Παρακαλώ σε μοίρα μου να μη με ξενιτέψεις
Πάλι κι αν ξενιτέψεις με στα ξένα μην ποθάνω
Γιατ’ είδανε τα μάθια μου τα ξένα πώς τα θάφτουν
Δίχως λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και διάκο
Κι αλάργο από την εκκλησιά
Η ξενιθειά είναι σύμφυτη με την ιστορική εμπειρία του λαού μας. Λόγοι επιβίωσης, που έχομε αναλύσει κατά καιρούς, οδηγούσαν πολλούς στο μισεμό. «Τα ξένα», όπως αποκαλούν τους ξενιτεμένους τα τραγούδια μας, βρίσκονται ξαφνικά σ’ ένα τόπο ξένο, με ξένες συνήθειες και άλλες κοσμοθεωρίες, άλλες αρχές. Πρέπει λοιπόν να επιβιώσουν εκεί, δίχως να χάσουν την ταυτότητά τους, τις αξίες που τους ανάθρεψαν.
Κι αυτό κάνει τον αγώνα τους δύσκολο, διμέτωπο: Από τη μια να προκόψουν στον ξένο τόπο, από την άλλη να μη γίνει αυτό απεμπολώντας την ταυτότητά τους. Οι ξενιτεμένοι έχουν απόλυτη συναίσθηση της ταυτότητάς τους ερχόμενοι σ’ επαφή με τους ξένους τόπους. Κι αυτή η ισχυρή ταυτότητα είναι η αντίσταση του «ξένου», όπως αποκαλούν το μετανάστη τα τραγούδια, στο ανοίκειο περιβάλλον που του στερεί την πατρίδα του, όχι όμως την ιδιοπροσωπία του, στην οποία μένει πιστός μέχρι θανάτου.
Έτσι, στο τραγούδι που αναφέρομε στην αρχή, το «ξένο» έχει σαν πρώτο στόχο να μείνει στην πατρίδα του. Αν όμως αυτό δεν καταστεί δυνατό, η επιστροφή είναι πια αυτοσκοπός, μονόδρομος. Προφανώς γιατί η επιστροφή λειτουργεί σαν μοχλός εγρήγορσης μην και χάσει την ταυτότητα του ο ξενιτεμένος. Και γιατί η προσμονή της επιστροφής συνοδεύεται από τη θέληση να ξαναγυρίσει στον περίγυρο από τον οποίο έφυγε με τους όρους αυτού του περίγυρου, όχι μεταφέροντας μιαν άλλη ταυτότητα στο γενέθλιο χώρο. Έτσι, οι αξίες και η ταυτότητα παραμένουν πράγμα αδιαπραγμάτευτο και ιερό, και πρέπει να διατηρηθούν. Όμως εδώ ο αγώνας είναι αντίξοος: Μόνο του το «ξένο» πρέπει να κρατήσει τον εαυτό του σ’ αυτή τη λογική, το περιβάλλον του την αγνοεί αν δεν την εχθρεύεται κιόλας. Στην πατρίδα, κάθε τι του θυμίζει ποιοι κώδικες επικρατούν, στα ξένα όχι. Ο αγώνας να κρατηθείς λοιπόν Έλληνας είναι πρώτα απ’ όλα αγώνας ενάντια σε μια καθημερινότητα που αθόρυβα σε καταπίνει, σε αλλάζει.
Καταφυγή κι εδώ η πίστη. Είναι φανερή η αγωνία του «ξένου», αν όλα αποτύχουν και η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί, μπάρεμου να μη θαφτεί εκεί. Γιατί εκεί δεν ακολουθείται το ορθόδοξο τυπικό της κηδείας κι η ψυχή δε θα αναπαυτεί όπως πρέπει. Η πίστη είναι κι εδώ κιβωτός της ταυτότητας του ελληνισμού, και αυτός που παραμένει Έλληνας στην ξενιθειά, παραμένει κυριολεκτικά μέχρι θανάτου. Κι αντίστροφα, δεν του αρκεί να έχει κρατήσει μέχρι τέλους την ταυτότητά του αν δε θαφτεί και όπως αυτή ορίζει. Γιατί η πίστη έχει συνδεθεί τόσο πολύ με το έθνος επί αιώνες, που είναι πια πολύ δύσκολο να την ξεχωρίσεις. Γιατί αυτά που ορίζει η πίστη, αποτελούν διαχρονικές αξίες του έθνους, που κέρδισαν καταξίωση μέσα από την καταγραφή τους ως δόγματα θρησκευτικά.
Κι η εμμονή στην πίστη αυτή μέσα σε συνθήκες απίστευτα δύσκολες, όπου οι πολλοί λύγισαν, δείχνει το πείσμα να κρατήσουν αυτοί που έμειναν τελικά να λέγονται Ρωμιοί μια ταυτότητα, που μας την παράδωσαν από γενιά σε γενιά για να την απαξιώνομε εμείς σήμερα και να γινόμαστε έρμαια των επιταγών της Νέας Τάξης. Κι αυτό είναι που πρέπει να μας προβληματίσει σήμερα, ότι δίχως τις αξίες των παλιών μας γινόμαστε ευάλωτοι, χανόμαστε σαν πολιτιστική πρόταση, και πόση σημασία έχει άραγε να επιβιώσομε σαν άτομα απρόσωπα;
του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη