Τα «αστικά» τραγούδια στην Κρήτη
ή Τι τραγουδούσε ο Κρητικός στις πόλεις; (Είντα τραγουδούσανε οι χωραΐτες;)
Ο Φουσταλιέρης και η μουσική δράση του σχετίζονται άμεσα μ’ ένα θέμα που ενδιαφέρει, εδώ και κάμποσα χρόνια, όλο και περισσότερους, κυρίως μουσικολόγους, μουσικούς και εραστές της μουσικής: τα αστικά τραγούδια της Κρήτης. Εννοούμε τα τραγούδια που, μέχρι τα τελευταία τριάντα χρόνια και κάτι, ακούγονταν στις κρητικές πόλεις και τα περίχωρά τους (τις ημιαστικές –για να κυριολεκτήσουμε– περιοχές του νησιού) και δε συνηθίζονταν παραπέρα, στα καθαρώς αγροτικά και κτηνοτροφικά χωριά, που, κάπως αποκομμένα από τις πόλεις, ανέπνεαν τη δική τους μουσική παράδοση.
Η ενασχόληση μάλιστα με το είδος συνδέεται άρρηκτα με την «ανακάλυψη του Φουσταλιέρη» λίγα χρόνια πριν «κοιμηθεί», ανακάλυψη που –άσχετα με το πώς το βλέπει ο καθένας– πράγματι δίδαξε πολλά σε αληθινούς φίλους της μουσικής και φυσικά συντέλεσε καθοριστικά στο να ασχολούμαστε εμείς εδώ με το Φουσταλιέρη, δεδομένου ότι, όταν ζούσε, οι περισσότεροι της παρέας μας ήταν ηλικιακά μικροί και πνευματικά μακριά νυχτωμένοι για την ύπαρξή του και το ανεκτίμητο καλλιτεχνικό έργο του. Δυστυχώς το φαινόμενο Φουσταλιέρης έφυγε, μαζί με την κοινωνία των μερακλήδων του καιρού εκείνου, και τώρα ψάχνουμε τα τελευταία σπαράγματα, τα θρουλάκια που θα μάσε βοηθήσουνε να σβήσομε τη δίψα μας σε μια θάλασσα καθαρότητας κι αθρωπιάς, χωρίς φυσικά ρομαντικές εξιδανικεύσεις… Ευτυχώς επιβιώνουν ακόμη κάμποσοι μερακλήδες από το φαινόμενο Σκορδαλός, Μουντάκης, κ.τ.λ., δηλαδή από την κοινωνία της επόμενης γενιάς, που όμως η μουσική της, αν και σπουδαία (γι’ αυτό και την αγαπάμε μέχρι δακρύων), είχε ήδη αρχίσει να μετασχηματίζεται σε κάτι περισσότερο αστικό, περισσότερο ανακατεμένο με τα αθηναϊκά φαινόμενα του επαγγελματισμού, του φολκλόρ, του «κοσμοπολίτικου», του «επιστημονικού» κ.τ.λ. και συνεπώς λιγότερο «καθαρό». Ας είναι. Πίσω στο θέμα μας.
Μουσική στις πόλεις και τα χωριά μας
Στα χωριά, στην ύπαιθρο, ξέρουμε πάνω κάτω τι έπαιζαν, τι τραγουδούσαν και τι χόρευαν οι Κρητικοί. Έπαιζαν λύρα, βιολί, μαντολίνο και λαούτο κατά περιοχές, μπαντούρες, χαμπιόλια και ασκομαντουρες και, στα λασηθιώτικα, τα νταουλάκια τους. Χόρευαν τους διάφορους κρητικούς χορούς (τους τοπικούς και εκείνους που ήδη από τις αρχές τους εικοστού αιώνα, και δεν ξέρουμε πόσο πιο πριν, είχαν φύγει από τα όρια της περιοχής τους και σήμερα θεωρούνται «παγκρήτιοι»), καλαμαθιανό, καθώς και μερικά «ευρωπαϊκά» (πόλκα, ταγκώ, βαλς, γιάνγκα, μπόσα νόβα) και τραγουδούσαν τις υπέροχες, αμέτρητες και πολυποίκιλες μαντινάδες τους, τον Ερωτόκριτο, ιστορικές και σατιρικές ρίμες, διάφορα αφηγηματικά τραγούδια που έλκουν τις ρίζες τους στα βυζαντινά χρόνια: του άη Γιώργη, το μοιρολόι τση Παναγίας, την Καμάρα (παραλλαγή του τραγουδιού για το γεφύρι της Άρτας), τον Κωσταντή (του νεκρού αδελφού) κ.τ.λ. –ακριτικά και παραλογές δηλαδή– καθώς και τα απαραίτητα ναναρίσματα, ταχταρίσματα, τραγούδια του γάμου, μοιρολόγια κ.τ.λ. Κατά περιοχές, φυσικά, και τα ριζίτικα.
Στις πολιτείες όμως; Μέσες άκρες έχει σχηματιστεί η εικόνα «τση χωραΐτικης μουσικής». Για να τη δούμε:
Στα «αριστοκρατικά σαλόνια» ακουγόταν κλασική μουσική, καθώς και ελαφριά και έντεχνη ελληνική μουσικής της εποχής. Τα παιδιά σπούδαζαν στα ωδεία και μάθαιναν πιάνο, βιολί και μαντολίνο, με τα οποία διασκέδαζαν. Έπαιζαν τη μουσική δωματίου τους και άκουγαν σε βεγγέρες και συναυλίες τα ανάλογα, όσο βέβαια επέτρεπαν οι συνθήκες της επαρχίας…
Η μουσική αυτή, για να είμαστε ειλικρινείς, δε μας ενδιαφέρει πολύ σ’ αυτή τη συνάφεια. Μας ενδιαφέρει αυτό που παίζανε, ακούγανε, τραγουδούσανε και χορεύανε οι πιο «λαϊκοί τύποι» των πόλεων, οι μερακλήδες που κρατούσαν μέσα τους κάτι το χωριάτικο, με την καλή έννοια, οι δυνατοί παρεάρχοι και χαροκόποι που σμίγανε και κάνανε τα μεράκια τους συναναστροφή, με κρασί, μεζέ και μουσική γεμάτη από το πηγαίο και χειμαρρώδες κέφι ή το ντέρτι τους. Παρέες στις ταβέρνες, στα καφενεία, στα μικρομάγαζα (ακόμη και εμπορικά, όπου ο άλλος έπαιζε ευκαιριακά το μπουλγαρί του) και φυσικά στα σπίθια. Και, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα αναφερθούμε στον τόπο του Φουσταλιέρη και τόπο μας, το Ρέθεμνος. Τι γινότανε στα υπόλοιπα αστικά κέντρα, ιδίως της ανατολικής Κρήτης, ας το γράψουν εκείνοι που πρέπει (βλ. ωστόσο για το Ηράκλειο τη μελέτη του καθηγητή Γιάννη Ζαϊμάκη Καταγώγια ακμάζοντα – Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στο Λάκκο Ηρακλείου, 1900-1940, εκδ. Πλέθρον 1999).
Η εξαίρετη Ρεθεμνιώτισσα συγγραφέας κα Μαρία Τσιριμωνάκη (η ίδια θα με μαλώσει αν δει πως την αναφέρω ως συγγραφέα, αλλά έχει τρία βιβλία για το παλιό Ρέθεμνος στο ενεργητικό της) μού ’χε πει πως στην Αρναουτιά (λαϊκή συνοικία του Ρεθέμνους) δε διασκεδάζανε με πιάνα και μαντολίνα σαν τα παιδιά του «καλού κόσμου», αλλά του δίνανε και καταλάβαινε με λύρες, τόσο διονυσιακά, που, τσι Μεγάλες Αποκρές, εκλείνανε με χαρτόνια τα παραθύρια, για… να καθυστερήσουνε το ξημέρωμα και να συνεχίσουνε να γλεντούνε!
Σερτά, πεντοζάλης (σιγανός και πηδηχτός), μαλεβιζώτης και σούστα σίγουρα ήταν στην ημερησία διάταξη, όταν ήτανε να χορέψει, ή και να τραγουδήξει, η παρέα. Ιδίως τα σερτά κι οι κοντυλιές του σιγανού εβοηθούσανε και για το τραγούδι, χωρίς χορό.
Οι ηχογραφήσεις των Ρεθεμνιωτών μουσικών της πρώτης γενιάς του 20ού αιώνα, όπως του Καρεκλά, του Φουσταλιέρη, του Λαγού και φυσικά του Ροδινού, επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες άλλων μουσικών και γλεντιστάδων που φτάξανε εκείνη την εποχή, όπως ο αξέχαστος Μανώλης Σταγάκης, και διασώζουν μνήμες για το γέρο Πίσκοπο, το Νικήστρατο κι άλλους μουσικούς που δεν αφήσανε δίσκους και που παίζανε κι εκείνοι τα ίδια πράγματα. Άλλωστε ο Καρεκλάς ήταν ο μεγάλος μάστορας της σούστας, και επιπλέον όλοι αυτοί δεν παίζανε μόνο στο Ρέθεμνος και τα Περβόλια, τ’ Αδελοπήγια ή τα Μικρά Ανώγεια ή τα Μετόχια και το Ατσιπόπουλο, την Αργυρούπολη κ.τ.λ. (ήδη έχω ξεμακρύνει αρκετά απ’ το Ρέθεμνος), αλλά πηγαίνανε και στο Μυλοπόταμο και τον Άη Βασίλη και στον Αποκόρωνα (Αποκόρωνας και χωριά του δυτικού Ρεθέμνους εμοιράζουντανε την παράδοση του σερτού άγνωστο από πόσο παλιά) και παίζανε και με μουσικούς απ’ όλη αυτή την περιοχή. Ψύλλος, Κουρκουλός, Γιουλούντας, Ξηραδογιώργης, Τερζιδογιάννης, Μαρκογιώργης, Παντελής Ξαμωνάκης κι ένα ολόκληρο πλήθος ακόμη συνθέτουν το μωσαϊκό στο οποίο συμμετείχαν ο Μπαξεβάνης, ο Χαρίλαος (εν Ελλάδι), ο Κουφιανός, ο Καντέρης κι ένα σωρό άλλοι, που βγάνανε το μερακλίκι στα ύψη.
Έχουμε λοιπόν μια μεγάλη γκάμα μουσικών ακουσμάτων κοινών με τα χωριά. Εκτός απ’ αυτά όμως, κι εδώ είναι η ιδιαιτερότητα του πράγματος, έχουμε κι ένα ολόκληρο είδος τραγουδιών που, αφενός, δε χορεύονται αλλά προσφέρονται για τραγούδι, και, αφετέρου, παίζονταν στις πόλεις και τα περίχωρα και όχι στην κρητική «ενδοχώρα». Αυτά τα τραγούδια είναι τα «αστικά» μας, που δεν είναι ρίμες ούτε ριζίτικα ούτε αφηγηματικά τραγούδια, αλλά συγκροτούν για την Κρήτη ένα μουσικό είδος αντίστοιχο με το σμυρναίικο και το ρεμπέτικο, με τα οποία σίγουρα επικοινώνησαν δημιουργικά. Αυτά τα τραγούδια τα παίζανε και τα τραγουδούσαν οι μερακλήδες του Ρεθέμνους και των γύρω χωριών (πάρα πολύ μάλιστα στα Περβόλια), και μάλιστα με διάφορες μαντινάδες κατά περίσταση κι όχι πάντα με τις παγιωμένες και καθιερωμένες πλέον λόγω των ηχογραφήσεων. Ήταν σκοποί, πάνω στους οποίους τραγουδούσαν όποια μαντινάδες τους εξέφραζε κάθε στιγμή και φυσικά στο τραγούδι συμμετείχαν όλοι όσοι διέθεταν τις ανάλογες δυνατότητες στις φωνητικές χορδές, που ήταν αληθινά πάρα πολλοί και βγάνανε την ευαισθησία, την καλαισθησία και τη λεπτότητα του γούστου και των προτιμήσεων στα ύψη.
Επειδή δε ζήσαμε τις παλιές ρεθεμνιώτικες παρέες στο φόρτε τους, είναι λίγο δύσκολο να περιγράψουμε το τι γινόταν ή να απαριθμήσουμε τα τραγούδια μέχρι το τελευταίο. Για να δούμε τι έχουμε μάθει ή καταλάβει για όλ’ αυτά τα πράγματα.
Τα αστικά τραγούδια
Από τα παλιά σωζόμενα αστικά κρητικά τραγούδια περίφημα ήταν και είναι ο βαρύς Ρεθεμνιώτικος, ο βαρύς Πισκοπιανός (προφανώς από την Επισκοπή Ρεθύμνου), ο Χαλεπιανός μανές κι ο Σταφιδιανός.
Το βαρύ ρεθεμνιώτικο τον ηχογράφησαν το 1938 οι Μανώλης Λαγουδάκης (Λαγός) και Μπαξεβάνης και, τη δεκαετία του 1970, οι Λεων. Κλάδος – Μαν. Κακλής και Ν. Ξυλούρης (στο δίσκο «Τα που θυμούμαι τραγουδώ» με τους Κουτσουρέληδες και τίτλο «Δακρύζω με παράπονο»), το βαρύ πισκοπιανό οι Θαν. Σκορδαλός και Μπαξεβάνης το 1949, το νενέ μου ο Γιώργος Κουτσουρέλης, στα Χανιά, αργότερα και με το Ν. Ξυλούρη («Τα που θυμούμαι τραγουδώ») κ.ά., ενώ στο είδος συγκαταλέγονται και τα τραγούδια Πάρε καρότσα κι έλα, Καναρίνι μου γλυκό, Φιλεντέμ και πολλά άλλα, καθώς και τα τραγούδια που ηχογράφησε το 1939 ο γνωστός ρεμπέτης συνθέτης Παναγιώτης Τούντας με το Γιάννη Μπαξεβάνη: Θα σε κάνω μενεξέ, Ώχ μικρό μελαχρινό, Άσπρο περιστέρι μου και Αμάν Μαριώ.
Από αυτά, το Πάρε καρότσα κι έλα διασκευάστηκε από τον Κ. Μουντάκη με τίτλο Πύργος τσ’ αγάπης, η Πονεμένη καρδιά και το Καναρίνι από το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη (Μαρκοβαγγέλη), με τίτλους Αμέτε με στην εκκλησιά και Νυχτοπούλι κάθ’ αργά (τραγουδεί ο Ν. Μανιάς), ενώ ο Ν. Μανιάς ηχογράφησε το Άσπρο περιστέρι μου με τίτλο Όσα ψαράκια βόσκουνται, και άλλοι άλλα.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και το κύμα Μικρασιατών προσφύγων που ήρθε στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στο Ρέθεμνος, ήρθε και το μικρασιάτικο τραγούδι που σίγουρα τραγουδήθηκε και επηρέασε τους ντόπιους μερακλήδες. Άλλωστε οι Μικρασιάτες μερακλήδες σύντομα έγιναν κι αυτοί ντόπιοι. Έτσι, βρίσκούμε μουσικούς όπως ο Γιάννης ο Αρμένης με το ούτι του κι ο Μιχαλάκης Αραμπατζόγλου με το σαντούρι να συνοδεύουν το Φουσταλιέρη και τον Καρεκλά. Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια ανθολογήθηκαν στον ψηφιακό δίσκο «Μνήμες Ρεθυμνίων Μικρασιατών», από τον ομώνυμο σύλλογο, το 2000, ανάμεσα στα οποία ο Τσακιτζής, το Ράτα ράτα, που τραγουδιόταν στο Ξηρό Χωριό, λίγο έξω απ’ το Ρέθεμνος, κι ο μανές Πάθος (αναφέρω τρία από τα μεγαλοπρεπέστερα), που τον έλεγε ο γέρο Τσομπανάκης, άνθρωπος που ξεψύχησε τραγουδώντας στην κλίνη ντου ένα μανέ. Οι μουσικές ενώθηκαν, οι άνθρωποι ενώθηκαν, οι ανοιχτόκαρδοι κι ανοιχτόμυαλοι μερακλήδες ξεπέρασαν τις προκαταλήψεις των δύσκολων και τραυματικών εκείνων καιρών και βγάλανε την αγία αθρωπιά στα ύψη!
Ο Φουσταλιέρης, ιδίως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, μετά και τη συνεργασία του με τους ρεμπέτες του Πειραιά (1933-37), αναδείχθηκε στον κυριότερο εκπρόσωπο του αστικού κρητικού τραγουδιού, τουλάχιστον για το Ρέθεμνος. Τότε ηχογραφήθηκαν πολλά από τα γνωστά και σήμερα τραγούδια, κυρίως με τη ρωμαλέα φωνή του Μπαξεβάνη, αλλά και τη χαϊδεμένη φωνή του Γιώργη Τζαγκαράκη (Τζιμάκη), του επίσης μεγάλου τραγουδιστή της εποχής, που έφυγε το Φλεβάρη του 2005.
Τότε ηχογραφήθηκαν, μεταξύ άλλων, ο χαλεπιανός μανές (πιο γνωστό με τον τίτλο Τα βάσανά μου χαίρομαι, ηχογραφημένο στη συνέχεια και από το Θανάση Σκορδαλό με τον τίτλο Ούλοι μου λένε γιάειντα κλαις, και ανάλογους στίχους), Πονεμένη καρδιά (πιο γνωστό με τον τίτλο Σαν είχες άλλο στην καρδιά), Όσο βαρούν τα σίδερα (και από Θ. Σκορδαλό, με άλλους στίχους υπό τον τίτλο Αμανές, αλλά και από το Ν. Ξυλούρη), το Μερακλίδικο πουλί (και από Θ. Σκορδαλό), Όσο σιμώνει ο καιρός (διασκευάστηκε αργότερα από τον Κ. Μουντάκη με τίτλο Οι πέντε μερακλήδες), Στ’ αραχνιασμένο μνήμα μου, Σαν δεις αγάπης δάκρυα κ.λ.π.
Τα τραγούδια αυτά φυσικά, εκτός από τους μουσικούς για τους οποίους ήδη μιλήσαμε, ηχογραφήθηκαν πολλές φορές και από άλλους, σύγχρονους ή μεταγενέστερους, περισσότερο ή λιγότερο διασκευασμένα.
Ίχνη για τις ρίζες μερικών τραγουδιών
Από μουσικής απόψεως τα αστικά κρητικά τραγούδια διαθέτουν μελωδίες άλλες πρωτότυπες και άλλες βασισμένες σε επεξεργασμένα μικρασιατικά, νησιώτικα ή και ανατολίτικα πρότυπα, οι οποίες, όλες (το ίδιο το είδος ως όλον), ανήκουν στην οικογένεια της βυζαντινής μουσικής, όπως και η κρητική και γενικότερα η ελληνική παραδοσιακή μουσική στο σύνολό της. Ο χαλεπιανός μανές, για παράδειγμα, είναι μια μελωδία διαδεδομένη στην ανατολική Μεσόγειο και ίσως η ονομασία του δε σχετίζεται με κάποια Χαλέπα (των Χανίων π.χ.), αλλά με το Χαλέπι της Συρίας, στην οποία επίσης θεωρείται παραδοσιακό, ενώ σχετίζεται με τη μουσική του το τραγούδι Η Κρητικιά, που ηχογραφήθηκε στη Σμύρνη το 1908. Αυτό βέβαια δείχνει ότι το τραγούδι εκεί το θεωρούσαν κρητικό. Άλλωστε, για να θυμηθούμε τον εμβριθή ερευνητή του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη, «είναι βέβαιο ότι η πρόωρη ανάπτυξη του Ηρακλείου, των Χανίων, και του Ρεθύμνου σε σχέση με αυτή της Σμύρνης, του κυριώτερου χώρου παραγωγής ελληνικού πολιτισμού, και η εγκατάσταση πληθυσμών κρητικής προελεύσως κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα εκεί, πρέπει να μετέφερε και τις πολιτισμικές λειτουργίες, που με το πέρασμα των χρόνων ενσωματώθηκαν στο σμυρνέικο τραγούδι σαν κρητικό ιδίωμα» (Παναγιώτης Κουνάδης, εισαγωγή στη συναυλία του Μάνου Μουντάκη «Κρήτη-Μικρά Ασία, Μουσικοί Διάλογοι», Ρέθυμνο 26.8.98).
Το Όσο βαρούν τα σίδερα πιθανότατα είναι σύνθεση του Φουσταλιέρη, αλλά η πρώτη μαντινάδα του είναι γνωστή και από τη Μικρά Ασία (Βαρύτερα απ’ τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα…) και από άλλες ελληνικές περιοχές. Η μελωδία της Πονεμένης καρδιάς εντοπίζεται στη Μικρά Ασία, στις Οινούσσες, στην Πόλη και αλλού και ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Καρίπη (με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ) το 1936 και από το Φουσταλιέρη το 1940, σε δίσκο όπου έπαιζε κιθάρα ο Καρίπης!
Το πασίγνωστο (λόγω κυρίως του Ν. Ξυλούρη) Φιλεντέμ ήταν παλαιότερα τόσο γνωστό, που ο Βρετανός πράκτορας στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε λάβει από τους Κρητικούς το παρατσούκλι «ο Φιλεντέμ», από την αγάπη του σ’ αυτό το τραγούδι, ενώ και μια αμερικανική κινηματογραφική ταινία (ελληνικός τίτλος «Συνάντηση τα μεσάνυχτα») με θέμα την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην οποία απαγωγή πρωταγωνίστησε ο Λη Φέρμορ, είχε μουσικό σήμα το Φιλεντέμ, διασκευασμένο. Για το Φιλεντέμ λοιπόν ο Στέλιος Φουσταλιέρης είχε δηλώσει ότι το είχε μάθει ο ίδιος από το πλήρωμα ενός τουρκικού φορτηγού πλοίου που είχε δέσει στο λιμάνι του Ρεθέμνους. Το τραγούδι αναφερόταν στον αιμοσταγή Εντέμ πασά, τον οποίο προσφωνούσε «φίλε Εντέμ» (= «φιλεντέμ») και τον καλούσε να μετριάσει τις σφαγές του κατά των χριστιανών, τουλάχιστον όσο διαρκούσε το ραμαζάνι (η μεγάλη νηστεία των μουσουλμάνων). Ο Φουσταλιέρης άλλαξε τους στίχους, αλλά θεωρούσε το τραγούδι ιδιαίτερα σοβαρό και δραματικό, ενώ το 1947 το ηχογράφησε ο Θαν. Σκορδαλός με τίτλο «Φιλεντέμ – Μια τουρκοπούλα στο τζαμί» και κατόπιν, με τους γνωστούς πλέον στίχους, ο Νίκος Ξυλούρης. Γεγονός είναι ότι σώζεται ιδιωτική ηχογράφηση του Φουσταλιέρη που τραγουδάει το «Φιλεντέμ» στα τούρκικα.
Ο σταφιδιανός σκοπός αποδίδεται στον πλούσιο Χανιώτη Τουρκοκρητικό σταφιδέμπορο Μεχμέτ Σταφιδάκη, που πέθανε το Μάη του 1908 σε ηλικία σαράντα χρονών (βλ. λεπτομέρειες για την περίπτωσή του και το θρύλο που τον συνοδεύει στο βιβλίο του Γιάννη Τσίβη Χανιά 1252-1940, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993, σελ. 113-114). Κατά τη σχετική παράδοση ο Σταφιδάκης ήταν μαντιναδολόγος και δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί, μερακλής και αισθηματίας. Πέθανε από φυματίωση, τραγουδώντας το σταφιδιανό, λόγω της παθολογικής μελαγχολίας που του είχε προκαλέσει η είδηση πως η αγαπημένη του σύζυγος τον απατούσε.
Πιθανότατα η ιστορία είναι αληθινή. Οι Φουσταλιέρης και Μπαξεβάνης ηχογράφησαν το σταφιδιανό το 1938 με τον τίτλο Χανιώτικος σταφιδιανός (άλλωστε και στα Χανιά γίνονταν μεγάλες παρέες με αστικά ακούσματα). Όμως υπάρχουν δυο αντίθετες ενδείξεις: όπως θα δούμε παρακάτω, οι Τουρκοκρητικοί δεν τον γνώριζαν, ενώ, από την άλλη, ο σταφιδιανός τραγουδιόταν μετά μανίας στο Ρέθεμνος και τα Περβόλια και η βασική του μαντινάδα, με την οποία τον ηχογράφησαν οι Φουσταλιέρης και Μπαξεβάνης, ήταν:
Μα ο σταφιδιανός σκοπός παλιώνει μα δε λιώνει
κι απού ’χει αγάπη στα κρυφά, αυτός τη φανερώνει.
Η μαντινάδα αυτή υπονοεί ότι το τραγούδι είναι πολύ παλιό, όχι δημιούργημα ενός μουσικού που πέθανε το 1908 και που «οι γονέοι μας τόνε θυμούνται». Άρα, ίσως ο Σταφιδάκης να ήταν απλώς μάστορας στο παίξιμο του σταφιδιανού αλλά όχι δημιουργός του, και το όνομα του σκοπού να είναι απλή σύμπτωση. Όπως και να το κάνουμε, δε μπορούμε να ξέρουμε την αλήθεια.
Ο σταφιδιανός ηχογραφήθηκε σε δίσκους γραμμοφώνου (78 στροφών) από τα σπουδαία ρεθεμνιώτικα δίδυμα Καρεκλά – Φουσταλιέρη το 1937 και Φουσταλιέρη – Μπαξεβάνη το 1938. Και οι δύο ηχογραφήσεις, αλλά ξεχωριστά η πρώτη, αποδίδουν με αξεπέραστη αυθεντικότητα το ύφος της ρεθεμνιώτικης παρέας του καιρού τους, δηλαδή (τόσο απλά και τόσο σπουδαία) το ύφος των μουσικών που τις πραγματοποίησαν. Αργότερα ηχογραφήθηκε με άλλους στίχους και από τον Κώστα Μουντάκη (δίσκος «Έτσι τραγουδάει η Κρήτη νο1») και από άλλους Κρητικούς μουσικούς.
Η συμβολή των Τουρκοκρητικών
Γενικά είναι σχεδόν αδύνατο να εξακριβώσουμε κατά πόσον οι Τουρκοκρητικοί συνέβαλαν στη διαμόρφωση του αστικού τραγουδιού στην Κρήτη. Υπήρχαν βέβαια οι Μεβλεβήδες στα Χανιά (οι «στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες»), αλλά η μουσική τους επηρέασε τους «Κρητικούς Τούρκους»; Σημειωτέον ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, εκτός από στρατιωτικούς και διοικητικούς υπαλλήλους και από κάποια δερβισικά τάγματα, αποτελούνταν στη συντριπτική του πλειοψηφία από εξισλαμισμένους Κρητικούς. Συχνά εξισλαμισμένους φαινομενικά –τουλάχιστον στην πρώτη γενιά– αν και αργότερα πολλοί κατέληξαν φανατικοί και αδίστακτοι μουσουλμάνοι. Άλλοι όμως παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί και κάποιοι απ’ αυτούς εκδηλώθηκαν σε καιρούς επαναστάσεων, όπως ο Μιχάλης Κουρμούλης και οι άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου. Όλοι αυτοί, αν και ασπάστηκαν την ισλαμική θρησκεία, λόγω των φρικτών συνθηκών ζωής των ραγιάδων, όμως δεν άλλαξαν ιδιαίτερα τη γλώσσα τους ούτε τη στάση τους απέναντι στη ζωή, γι’ αυτό και οι «γνήσιοι Τούρκοι» τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «μπουρμάδες» (=γυρισμένους, δηλ. εξωμότες). Αυτό εξάλλου έγινε φανερό όταν το κύμα των Τουρκοκρητικών έφθασε στη Μικρά Ασία, με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, φέροντας τα κρητικά επώνυμα (που υποχρεώθηκαν να τα αλλάξουν) και την άπταιστη κρητική διάλεκτο, τις μαντινάδες κ.τ.λ. βλ. Ι. Κονδυλάκη, Οι Τουρκοκρητικοί, Π. Πρεβελάκη, Το Χρονικό μιας Πολιτείας, Ν. Αγγελή, Τα Ενεψίζικα κ.λπ.
Έτσι, οι Τουρκοκρητικοί έπαιζαν, τραγουδούσαν και χόρευαν ό,τι και οι «ρωμιοί» (=χριστιανοί) συμπατριώτες τους. Λύρα, βιολί, μπουλγαρί και μαντολίνο κελαηδούσαν στα χέρια τους (ο βιολάτορας Μουσταφά Καραγκιουλές κι ο οργανοποιός Αμπντούλ Καλημεράκης, με τα περίφημα λυράκια του, πιστοποιούν του λόγου το αληθές), ενώ χόρευαν τους κρητικούς χορούς, τραγουδούσαν Ερωτόκριτο και μαντινάδες και στιχουργούσαν ρίμες για τα δικά τους παληκάρια!
Όμως… μερικά πολύ σημαντικά στοιχεία έρχεται να δώσει η μελέτη του Chris Williams, καθηγητή του τμήματος Μοντέρνων Ελληνικών Σπουδών του King’s College στο Λονδίνο με γενικό τίτλο «The Cretan Muslims and the Music of Crete» που δημοσιεύεται στο Greece and the Balkans: Identities, Perceptions and Cultural Encounters Since the Enlightenment.
Ο συγγραφέας, αφού επιβεβαιώνει για ακόμα μία φορά ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων Κρητών προερχόταν από τον τοπικό πληθυσμό (σελ.209) και φέρνει ως παράδειγμα την «επιβίωση» της μαντινάδας και του Ερωτόκριτου στον πληθυσμό των Giritli (δηλ. Κρητικών –όπως αυτοαποκαλούνται οι Τουρκοκρητικοί), εξάγει μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
- Παρατηρεί ότι λανθασμένα επικρατεί η άποψη ότι η μουσική των Τουρκοκρητικών είναι περισσότερο τουρκική παρά κρητική (σελ. 210).
- Θεωρεί ότι οι Τουρκοκρητικοί έχουν στη μνήμη τους την κατάσταση της κρητικής μουσικής των αρχών του αιώνα, δηλαδή όπως καταγράφεται στις πρώτες ηχογραφήσεις. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναφέρουν τη σούστα (sousta) και τον πεντοζάλη (pentozalis). Λιγότερο αναφέρουν τον συρτό (sirtos), ενώ ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ερωτόκριτου στις αφηγήσεις τους. (σελ. 210)
- Ως μουσικά όργανα αναφέρουν τη λύρα [lyra – η λέξη που χρησιμοποιήθηκε ήταν πάντα lira, ο όρος Girit lirasi μεταφράζεται ως κρητική λύρα (σ.σ. μάλλον «λυρατζή» εννοεί εδώ) ενώ ο όρος kemence (η λύρα στα τούρκικα) δε χρησιμοποιήθηκε καθόλου] και το μαντολίνο. Κανένας δεν ανέφερε το λαούτο, το βιολί και το μπουλγαρί, παρόλο που χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη πολύ πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών (σελ. 210-211).
- Στη σελίδα 211 αναφέρεται ότι πασίγνωστα σημερινά ακούσματα όπως τα συρτά του Ροδινού, ο σταφιδιανός και το Όσο βαρούν τα σίδερα τους είναι τελείως άγνωστα. Η προφανής άγνοια των αστικών τραγουδιών κρίνεται από το συγγραφέα ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ανατρέπει την (σε πολλούς) επικρατούσα αντίληψη ότι τα τραγούδια αυτά αντιπροσωπεύουν τη μουσική κουλτούρα των Τουρκοκρητικών. Εδώ αναφέρεται ότι και στις δυο πλευρές του Αιγαίου οι Κρητικοί συμμετέχουν σε γάμους, γλέντια κ.λ.π. Η ιδέα της συναυλίας (concert) φαίνεται να είναι άγνωστη (σ.σ. εννοεί μάλλον τη μουσική της ταβέρνας).
Στη σελ. 211 έχει μια υποσημείωση που αφορά στο μπουλγαρί. O Charles Edwardes στο Letters from Crete, Letters written during the spring of 1886, (σ.σ. Γράμματα από την Κρήτη, Γράμματα γραμμένα την άνοιξη του 1886) Λονδίνο 1887, σελ.191 αναφέρει «τον Γεώργιο και τη μικρή λύρα του, το «μπουλγαρί» όπως ο ίδιος το αποκαλεί, το οποίο κρεμάει από ένα καρφί στον τοίχο» (σ.σ. πιθανόν ο άνθρωπος εκείνος έπαιζε μπουλγαρί, αλλά ο περιηγητής δεν το γνώριζε και το θεώρησε λύρα).
Στη σελίδα 215 αναφέρεται ότι το Τα βάσανα μου χαίρομαι (σ.σ. ο χαλεπιανός) φαίνεται να έχει «δανειστεί» μελωδίες από το παραδοσιακό τούρκικο τραγούδι «Ada Sahillerinde bekliyorum», ενώ συμπληρώνει ότι για το σταφιδιανό δεν έχει καταγράψει κάτι παρόμοιο.
Ο C. Williams θεωρεί ότι η κρητική μουσική όπως την ξέρουμε σήμερα διαμορφώθηκε κυρίως από τους Χαρίλαο, Ροδινό και Φουσταλιέρη (εξηγεί αναλυτικά), ενώ μια πολύ ωραία ιστορία βρίσκουμε στις σελ. 216-17: Ο Haldun Menemencioglu στο Study of the Klasik Kemence αναφέρει τον Giritli Ali (τον Κρητικό Αλή δηλαδή) ο οποίος μας λέει ότι γύριζε τους δρόμους της Πόλης τη δεκαετία του 1940 παίζοντας ένα tok sesli (με βαθύτερο ήχο δηλαδή) kemence (μάλλον κρητική λύρα!). Ο συγγραφέας, παρόλο που έψαξε σχετικά, καμιά αναφορά ή ηχογράφηση δεν βρήκε από τον Κρητικό Αλή. Μια πληροφορία όμως που του δόθηκε από το νησί Cunda έλεγε ότι ένας Κρητικός ονόματι Αλή εξαφανίστηκε από το σπίτι του στο Αϊβαλί στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ο Αλή ήταν λυράρης…
Άλλα τραγούδια
Ας επιστρέψουμε στα αστικά τραγούδια…
Ίσως πρέπει να εντάξουμε στα ευρύτερα πλαίσια του είδους και τα ρεμπέτικα που ηχογράφησε από το 1920 ο κορυφαίος Αποκορωνιώτης λυράρης Χαρίλαος Πιπεράκης (1892-1981), ο οποίος βέβαια έδρασε και ηχογράφησε στις Η.Π.Α, αλλά έπαιξε πολλές φορές και στην Κρήτη, ενώ αρκετά χρόνια πριν πεθάνει επέστρεψε στο χωριό του, το Ξηροστέρνι, και συμμετείχε σε πολλές παρέες με το γνωστό του παιχνιδιάρικο ύφος και το χαρακτηριστικό ρεπερτόριο.
Επίσης, το 1951 ηχογράφησε στην Αμερική ο εξαίρετος Αλέκος Καραβίτης το τραγούδι Είντά ’χεις, γιασεμάκι μου, στα πρότυπα των αστικών τραγουδιών (παρόλο που ο ίδιος ήταν κυρίως φορέας την μουσικής παράδοσης της υπαίθρου). Δεν ξέρουμε αν η μουσική του τραγουδιού ήταν δική του σύνθεση. Στην επόμενη γενιά Κρητικών μουσικών (την «κλασική γενιά») δημιουργήθηκαν επίσης τραγούδια στα πρότυπα των παλαιότερων αστικών («τραγούδια της παρέας» ή «της ταβέρνας» ή «τραγούδια μερακλίδικα» τα ονομάζουν), με πιο γνωστό το τραγούδι του Μαρκοβαγγέλη Πες μου και γιάειντα τη χτυπάς, με τραγουδιστή το Νίκο Μανιά (δίσκος «Κρητική Λεβεντιά»), ενώ ο Μαρκοβαγγέλης είχε ηχογραφήσει και το Σ’ ένα κλαδί του μενεξέ με τον εξαίρετο λυράρη από το Σπήλι Γιώργο Καλογρίδη.
Άλλα τραγούδια, το Κρητικό ακρογιάλι και το Καλύτερα στη μαύρη γη του Θαν. Σκορδαλού, διάφορα καλαματιανά και πολλά άλλα, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στην κρητική δισκογραφία μέχρι και σήμερα, αν και πλέον οι πληθυσμοί χωριών και πόλεων έχουν αναμιχθεί καταλυτικά (ολοκληρώθηκε η αστυφιλία της δεκαετίας του 1960), από χρόνια δεν υπάρχει πια ιδιαίτερο ύφος χωριού και πόλης, ενώ οι παρέες στις ταβέρνες, με την ισότιμη συμμετοχή ορχήστρας και μερακλήδων, έχουν αντικατασταθεί από τις εξελιγμένες μικροφωνικές και το πάλκο.
«Ταμπαχανιώτικα»;
Μια τελευταία παρατήρηση. Όλα αυτά τα «μερακλίδικα τραγούδια» έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια να ονομάζονται «ταμπαχανιώτικα». Ο όρος προέρχεται από την τούρκικη λέξη ταμπαχανέδες (=βυρσοδεψία) και υπήρχε ιδίως στη Σμύρνη, όπου η ανάλογη συνοικία ονομαζόταν Ταμπάχανα, ενώ καταγράφεται στη σμυρνέικη μουσική παράδοση ο Ταμπαχανιώτικος μανές, που ηχογραφήθηκε πολλές φορές και από διάφορους καλλιτέχνες. Στην Κρήτη όμως ο όρος δε φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε όταν τα τραγούδια αυτά ήταν εν χρήσει (όταν δηλαδή λειτουργούσαν στην ακμή τους οι παρέες των μερακλήδων που τραγουδούσαν στις ταβέρνες των πόλεων και των κοντινών χωριών ή στις αυλές και τα σπίθια τους) και μάλλον «πέρασε» σε μας από παρανόηση, που οφείλεται σε μια σημείωση στην τελευταία σελίδα του ένθετου βιβλίου στην κλασική πλέον αρχειακή δισκογραφική έκδοση «Οι Πρωτομάστορες». Εκεί μάλιστα αναφέρεται άστοχα ότι «ταμπαχανάδες» λέγονταν στα τούρκικα τα σανατόρια, πράγμα ανακριβές, και συνδυάζεται το υποτιθέμενο όνομα των τραγουδιών με τον πόνο των φυματικών (τροφίμων των σανατορίων), λόγω του πάθους και του ψυχικού πόνου που αναδίδουν.
Η φυματίωση θα λέγαμε συμπτωματικά πως είχε έναν ερωτικό συμβολισμό: επειδή συχνά προκαλούνταν από τον υποσιτισμό (ή τουλάχιστον εκεί αποδιδόταν, επειδή ο φυματικός ήταν χλομός, ασθενικός κ.τ.τ.), οι παλιοί Κρητικοί θεωρούσαν ότι ο έρωτας, με την ανορεξία και το γενικό «μαρασμό» που προκαλούσε λόγω της «στέρησης» του αγαπημένου ή της αγαπημένης (σκληρά τα ήθη της εποχής), ήταν μια από τις αιτίες της φυματίωσης για πολλούς νέους και νέες. Έτσι σε έντονο ψυχικό «πάθος» (δηλαδή μεγάλη αγάπη, και μάλιστα για τη λύρα) αποδίδεται από λαϊκό μύθο η φυματίωση του Ροδινού, ενώ ήδη έχουμε αναφέρει και την περίπτωση του Σταφιδάκη. Επίσης οι αδύναμες κοπέλες, εύθραυστες και ανυπεράσπιστες (επομένως ερωτικές), ήταν από τις ομάδες υψηλού κινδύνου για τη φυματίωση…
Παρόλα αυτά η σύνδεση των αστικών τραγουδιών με τη φυματίωση, τα σανατόρια κ.λ.π. και με την ονομασία ταμπαχανιώτικα δε φαίνεται να ευσταθεί καθόλου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο σπουδαίος Σπηλιανός λαγουθιέρης Γιάννης Μαρκογιαννάκης μας είπε πως άκουσε τη λέξη ταμπαχανιώτικα μόλις το 2004, που εξέδωσε τον ομώνυμο δίσκο του ο Λάμπης Ξυλούρης!
του Θοδωρή Ι. Ρηγινιώτη
με τη συνδρομή του Κώστα Βασιλάκη