλαδή εκφράσει την άποψη ότι μόνο ένα ιδιότυπο ιερατείο έχει πρόσβαση στη γνώση που μεταφέρουν τα ριζίτικα, νουθετεί τους ριζίτες (υπό ποιαν ιδιότητα άραγε;), μην τα αλλάζουν!
Επίσης, είναι χαρακτηριστική η προσέγγιση που επιφυλάσσει στην «Ξαστεριά» το συγκεκριμένο βιβλίο: Στις σελίδες 59-61 υπάρχει μια αναφορά στο τραγούδι η οποία συνοψίζεται στα εξής: Εφόσον στον Ομαλό δε μπορεί να κατεβεί κανείς, αφού είναι οροπέδιο και μόνο ανεβαίνει κάποιος, ο στίχος του τραγουδιού «να κατεβώ στον Ομαλό» σημαίνει ότι μόνο κάποιος που έρχεται από κατοικήσιμο τόπο πιο ψηλά από τον Ομαλό μπορεί να κατέβει σ’ αυτόν: Και ποιος είναι ο τόπος αυτός; «ο Ουρανός, η γνώση του Παντός, ο Θεός ο οποίος έρχεται από πάνω» (σ. 59)! Και συνεχίζει με μια θεωρία ότι τα άρματα που περιγράφει το τραγούδι είναι μεταφορικά τα μέσα του καθενός προς επίτευξη του σκοπού του ή του επαγγέλματός του, ότι ο ύμνος αυτός πιστεύεται –από ποιον άραγε;- ότι είναι αρχαίος με πνευματική υπόσταση και λοιπές θεωρίες δύσκολο να γίνουν κατανοητές.
Τα εκφραζόμενα από το συγγραφέα σε αυτό το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικά για να εξαγάγουμε συμπεράσματα και να δούμε παραδείγματα του πόση υπευθυνότητα χρειάζεται όταν κάποιος ασχολείται με την παράδοση: Κατ’ αρχάς, το έντυπο φαίνεται να αγνοεί την εξέλιξη του συγκεκριμένου τραγουδιού και προγενέστερες μορφές του, όπου ο στίχος ήταν είτε «να πρόβαινα στον Ομαλό» (βλ. Συλλογή Γιανναράκη σ. 173), είτε «και ν’ ανεβώ στον Ομαλό» (βλ. Βλαστού, ο γάμος εν Κρήτη και Συλλογή Γιανναράκη σελ. 162). Η αρχική μορφή αντιστοιχεί στην ανθρωπογεωγραφία του Ομαλού και αναιρεί το συλλογισμό του εντύπου, που φαίνεται να την αγνοεί (εκτός του ότι παραβαίνει την ίδια του την προτροπή να μην αλλάζουν τα λόγια των τραγουδιών!). Για το πώς μετεξελίχθηκε και επικράτησε η νεώτερη καταγραφή «να κατεβώ στον Ομαλό», έχει εκφραστεί η άποψη από το λαογράφο Γ. Μ. Σηφάκη (σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγησή του στη Ζ’ επιστημονική συνάντηση με θέμα “Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, Θεσσαλονίκη 1998), ότι καθώς το τραγούδι εξελισσόταν από «κυνηγετικό» σε «πολεμικό», οι επιτιθέμενοι Χαΐνηδες κατέβαιναν στο κατωμέρι να πολεμήσουν τους εχθρούς, οπότε άλλαξε η λέξη ερχόμενη σε αντίθεση με τη χωροταξική πραγματικότητα.
Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει και η άποψη του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου, με τον οποίο κουβεδιάσαμε το παρόν κείμενο, την οποία παραθέτω αυτούσια μαζί με τις ευχαριστίες μου σ’ αυτόν: «Προσθέτω ότι ο Ομαλός δεν είναι το ψηλότερο μέρος της Μαδάρας και με καθαρά τοπογραφικά κριτήρια θα μπορούσε κάλλιστα να κατεβεί κανείς από κάπου ψηλότερα, χωρίς αυτό το κάπου να είναι ο ουρανός, η κατοικία των θεών κ.τ.τ.· από τον Γκίγκιλο, για παράδειγμα, από τσι Γαλανές Μαδάρες, από του Καλλέργη, από τσ’ Αγκαθωπής τα πλάγια, από το Σεληνιώτικο πόρο, θέσεις πιο απρόσιτες από το ίδιο το οροπέδιο. Ότι ο Ομαλός δεν ήταν υπό τον έλεγχο των κατακτητών δε σημαίνει ότι ήταν και εντελώς απρόσιτος στις δυνάμεις της εκάστοτε εξουσίας και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στους χαϊνηδες και σε επιτιθέμενο τακτικό στρατό, που εξορμά στα ορεινά για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Η ύπαρξη της “στράτας των Μουσούρων” στην ΒΑ είσοδο του Ομαλού μαρτυρεί ότι το οροπέδιο ήταν προσβάσιμο, καθώς αποτελούσε τιμάριο των αρχοντο-Μουσούρων, παλιάς βυζαντινής οικογένειας, οι οποίοι δεν ταυτίζονται αυτονόητα με τους χαϊνηδες. Υπάρχει εξάλλου η εύλογη υπόθεση ότι η αφετηρία του τραγουδιού είναι τοπικές διαφορές ανάμεσα στους Αρχοντομουσούρους και σε κτηνοτρόφους της περιοχής, καθώς ο Όμαλός ήταν κατά καιρούς αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στις επαρχίες Κυδωνίας, Σελίνου και Σφακίων. Ενδεικτικά πάνω σ’ αυτό είναι τα τραγούδια για το φόνο του Γιανναρονικόλα, που, κατά μία άποψη, είναι τραγούδια της περιόδου της Ενετοκρατίας. Ένα απ’ αυτά (που οι συλλογείς συσχετίζουν με το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”), λέει:
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσά ‘στε των αρμάτω,
πιάστε τα και γλακίσετε στον Ομαλό να πάμε
και κάμαν πάλι φονικό οι γι Αρχοντομουσούροι,
το Γιάνναρη σκοτώσασιν το νιο το παινεμένο.
[Γιάνναρης 6, Παπαγρηγοράκης 124.220, Αποστολάκης 156Β΄]»
Ένα άλλο παράδειγμα του τραβήγματος των δεδομένων από τα μαλλιά προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι στόχοι του εντύπου είναι και η απόπειρα σύνδεσης τραγουδιών με την αρχαιότητα πάση θυσία: Έτσι, στη σελ. 29, μαθαίνομε ότι το κείμενο του ριζίτικου «Αφήσετε τσ’ αθιβολές και τα ροζοναμέντα…γιατ’ ο παντέρμος άθρωπος μια λίτρα κρες γεννάται», θεωρείται ότι έχει στοιχεία από την αρχαιότητα, τη λέξη λίτρα=μονάδα μέτρησης του 6ου αι. πΧ. Και παρατίθεται απόσπασμα από όπου προκύπτει ότι οι άποικοι Ιταλίας και Σικελίας χρησιμοποιούσαν ντόπιο σύστημα, τη λίτρα, υποδιαιρούμενη σε 12 σικελικές ουγγιές, «άρα ενδεχομένως το τραγούδι αυτό να είναι από τον 6ο πχ αιώνα», καταλήγει το έντυπο!
Αν ακολουθήσομε αυτή τη λογική θα πρέπει να βρούμε τους πρόδρομους του ριζίτικου στη Σικελία, πράγμα που δεν εξηγεί το έντυπο, ούτε πώς φτάσανε από κει στην Κρήτη. Χώρια που το «ροζοναμέντα» είναι κατάλοιπο της Ενετικής κατάκτησης του νησιού μας, οπότε πώς να έρχεται το τραγούδι από τον 6ο αι. πΧ; Τα πράματα μάλλον είναι πιο απλά: Η λίτρα μπορεί να ήτανε μονάδα μέτρησης του 6ου αιώνα, αλλά όχι μόνο τότε: Ήταν και μονάδα μέτρησης τον καιρό του Χριστού. Πράγματι, αναφέρεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, (Ιωάννης 12:3 («ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆςπολυτίμου…», 19:39 («ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν») ως Ρωμαϊκή μονάδα βάρους, περίπου 320-327 γραμμάρια (βλ. και http://www.jesuslovesyou.gr/Bi
Πριν όμως ανακαλύψομε Ριζίτες και στη Γαλιλαία, μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο δείχνει ότι η λίτρα ήταν μονάδα μέτρησης βάρους στερεών και στην Τουρκοκρατία (βλ. http://www.egrigoros.gr/book/a
Η ουσία είναι ότι τα ριζίτικα, και γενικότερα η δημοτική μας ποίηση, έχουν μια τεράστια αξία από μόνα τους. Δεν υπάρχει ανάγκη να τα αναβαθμίσομε κατασκευάζοντας σχέση τους με την αρχαία ιστορία μας, τα υποτιμούμε μ’ αυτό τον τρόπο. Τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ ότι προσπαθούμε μερικές φορές να τα κάμομε, απλά και φυσικά όπως αυτός που τα έφτιαξε: Ο Λαός μας…
Θα μπορούσαμε να γράψομε κι άλλα αποδομώντας τα γραφόμενα του εντύπου. Αυτό όμως που ενδιαφέρει περισσότερο, είναι να ξεκαθαριστεί ότι ο λαός μας πάντα δημιουργεί συνειδητά τη δημοτική του ποίηση, και πέρα απ’ αυτήν την ιστορία του, έχοντας ρόλο πρωταγωνιστή και όχι κομπάρσου. Ο ίδιος ενεργεί και φτιάχνει, κι όχι άλλοι γι’ αυτόν. Όποτε γίνεται το δεύτερο, όπως σήμερο, σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε υποχώρηση και κρίση, και ότι είμαστε ανίκανοι να δημιουργήσομε, εμείς που για αιώνες τόσα έχομε προσφέρει στους εαυτούς μας και στην ανθρωπότητα.
Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordp