ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ:
Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη
«ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΙΖΗΜΑ ΦΙΛΟΤΗΤΑΣ» ΚΑΙ ΣΟΦΙΑΣ
«Η φιλότητα μάς συνδέει με τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας με τέτοιο τρόπο, που, όταν οι άνθρωποι «αναχωρούν», το ίζημα φιλότητας που αφήνουν μέσα μου είναι πραγματικά ανεξίτηλο»
(συνέντευξη του Δ. Ν. Μαρωνίτη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, περιοδικό Το δέντρο, τεύχος 205-206, Οκτώβριος 2015).
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης “αναχώρησε” στις 12 Ιουλίου 2016, σε ηλικία 87 ετών.
Κλασικός φιλόλογος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, δάσκαλος και, με τον δικό τρόπο, θεατράνθρωπος: «η στόφα μου, όχι η επαγγελματική, αισθάνομαι ότι είναι, για τον τρόπο που ζω, που σου μιλώ αυτή την ώρα, θεατρική. Δεν είμαι θεατρόφιλος, αισθάνομαι ότι είμαι θεατρικός, από το «θεώμαι». Άνθρωπος με πάθος. Για τα γράμματα, για το δασκαλίκι, για το θέατρο. Με την προσωπικότητα και το έργο του άφησε τέτοιο πολύτιμο ίζημα φιλότητας με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τόσο αξιοποιήσιμο ίζημα σοφίας που δίκαια θα μπορούσε κάποιος να του αφιερώσει το επίγραμμα:
ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν ἑῷος,
νῦν δὲ θανὼν λάμπεις ἕσπερος ἐν φθιμένοις.
ΠΑ 7, 670
Σαν το άστρο της αυγής έλαμπες άλλοτε μέσα στους ζωντανούς·
τώρα που πέθανες, λάμπεις μέσα στους πεθαμένους όπως ο Έσπερος.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη. Σπουδαγμένος στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, με τους εμπνευσμένους δασκάλους Γιώργο Μιχαλόπουλο και Κωνσταντίνο Μπότσογλου να του μεταδίδουν την αγάπη για τη Λογοτεχνία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τον Ιωάννη Κακριδή και τον Λίνο Πολίτη να του εμφυσούν την αγάπη για τη γλώσσα και την ελληνική γραμματεία, στη Γερμανία- στη Φρανκφούρτη και στο Μάιντς- όπου κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του κοντά σε δασκάλους, όπως ο Βάλτερ Μαργκ, απέκτησε τη μεταφραστική ηδονή, έτσι του άρεσε να τη λέει.
Μεταφραστική ηδονή, αποτέλεσμα της αρχαιογνωσίας και αρχαιολατρίας του, της βαθιάς γνώσης του νεοελληνικού λογοτεχνικού και δοκιμιακού λόγου και του σεβασμού του στη γλώσσα- αρχαία και νέα. Μεταφραστικές δοκιμές τις θεωρούσε, για την «απελευθερωτική αίσθηση ότι δεν πρόκειται για οριστικό έργο», που μας κληροδότησαν ανεκτίμητο μεταφραστικό έργο (Ηρόδοτος, Ησίοδος, Σοφοκλής) με σημαντικότερο όλες τις ραψωδίες της Οδύσσειας και της Ιλιάδας.
Κυρίως, όμως, με τις μεταφραστικές του δοκιμές, τις οποίες διέτρεχε η ισοτιμία της αρχαίας με τη νέα γλώσσα, η αναζήτηση του εσωτερικού ρυθμού της γλώσσας και η σαφής διάκριση μεταξύ γνώσης και γλώσσας, καθιέρωσε στην ελληνική γραμματεία όχι μόνο ωφέλιμους όρους και πρακτικές, όπως την ενδογλωσσική μετάφραση, ακροαματική απόλαυση και τις συνδυάσιμες τριάδες: γραφή, ανάγνωση, μετάφραση η πρώτη και: φράση, μετάφραση, παράφραση η δεύτερη, αλλά και μια ανανεωμένη αντίληψη στην προσέγγιση του αρχαίου κόσμου μέσα από τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Αντίληψη απαλλαγμένη από σχολαστικές μεθόδους και ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά στερεότυπα αρχαιοπληξίας και ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μέση εκπαίδευση με τρόπο λειτουργικό και όχι ιδεοληπτικό και ψυχαναγκαστικό: «Και στα δύο ζεύγη γνώσης και γλώσσας προηγείται η γνώση, στη γενική και στην ειδική σημασία της» έγραφε στην τελευταία επιφυλλίδα στο «Βήμα» («Στο κέντρο του τετραγώνου», 18/6/2016) με αφορμή την επαναφορά στην επικαιρότητα του ζητήματος της ωφελιμότητας ή όχι των αρχαίων ελληνικών στη Μέση εκπαίδευση.
Η ελεύθερη και καινοτόμα σκέψη του αντιμετώπιζε ενοποιητικά την ελληνική γραμματεία: «Το γήπεδο μοιάζει να είναι ενιαίο. Για να το εξηγήσω σχεδιάζω συνήθως ένα τετράγωνο. Αριστερά και οριζοντίως γράφω «αρχαιογνωσία» και δεξιά «αρχαιογλωσσία» κι από κάτω οριζοντίως και αριστερά «νεογνωσία» και δεξιά «νεογλωσσία». Είναι σαφές ότι στον καιρό μας μεγαλύτερο βάρος ρίχνουμε στη νεογνωσία και νεογλωσσία. Η υπόδειξή μου είναι όμως να δει κανείς τι σχέσεις προκύπτουν και στους κάθετους άξονες (μεταξύ π.χ.αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας) και ζευγών που, όπως λέμε, έχουν φάει πολλά στη μάπα». Έσκυψε με την ίδια αγάπη και τη δική του πρωτοπόρα φιλολογική μέθοδο πάνω στα κείμενα του Ηρόδοτου, του Ησίοδου του Ομήρου αλλά και του Σολωμού, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Σινόπουλου, του Σαχτούρη.
Κοινώνησε αυτή την αγάπη μέσα από τo πλούσιο συγγραφικό του έργο (βιβλία, κριτικές μελέτες, μεταφράσεις, συμμετοχή σε συλλογικά έργα), από τη θέση του γενικού διευθυντή του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας από την ίδρυσή του το 1994 ως το 2001, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1979-1995) και του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (1989-1990) και ως επιστημονικός υπεύθυνος και συντονιστής του προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία» στη Μέση Εκπαίδευση».
Μετέδωσε σε όσους ευτύχησαν να περάσουν από τα έδρανα του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας κυρίως, αλλά και του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου, από το 1963 μέχρι το 1968 ως εντεταλμένος υφηγητής και από το 1975 ως το 1997 ως τακτικός καθηγητής, το πάθος του για τα γράμματα και την επιστήμη. Απαιτητικός, επίμονος, οξύς, αθυρόστομος, εμπαθής, δε συγχωρεί τη μετριότητα στην προσπάθεια, κερδίζει όμως το ακροατήριό του με τον στιβαρό, θελκτικό λόγο του, που δημιουργεί ιδιόλεκτο, την αυθεντικότητά του και το μοναδικό ύφος του.
Στο ενδιάμεσο διάστημα (1968-1974) παύεται από τη δικτατορία. Η συμμετοχή του στη συλλογική διαμαρτυρία των «Δεκαοχτώ κειμένων» (Κέδρος 1970), η έκδοση μιας ανθολογίας στοχασμού με τίτλο «Ο φόβος της ελευθερίας. Δοκιμές ανθρωπισμού» (Παπαζήσης, 1971) και της βραχύβιας «Συνέχειας» (1973) μαζί με τον Αλέξανδρο Αργυρίου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά και η πρώτη επιφυλλίδα του στο «Βήμα», τον Φεβρουάριο του 1971, με τίτλο «Σημείο αναφοράς» τον οδηγούν στη φυλακή. Ακόμα κι εκεί η πένα του δε σταματά. Παρόλο που αποτελεί βασανιστήριο «να μην έχεις ένα μολύβι να πιάσεις στα χέρια σου να σημειώσεις μια λέξη» αποτυπώνει σε χαρτοπετσέτες την εμπειρία του, που πρωτοδημοσιεύεται στο όγδοο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού «η Συνέχεια» και αργότερα στη Μαύρη γαλήνη (Το Ροδακιό, 2007).
Η σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό κάνει τη δημόσια παρουσία του για ζητήματα πολιτικής, κουλτούρας και καθημερινής ζωής αδιάλειπτη. Με το αναγνωρίσιμο ύφος του και τον ευθύ και συχνά προκλητικό του λόγο αρθρογραφεί από το 1971 μέχρι το τέλος της ζωής του στο «Βήμα». Λέει τα πράγματα τσεκουράτα. Αποτέλεσμα αρέσκειες και απαρέσκειες. «Ο Μαρωνίτης είναι ένας αφόρητος άνθρωπος. Αιωρείται -–σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση “ιλίγγου”–- μεταξύ ανοδικής υπεροψίας και καθοδικής αυτοψίας» και ο Μαρωνίτης θεωρούσε αυτόν τον χαρακτηρισμό εκ μέρους του καλού του φίλου Τάσου Χρηστίδη τη μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να του γίνει από φίλο, γιατί « εν πάσει περιπτώσει καλύτερα να ’ναι κανείς αφόρητος, παρά φορητός».
Ο ίδιος θεωρούσε τη μεγαλύτερη προσφορά του ως δασκάλου. Ο διάλογος με τους νέους ανθρώπους ανατροφοδοτικός. «Πρώτα-πρώτα, πρέπει να είσαι περήφανος δάσκαλος. Το άλλο, να αισθάνεσαι διδάσκοντας –αυτό άρχισε πολύ νωρίς– ότι μαθητεύεις και ότι μαθητεύοντας αφήνεις να βγει μόνο του το δασκαλίκι» έλεγε. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με το ύφος και το ήθος του Μαρωνίτη, με το ύφος και το ήθος ανθρώπων που ξόδεψαν τη ζωή τους στα γράμματα, ας αναγνωρίζεται και ας αξιοποιείται η έγνοια τους για τη γλώσσα και το μεράκι της διδασκαλίας. Η ανάμνηση, άλλωστε, ως ενέργεια της σκέψης και του νου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη («Περί Μνήμης και Αναμνήσεως» II 453 a 3-16), αποτελεί και τη μόνη παραμυθία στον υπέρτατο νόμο της μοίρας των βροτών, όταν «η ψυχή, πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει». Και τον καλύτερο φόρο τιμής.
Το κείμενο αποτελεί, εκτός από αποδιδόμενο φόρο τιμής σε ένα μεγάλο δάσκαλο, ευχή από το Δ.Σ του Συνδέσμου Φιλολόγων Ρεθύμνου προς μαθητές και εκπαιδευτικούς για «Καλή σχολική χρονιά».