Ένας πρωτευουσιάνος νόμιζε ότι έτρωγε πολύ. Μετά κατέβηκε στην Μεγαλόνησο…
Το αστείο με το προηγούμενο κείμενο, σχετικά με την απόπειρα να βοηθήσω στο μάζεμα ελιών, έχει να κάνει με τα μηνύματα συμπαράστασης που έλαβα (υπήρχαν, βέβαια και αυστηρές συστάσεις για τη λέξη “κλάδεμα” που χρησιμοποίησα και η οποία μου αφαίρεσε 5 βαθμούς από το κρητικό point system). Αισθάνθηκα λίγο υποψήφιος Πανελληνίων που δεν έγραψε καλά. Εύχομαι αν ποτέ γραφτώ σε γυμναστήριο να έχω την ίδια συμπαράσταση, να βρω κάπου να ακουμπήσω το πιασμένο μου κορμί (χα, χα).
Για να γραφτώ, βέβαια, σε γυμναστήριο πρέπει να αποφασίσω να κάνω δίαιτα και για να αποφασίσω να κάνω δίαιτα μάλλον πρέπει να σκεφτώ μία δεύτερη μετακόμιση. Να φύγω από την Κρήτη, να πάω αλλού (που έλεγε και μια παλιά διαφήμιση). Γιατί εδώ στο νησί, τη Μεγαλόνησο, το παραδεισένιο μέρος που ήρθε ο Θεός και ακούμπησε πάνω του τον Ψηλορείτη (μόλις αυτοπυρπολήθηκαν τρία κάδρα του Ξυλούρη σε καφενεία των Ανωγείων) η δίαιτα είναι άγνωστη λέξη.
Καταρχάς, να συστηθούμε. Το σωματικό μου βάρος είναι τέτοιο που κανονικά θα έπρεπε να πληρώνω ΕΝΦΙΑ για την κοιλιά. Αν, ας πούμε, με βάλεις δίπλα στον Σταρόβα μπορεί να δημιουργηθεί νέα κλίμακα μέτρησης σεισμών. Οπότε δεν είμαι άνθρωπος που δεν έχω φάει στη ζωή μου. Έχω φάει και μάλιστα τόσο που αύριο αν σταματούσα θα μπορούσα να τη βγάλω μέχρι τα βαθιά γεράματα με το απόθεμα.
Μέχρι να πάω στην Κρήτη (όχι τώρα που μετακόμισα μόνιμα, αλλά και την περίοδο που ερχόμουν για διακοπές) πίστευα ότι έχω τερματίσει κάθε πίστα κοιλιοδουλείας. Από την πρώτη μου επίσκεψη στο νησί κατάλαβα πως απλά άνηκα στην κατηγορία φτερού.
Στην Κρήτη τρώνε. Τρώνε πολύ, παιδιά. Τρώνε και αισθάνονται ντροπή αν δεν τρώνε. Και τρώνε όλοι. Χοντροί και αδύνατοι. Και οι αδύνατοι σε εκνευρίζουν γιατί πού στην ευχή τα βάζουν; Κι αν δεν τρως παρεξηγούνται. Ακόμα κι αν φτάνεις σε σημείο οι αρτηρίες σου να κραυγάζουν για βοήθεια.
Θα σας αναφέρω ένα απλό παράδειγμα. Απλό, καθημερινό παράδειγμα που σίγουρα έχουν από ένα τέτοιο όλοι όσοι έχουν επισκεφτεί το νησί. Πας επίσκεψη σε συγγενικό σπίτι. Για φαγητό (ακόμα κι αν δεν πηγαίνεις για φαγητό, πάλι θα φας. Τα ίδια θα λέμε;). Τα στάδια που προηγούνται μέχρι να κάτσεις στο τραπέζι είναι τα παρακάτω (με συγκεκριμένη σειρά και πολλές επαναλήψεις):
1> Έρχεται ο καφές. Μαζί με τον καφέ έρχονται και καμιά δεκαριά καλτσούνια.
2> Δευτερόλεπτα μετά έρχονται και τα πρώτα κουλουράκια γιατί δεν έχεις φάει τα καλτσούνια, άρα συμπεραίνουν πως δεν σου αρέσουν (ως ‘δευτερόλεπτα’ προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που θα πεις ‘ευχαριστώ’ για τα καλτσούνια μέχρι να σκεφτείς με ποιο θα ξεκινήσεις).
3> Δευτερόλεπτα αργότερα έρχονται και τα μυζυθροπιτάκια για να φύγει η καλτσουνίλα, την οποία δεν έχεις, αφού ήρθαν τα κουλουράκια, τα οποία ούτε αυτά έχεις προλάβει να αγγίξεις.
4> Αφού πιεις την πρώτη γουλιά καφέ αρχίζουν οι επίμονες ερωτήσεις “γιατί δεν τρως;”. Ή το χειρότερο “φάε κάτι, μην ντρέπεσαι”. Δεν ντρέπομαι, απλά αισθάνομαι σαν την άμυνα του Ολυμπιακού στον καταιγισμό επιθέσεων της Μπαρτσελόνα. Να ντραπώ εγώ; 140 κιλά άνθρωπος;
5> Στη δεύτερη γουλιά καφέ εμφανίζεται μπροστά σου ένα πιάτο με ντολμαδάκια.Από αυτά που έμειναν από χθες. Κι επειδή τα ντολμαδάκια δεν πάνε ξεροσφύρι, έρχεται ένα πιάτο με χοχλιούς και ένα καραφάκι ρακή. Τα προηγούμενα εδέσματα εξαφανίζονται από το τραπεζάκι γιατί θεωρήθηκαν αποτυχημένο φίλεμα (επαναλαμβάνω, δεν πρόλαβα να τα αγγίξω).
6> Ο καφές έχει φύγει και αντικαταστάθηκε από τη ρακή. Δεν παίζει ρόλο η ώρα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Πάει πάντα και με όλα. Ασχέτως αν εσύ, για παράδειγμα, έχεις ξυπνήσει πριν από μία ώρα και αν πιεις ρακή θα αρχίσεις να μιλάς σαν τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού. Είπαμε, η ρακή πάει με όλα. Κι αν δεν πιεις είσαι φλώρος (κάποτε μου προσφέρθηκε ρακή σε περίοδο που έπινα αντιβίωση και η απάντηση που πήρα ήταν τόσο κρητικά σουρεαλιστική όσο φαντάζεστε “Ποια αντιβίωση; Πιες δυο ρακές να σου φύγουν όλα”. Ναι, αλλά το θέμα είναι να μη μου φύγουν από το στόμα. Τέλος πάντων, πάμε παρακάτω).
Μισή ώρα μετά την άφιξη και χωρίς να το έχεις αντιληφθεί, το τραπέζι είναι έτοιμο. Δεν μιλάμε για τραπέζι με δύο-τρία φαγητά και τέλος. Μιλάμε για μπουφέ. Το παίρνεις, το πας σε γάμο και τρώνε 100 καλεσμένοι. Για τους Κρητικούς, όμως, αυτό είναι απλά ένα καθημερινό γεύμα. Τυριά, πιτάκια, σαλάτες, χόρτα, λουκάνικα, πατάτες, ντολμαδάκια, ντάκοι, χοχλιοί, ένα κουνέλι που έφερε ο γείτονας, ένα κόκορα που έσφαξε ο μπατζανάκης του γείτονα, ψητό στο φούρνο, ψητό στην κατσαρόλα, ψητό στη σχάρα, ψητό στη χύτρα, ψητό, ψητό, ψητό.
Αλήθεια, παιδιά. Πολύ φαΐ. Και εξαναγκασμός για να φας.
“Πράμα δεν έχεις φάει, πράμα!”
η μόνιμη ατάκα που ακούγεται στο τραπέζι κι ενώ το μόνο που δεν έχεις καταπιεί είναι το τραπεζομάντηλο.
Κι αν έχεις επιζήσει από αυτή τη μάχη κι αν τα κουμπιά του παντελονιού δεν έχουν φύγει από τη θέση τους, μπορεί να πέσει στο τραπέζι η ιδέα να πας μια βόλτα για να χωνέψεις. Ναι! Να δει ο πρωτευουσιάνος την Κρήτη. Ο πρωτευουσιάνος που μετά από τέτοιο φαγοπότι θέλει caterpillar για να κινηθεί. Να πάρουμε να φάμε και κάτι στο δρόμο, παιδιά.
Για παράδειγμα, μετά από μεγάλο φαγοπότι κι αφού βρίσκομαι σε φάση που πιστεύω ότι τρέχει σαλάκι από το στόμα λες κι έχω πάθει εγκεφαλικό, κάποιος έριξε την ιδέα να πεταχτούμε μέχρι το Λασίθι, στο Δικταίο Άντρο. Ωραία ιδέα, λάθος timing.
Εξαιρετικό μέρος. Συγκλονιστική σπηλιά, αλλά συγκλονιστική και η διαδρομή μέχρι εκεί. Σημαντική σημείωση: αν γκουγκλάρεις για το μέρος θα δεις πως η σπηλιά βρίσκεται σε υψόμετρο 1.025 μέτρων κι ο εκτιμώμενος χρόνος ανάβασης είναι τα 15 λεπτά. Ψέμα, ένα μεγάλο ψέμα! Είναι μια μεγάλη ανηφόρα σε κακοτράχαλο δρόμο, οπότε υπολογίστε το διάστημα που θα χρειαστεί για την ανάβαση. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία, η επόμενη. Stay tuned, που λένε και στα Σφακιά.
”Στην Κρήτη πήγα μια φορά και το θυμάμαι χρόνια
γιατί εκεί με τάιζαν μονάχα μακαρόνια”.