Ο Γιώργος Καρελιάς γράφει για την κυβέρνηση που πλέον πιέζεται πολύ και για τα στελέχη της που επιχειρούν να δικαιολογηθούν με χοντράδες.
Πώς φαίνεται ότι μια κυβέρνηση, η οποία μέχρι τώρα έδειχνε άτρωτη, αρχίζει να ζορίζεται; Όταν οι υπουργοί της θυμώνουν με την κριτική και φωνασκούν. ‘Η όταν προσπαθούν να πουν κάτι που θεωρούν σωστό, αλλά καταλήγουν να λένε παραδοξολογίες που προκαλούν. Και τα δύο τα είδαμε αυτές τις μέρες.
Στην πρώτη φάση της πανδημίας, την περασμένη άνοιξη, η κριτική για τη διαχείρισή της σχεδόν δεν ακουγόταν. Η κυβέρνηση οχυρωνόταν πίσω από τη δημοφιλία του Σωτήρη Τσιόδρα, αλλά και από το χαμηλό αριθμό των θανάτων. Και αρνιόταν να αποδεχθεί ακόμα και αυτονόητες υποδείξεις, όπως ήταν αυτές που έλεγαν ότι πρέπει να προσληφθούν γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό. Η λογική των κυβερνώντων ήταν «αφού θα τελειώσει η πανδημία, τι να τους κάνουμε;». Ετσι πίστευαν τότε. Και τώρα, που ο ιός σαρώνει, τα νοσοκομεία δεν έχουν γιατρούς και ειδικευμένο προσωπικό για τις Εντατικές.
Τώρα που οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά εκατοντάδες και τα νοσοκομεία δεν έχουν κρεβάτια πώς να δικαιολογήσουν όσα (δεν) έκαναν; Οι πιο προκλητικοί λένε ότι πανηγυρίζουν επειδή έχουμε λιγότερους νεκρούς από άλλες χώρες. Εξυπνος ισχυρισμός αλλά για μια φάση πίσω, όχι για σήμερα. Πώς να πιάσει, όταν μέσα σε ένα μήνα οι θάνατοι ξεπέρασαν τους χίλιους;
Οι πιο μετριοπαθείς προσπαθούν να αντικρούσουν την κατηγορία περί ανετοιμότητας και ολιγωρίας, αλλά τα κάνουν μαντάρα, λέγοντας το καινοφανές ότι, αν έχουμε περισσότερες ΜΕΘ, θα έχουμε και περισσότερους θανάτους. Ακόμα κι αν θες να πεις το σωστό, δηλαδή ότι πρέπει να τηρούμε τα μέτρα ώστε να μη χρειαστούμε ΜΕΘ, δεν το λες έτσι. Θυμίζω εδώ ότι η περίφημη φράση του Γιώργου Παπανδρέου «λεφτά υπάρχουν», που τον κυνηγάει ακόμα, συνοδευόταν από πολλά «αν». Όμως, κανείς δεν τα θυμάται, όλοι έχουν μείνει στις δύο λέξεις.
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν πλέον καλά ότι η ασυλία, που απόλαυσαν στην πρώτη φάση της πανδημίας, δεν υπάρχει πια. Οι πολίτες τούς καταλογίζουν συγκεκριμένες ευθύνες. Για παράδειγμα, για την κακή εξέλιξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας, οι πολίτες θεωρούν ότι φταίνε κατά σειράν: ο συνωστισμός στα μέσα μεταφοράς, οι ελλείψεις στο σύστημα υγείας, το άνοιγμα του τουρισμού και η συνολική διαχείριση της κυβέρνησης (χτεσινή δημοσκόπηση της Κάπα Research). Eίναι ακριβώς αυτά που οι κυβερνητικοί αρνούνται. Αλλά τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα.
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Τα δύσκολα ήρθαν, οι πολίτες καταλογίζουν τις ευθύνες σ’ αυτούς που τις έχουν, αυτοί ζορίζονται, θυμώνουν και τους ξεφεύγουν (;) λόγια προκλητικά στην προσπάθειά τους να δικαιολογηθούν. Λάθος τακτική και μάταιος κόπος.
Οσο μεγάλη μιντιακή υποστήριξη κι αν διαθέτουν, κάποια στιγμή οι δικαιολογίες δεν θα πιάνουν, διότι οι πολίτες θα καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή του πρώτου προέδρου των ΗΠΑ Τζόρτζ Ουάγιγκτον: «Είναι καλύτερο να μη δίνεις καμιά δικαιολογία παρά να δίνεις μια κακή».