γράφει ο Θοδωρής Ρηγινιώτης
Αναδημοσίευση από το παλιό cretan-music.gr (2005)
Εδώ και λίγα χρόνια οι λέξεις «επανάσταση» και «επαναστατικά τραγούδια» έχουν αποχτήσει μια πολύ συγκεκριμένη έννοια στο χώρο της κρητικής μουσικής. Η έννοια αυτή όμως δεν είναι εθνική (όπως την εποχή των μεγάλων αγώνων για την ελευθερία της πατρίδας) ούτε πολιτική (όπως την περίοδο των αγώνων για τη δημοκρατία στην Ελλάδα), αλλά εμπορική και συνδέεται άμεσα με την οχλαγωγία στο γλέντι και με το καινούργιο είδος τραγουδιών που, πάνω σε «απλοποιημένες» παλιές μελωδίες, αναφέρονται σε πράξεις και καταστάσεις «εκτός νόμου» (χρησιμοποιώ τεχνικούς όρους και το κείμενό μου είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, επιστημονικό ‘περιγράφω τι συμβαίνει, δεν το κρίνω).
Είναι φυσικό βέβαια ότι οι πολλοί άνθρωποι έχουν την ανάγκη ν’ ακούσουν τέτοια τραγούδια και τέτοια «συνθήματα» (σλόγκαν), για να εκφράσουν τον τρόπο ζωής τους και για να νιώσουν, πιθανόν, δικαιωμένοι μέσα σε μια κοινωνία που πιστεύουν ότι τους έχει θέσει στο περιθώριο. Άλλοι, πάλι, ιδίως έφηβοι, αλλά όχι μόνο, προσπαθούν να νιώσουν σημαντικοί (νομίζουν, λανθασμένα, ότι με την απλή κανονική ζωή τους είναι «ασήμαντοι») μιμούμενοι στη φαντασία τους πρότυπα που συνδέονται με παραβατικές (παράνομες) καταστάσεις.
Δυστυχώς οι καταστάσεις αυτές και για τους ίδιους τους ανθρώπους που τις ζουν και για τις οικογένειές τους, αλλά και για την Κρήτη γενικότερα, προκαλούν μεγάλα προβλήματα. Μπορεί να συνδέονται με εύκολα χρήματα, αλλά συνδέονται επίσης και με βία, φυλακές, άγχος και αρρωστημένη ψευδαίσθηση υπεροχής («καπετανιλίκι»). Και, όταν αυτά βαραίνουν τους ίδιους τους ανθρώπους που τα επιλέγουν, ας πούμε ότι είναι «μικρό το κακό», συνήθως όμως βαραίνουν και τις οικογένειές τους, το μέλλον των παιδιών τους και πλήθος αθώων ανθρώπων που πέφτουν θύματα μιας τρομοκρατίας χωρίς λόγο: τίποτα δεν έχει να κερδίσει κανείς, εκτός από λεφτά που θα ξοδευτούν σε σπατάλες χωρίς νόημα και ουσία (αυτή η ουσία και το νόημα ήταν που ενδιέφερε τόσο πολύ τους παλιούς μας και τόσο λίγο εμάς).
Από πλευράς ωστόσο των μουσικών που ηχογραφούν αυτά τα τραγούδια, των δισκογραφικών εταιριών που τα διακινούν και των ραδιοφωνικών σταθμών που τα προωθούν, τα κίνητρα είναι πολύ αμφίβολα. Οι ακροατές νομίζουν ότι χρειάζονται να τ’ ακούνε (νομίζουν είπα), οι έμποροι του είδους όμως, «καλοί» ή «κακοί», σκοπεύουν πουθενά αλλού εκτός απ’ το συμφέρον τους;
Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε, να μιλήσουμε για το επαναστατικό τραγούδι στην Κρήτη.
Επανάσταση και επαναστάτες
Ευτυχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια τα πράγματα στην Ελλάδα (την πατρίδα μας, αν θυμάστε) έχουν ηρεμήσει. Δεν είμαστε σκλάβοι κανενός, εκτός από τα ελαττώματά μας και τις πολυεθνικές που ρυθμίζουν τη ζωή μας. Αυτό όμως δεν είναι ίδια σκλαβιά με το ζυγό στους Τούρκους, τους Ενετούς ή, πιο πρόσφατα, τους Γερμανούς ναζί.
Για να φανεί η διαφορά, παραθέτω ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από την «Ιστορία της Κρήτης» του Ιωάννη Μουρέλλου, αναφερόμενο στην Τουρκοκρατία:
«Τραγικότατες είναι οι άπειρες σκηνές που ξετυλίγονταν στα κονάκια και τους πύργους των Γιανιτσάρων και των Αγάδων’ Πόσες γυναίκες δεν έφυγαν από το κονάκι χωρίς μαστούς και με δυο φρικτές πληγές στη θέση τους, που η αιμορραγία τους έφερνε το θάνατο. Ο Αγάς, στην άρνησή τους να δουλωθούν στις ορμές του, διάταζε κι έβαναν τα στήθια τους στην κόχη της κασέλλας κι ύστερα έβανε ένα δούλο του και χόρευε πάνω στο σκέπασμά της!
»Πόσες κόρες που δεν δέχτηκαν τα χάδια του αγά δεν καταδικάστηκαν να φάνε τα σκότια του σφαγμένου γαμπρού, που ο Αγάς δήθεν από αγάπη τους έδινε με την όρεξή του και που πάντα σχεδόν ήταν ο πιο εκλεκτός Χριστιανός του χωριού!
»Πόσες γυναίκες ολόγυμνες μπρος στον Αγά δεν χόρευαν στο χυμένο ρόβι πάνω, για να γλυστρούν και να ξαπλώνουν τα ροδαλά κορμιά τους κάτω στον οντά και να γελά ο μπέης στην απροσδόκητη στάση τους!
»Πόσες δύσμοιρες Κρητικοπούλες δεν είδαν πάνω στο δίσκο το κεφάλι του παιδιού των, του μονάκριβου παιδιού των, γιατί αρνήθηκαν να δεχτούν τ’ αγκάλιασμα του τρομερού βάρβαρου! Και πόσες κόρες δεν καταδικάζονταν να δεχτούν την των αραπάδων δούλων της Βεγγάζας, που αφρισμένοι από ορμή και κτηνωδία, εσπάρασσαν την τιμή των κοριτσιών, μπρος στα μάτια των γερόντων, των αντρών και των γονέων των!
»Όλα αυτά είναι φρικτές και ανατριχιαστικές ιστορίες που θα θέλαμε χρόνια να τις διηγηθούμε, μα και ψυχή σκληρή για να ξαναπούμε και να ξαναθυμηθούμε. Καλύτερα να μην προχωρήσομε στις φρικιαστικές λεπτομέρειες που θά ‘φηναν πληγή στην ψυχή μας όσο κι αν είναι παρηγορήτρα γλυκειά η τωρινή μας ελεύθερη αντίθεση.»
Παραπέμπω επίσης στο διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Το δώρο του Γενίτσαρου», καθώς και στο μυθιστόρημα του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου «Κρητικοί Γάμοι», όπου δίδονται ανατριχιαστικές μαρτυρίες για την κατάσταση της Κρήτης την περίοδο της Ενετοκρατίας (που τελείωσε το 1645, με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ενώ ο Χάνδακας, το Ηράκλειο, έπεσε μόνο το 1669, όπως ξέρετε ‘βλ. το έπος του Ρεθεμνιώτη Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή «Ο Κρητικός Πόλεμος», που γράφτηκε τότε).
Για τον τρόπο με τον οποίο διοικούσαν τις κατακτημένες περιοχές και «έπειθαν» τους κατοίκους να τους υπακούουν οι ναζί (1941-1944), φαντάζομαι ότι κάτι θα έχετε ακούσει. Αν όχι, υπάρχουν ακόμη πολλοί που θυμούνται και πολλά βιβλία με φωτογραφίες και πληροφορίες χειρότερες και από τα δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πολύ χρήσιμο να τα διαβάσουμε και να δούμε τις φωτογραφίες, όχι για να ξυπνήσει το μίσος μας αλλά για να καταλάβουμε και να σεβαστούμε τους πατέρες και τους παππούδες μας που αντιστάθηκαν πραγματικά, δηλαδή επαναστάτησαν, με κίνδυνο της ζωής τους, για την ελευθερία των παιδιών τους και του τόπου τους.
Εάν δεν έχουμε χρόνο για διάβασμα ή, τέλος πάντων, δε μας είναι εύκολο να διαβάσουμε (ή να ρωτήσουμε τους παλιούς μας), προτείνω (για το βίντεο ή την τηλεόραση) τις ταινίες «Η Μάχη της Κρήτης», «Το νησί των γενναίων» και «Η χαραυγή της νίκης», που αναφέρονται στη γερμανική Κατοχή της Κρήτης με αρκετή, κατά τη γνώμη μου, σοβαρότητα. Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμη (ούτε θα έχουμε ποτέ αν δεν ξυπνήσουν οι Κρητικοί σκηνοθέτες) ταινίες για το Δασκαλογιάννη ή τον Καντανολέοντα, το μεγάλο επαναστάτη της Ενετοκρατίας, που η ζωή του περιγράφεται στους «Κρητικούς Γάμους» του Ζαμπέλιου. Τέλος πάντων.
Επαναστατικά τραγούδια
Τα φρικτά εκείνα χρόνια της σκλαβιάς (κάθε σκλαβιάς) οι επαναστάτες, που μισοκοιμούνταν σαν το λαγό στις αστοιβίδες με το γιαταγάνι, τον πασαλή (πολεμικό μαχαίρι) ή το τουφέκι προσκέφαλο και τον κίνδυνο να τους αγκαλιάζει (κίνδυνο για βασανιστήρια, για γδάρσιμο, για σούβλισμα – ο θάνατος δεν ήταν τόσο απλός), έπαιρναν κουράγιο και δυνάμωναν την ψυχή τους ν’ αντέξει με τραγούδια πολεμικά. Πολλά ριζίτικα είναι τέτοια τραγούδια και θα τα βρείτε σε όλες τις συλλογές, αλλά και σε δίσκους. Παράδειγμα:
‘Γεύγεσαι, γιε μου, γεύγεσαι, χαροκοπάς και πίνεις
κι οι Τούρκοι σε κυκλώνουνε, μη ντροπιαστείς, υγιέ μου.
‘Πρόβαλε, μάνα μου, να ιδείς πόσες χιλιάδες είναι,
κι αν είναι δυο να γεύγομαι, κι αν είναι τρεις να πίνω
κι αν είναι περισσότεροι να βάλω τ’ άρματά μου!
Και τότες, μάνα μου, θα ιδείς πώς πολεμά ο γιος σου,
πώς τη σκοτώνουν τη ν-Τουρκιά!’
Άλλο (συμβολικό ‘που μπορεί να είναι και της Ενετοκρατίας):
Μάνα, δε γ-κάνω καβαλτί, μάνα, δε γ-κάνω γιόμα,
παρά σκοτώσω το θεριό που ‘ναι στο γ-καλαμιώνα.
Που ‘χει διπλές τσι κεφαλές κι εννιά σειρές τ’ αδόδια!
Θα φύγω, μάνα, και μη γ-κλαις, και δώ’ μου την ευκή σου
για να γυρίσω νικητής νά ‘μαι πάλι μαζί σου.
(καβαλτί: πρόγευμα, γιόμα: γεύμα ‘το τραγούδι το γράφω από μνήμης σε αμαριώτικη παραλλαγή, ενώ το πρωτότυπο είναι από το νομό Χανίων και υπάρχει στα βιβλία)
Για τη γερμανική Κατοχή (παραλλαγή του «πότες θα κάμει ξεστεριά» συνηθισμένη στο Αμάρι):
Πότες θα σπάσ’ η παγωνιά, να λιώσουνε τα χιόνια,
να πάρω το τουφέκι μου, τ’ όμορφο μαλιχέρι,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να βγω στον Ψηλορείτη,
να βρω μια μ-πέτρα ριζιμιά, να διπλωθώ να κάτσω,
να παίξω πέντε ντουφεκιές ν’ ακούσει ούλ’ η Κρήτη!
Να ‘ρθού ντα Κρητικόπουλα κι εκειά να ορκιστούμε
για τη γλυκειά πατρίδα μας ούλοι να σκοτωθούμε.
Δε νομίζω ν’ αμφιβάλλει κανείς ότι αυτά ήταν επαναστατικά τραγούδια.
Οι ρίμες των αγωνιστών
Το 1770 ο Ιωάννης Βλάχος, γνωστός με το τιμητικό παρατσούκλι Δασκαλογιάννης (λόγω της μεγάλης μόρφωσής του), σήκωσε Επανάσταση εναντίον των Τούρκων με κέντρο τα Σφακιά (ο ίδιος ήταν από την Ανώπολη). Η αφορμή του ήταν ο πόθος της λευτεριάς και όχι κάποιο προσωπικό συμφέρον ‘ήταν ιδεολόγος και αγνός πατριώτης, σαν το Ρήγα Φεραίο, το Μακρυγιάννη και τόσους άλλους.
Όμως, μετά από ηρωικές μάχες, η Επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Ο Δασκαλογιάννης παραδώθηκε, για να μην αφανιστούν οι Σφακιανοί, ξέροντας ότι θα πεθάνει. Δε θα ήξερε όμως, ο μεγαλομάρτυρας, πώς θα πεθάνει: τον έγδαραν ζωντανό σε κεντρική πλατεία του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου) ως δημόσιο θέαμα! Και δίπλα του είχαν δεμένο, να βλέπει το φρικιαστικό μαρτύριο, τον αδερφό του ‘ο οποίος τρελάθηκε.
Δεκαέξι χρόνια μετά τα τραγικά αυτά γεγονότα, το 1786, ένας πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, ο μπάρμπα Μπατζελιός, έφτιαξε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, μια τεράστια ρίμα με πάνω από χίλιους στίχους, που εξιστορεί με τρόπο συγκινητικό και ηρωικό όλα τα γεγονότα της Επανάστασης μέχρι τη θυσία του μεγάλου παλληκαριού. Αγράμματος βοσκός καθώς ήταν, το φύλαξε στο νου του και το αφηγήθηκε σ’ ένα νεότερο βοσκό, ψιλογραμματισμένο, κι εκείνος το πέρασε στο χαρτί κι έτσι το έχουμε. Αυτό φαίνεται και στο σεμνό επίλογο του ποιήματος, που λέει:
Εγώ, Αναγνώστης του παπά του Σήφη του Σκορδύλη,
αυτά που σας δηγήθηκα με γράμμα και κοντύλι
αρχίνηξα και τά ‘γραφα λιγάκια κάθε μέρα
κι εις την Παπούρα κάθουμου στου Γκίβερτ’ από πέρα.
Εις την Παπούρα κάθουμου, γιατ’ ήμου γκαλονόμος,
και με το μπάρμπα Μπατζελιό, απού ‘τον τυροκόμος,
κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και την πέννα
κι εκείνος μου δηγάτονε και τά ‘γραφα ένα ένα.
Εκείνος μου δηγάτονε το Δάσκαλο το Γιάννη,
τ’ αμάθια ντου δακρύζουσι σαν τον αναθιβάνει,
η γι-ομιλιά ντου κόβγετο, συλλογιασμοί τον πιάνου
και μαύρους αναστεναμούς τα σωθικά ντου βγάνου!
[…] Μ’ αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια δίχως χάρη
(σαν τυροκόμου μάθηση, σαν πέννα μητατάρη),
αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια μπερδεμένα,
συμπάθι’ όσοι τ’ ακούσετε, δεν ήτον από μένα.
Σαν αιγιδάρης ο φτωχός ‘πό κάτ’ απού τον πρίνο
τά ‘γραψα ως εκάτεχα, τω γνωστικώ τ’ αφήνω […].
Το τραγούδι αυτό (που περιλαμβάνεται ολόκληρο στο βιβλίο του Πάρι Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978, και μεγάλος μέρος στο δίσκο του αξέχαστου παπα Άγγελου Ψυλλάκη Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη – ένα κλασικό βιβλίο για το θέμα έχει και ο γνωστός Κρητικός συγγραφέας Ν. Αγγελής, αλλά δεν το γνωρίζω), το τραγούδι αυτό, που είναι ένα σπουδαίο έπος, γράφτηκε ενώ έβραζε ακόμη το ηφαίστειο της τουρκικής σκλαβιάς και το γιαταγάνι κρεμόταν πάνω απ’ τις κεφαλές των αγωνιστών της ελευθερίας και είναι, για τούτο, ένα σημαντικό επαναστατικό τραγούδι.
Το ίδιο ισχύει και για τις αμέτρητες άλλες, μικρότερες, ρίμες που ποιήθηκαν από ανώνυμους, δυστυχώς, ριμαδόρους και αφηγούνται τη δράση και το θάνατο των διαφόρων Κρητικών πολεμιστών, κυρίως καπεταναίων, στις πολλές Επαναστάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Πάρα πολλές τέτοιες ρίμες έχουν διασωθεί και περιλαμβάνονται στις συλλογές κρητικών τραγουδιών, ενώ η ρίμα του Κωσταντή Λεράτου από τα Βορίζα τραγουδήθηκε από τον Κ. Μουντάκη και, πρόσφατα, από τον επίσης Βοριζανό Γιώργη Στιβακτάκη (στον ψηφιακό δίσκο «Δε θέλω φρόνιμη ζωή», πιο ολοκληρωμένη στους στίχους). Από τον Κ. Μουντάκη εξάλλου έχει ηχογραφηθεί και μια γνωστή ρίμα για το Αρκάδι, που όμως την έχουμε συνηθίσει τόσο που νομίζω ότι κανείς πια δεν την ακούει…
Στις ρίμες αυτές ξεδιπλώνεται όλο το μεγαλείο της κρητικής ψυχής, η αληθινή παληκαριά που φτάνει μέχρι την αυτοθυσία για το μεγάλο σκοπό (βλ. και τον «Καπετάν Μιχάλη» του Ν. Καζαντζάκη). Παραθέτω λίγους στίχους από τη ρίμα του Ξωπατέρα (ιερομόναχου που πολέμησε λυσσαλέα τους Τούρκους στην Επανάσταση του 1821, και στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, και σκοτώθηκε το 1828 στη μονή της Οδηγήτριας, στη Μεσσαρά), όπως τη βρίσκουμε στο σπουδαίο βιβλίο του Παύλου Βλαστού Ο Γάμος εν Κρήτη (πρόσφατη ανατύπωση εκδ. Καραβία, Αθήνα):
Πουλιά, μην κελαηδήσετε Σαββάτο γ-ή Δευτέρα,
γιατί τον εσκοτώσανε αυτό τον Ξωπατέρα!
Μηνά του ο Μεραμέτ-Αλής «Πρόδωσε, Ξωπατέρα,
γιατί ‘φταξε ντο τέλος σου κι η γι-άσκημή σου μέρα!»
«Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, μόνο θα πολεμήσω,
τσι Κρουσανιώτες γδέχομαι και θα σασέ νικήσω.
Αν ήρθετε για το φαΐ να σάσε μαγερέψω,
μ’ αν ήρθετε για πόλεμο, κορμιά θα μακελέψω!»
Ανάλογα τραγούδια υπάρχουν και για την Κατοχή, καθώς και για την Κύπρο, αλλά και για τους Κρητικούς πολεμιστές που πήγαν εθελοντικά και πολέμησαν, χωρίς κανένα κέρδος, στη Μακεδονία και την Ήπειρο τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα για την απελευθέρωσή τους από την τουρκική σκλαβιά.
Μαντινάδες της δημοκρατίας
Την περίοδο της χούντας (1967-1974) οι Κρητικοί βρίσκονταν συχνά στο μάτι των διωκτικών αρχών, όχι για εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου αλλά για τα γνωστά δημοκρατικά τους φρονήματα. Γι’ αυτό το λόγο π.χ. από την Αστυνομία είχαν απολυθεί, και σταλεί στα σπίτια τους, σχεδόν όλοι οι Κρητικοί αστυφύλακες!
Τότε είχαν βγει πολλά τραγούδια και μαντινάδες που εξέφραζαν τον πόθο των Κρητικών για σεβασμό της δημοκρατίας, δηλαδή της ελευθερίας του ανθρώπου να σκέφτεται. Αρκετά από αυτά τα τραγούδια θα βρείτε στο βιβλίο του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου Το Σύγχρονο Κρητικό Ιστορικό Τραγούδι, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987.
Ας δώσω ένα παράδειγμα, που το άκουσα από το Βασίλη Σκουλά σε πρόσφατη συζήτησή μας στο Ηράκλειο για το σπουδαίο Ανωγειανό μαντιναδολόγο Μανώλη Καλομοίρη (Λιόντα):
Την άνοιξη του 1973 ο Παπαδόπουλος με όλο το κυβερνητικό επιτελείο της δικτατορίας ήρθαν στην Κρήτη και, για λόγους πολιτικής, πήγαν να προσκυνήσουν στους τάφους των Βενιζέλων.
Το ίδιο βράδυ που οι ειδήσεις βούιζαν γι’ αυτό το «μεγάλο γεγονός» ο Σκουλάς έπαιζε στη «Ντελίνα», στην οποία εργαζόταν ως μάγειρας ο Λιόντας (οι γνωστοί στο χώρο τα ξέρουν αυτά). Κάποια στιγμή από την κουζίνα ο Λιόντας έστειλε στο Σκουλά κι εκείνος τραγούδησε, στο γεμάτο κόσμο μαγαζί, όπου δεν ήξερες ποιοι ήταν «ρουφιάνοι» (λέξη της μόδας τελευταία), την παρακάτω μαντινάδα:
Σε τάφους δημοκρατικούς δε μ-πρέπει να πατούνε
διχτάχτορες που σήμερο τη χώρα κυβερνούνε!
Λίγους μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1973, έγιναν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο. «Εμείς εδώ» λέει ο Β. Σκουλάς «ενημερωνόμασταν συνεχώς, αλλά παράλληλα γλεντούσαμε κιόλας» (μεταφέρω τα λόγια του όπως είναι, για να δείξω ότι το «γλέντι» τότε είχε ουσία, δεν ήταν αποφυγή της σκέψης, όπως είναι σήμερα). Ο Λιόντας, πάλι μέσα απ’ την κουζίνα, στέλνει στο Σκουλά, κι εκείνος τραγουδεί, την ίδια τη βραδιά του Πολυτεχνείου, τις μαντινάδες:
Σαν τούτηνέ την εποχή, εδά και τόσα χρόνια,
σκοτώνουν οι διχτάχτορες τση λευτεριάς τ’ αηδόνια!
Σήκωσε αέρας δυνατός κι αδυνατή φουρτίνα
και σήμαντρα τση λευτεριάς χτυπούνε στην Αθήνα!
Την επόμενη μέρα τον κάλεσαν στην Ασφάλεια. Αυτά νομίζω ότι ήταν πολύ επαναστατικά τραγούδια. Συμφωνείτε;
Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι ο Λιόντας την περίοδο της Κατοχής είχε συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση και «κατέχει τι θα πει αντάρτικο λημέρι», όπως λέει σε μια μαντινάδα του.
Την εποχή της δικτατορίας είχαν φυλακιστεί για την αντιστασιακή τους δράση και οι γνωστοί σήμερα μαντιναδολόγοι Μήτσος Σταυρακάκης και Γιώργης Καράτζης. Αξίζει να δούμε μερικές μαντινάδες τους σχετικές με το θέμα αυτό (βλ. τα βιβλία τους Ήλιε μου κοσμογυρευτή, του Μήτσου, και διαΚρητικά, του Γιώργη):
Μήτσος:
Χωρίς νεκρούς η λευτεριά ζάλο μπροστά δεν κάνει,
γιατ’ η παντέρμη βρίνεται στου τουφεκιου την κάνη.
(υπενθυμίζω τους στίχους από το «Αξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ/ θέλει νεκροί χιλιάδες νά ‘ναι στους Τροχούς/ θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους» ‘αυτοί οι Τροχοί είναι ρωμαϊκά όργανα βασανισμού, με λεπίδες γύρω γύρω)
Αυτός που μένει αδιάφορος στση λευτεριάς τα πάθη
μοιάζει βουγιού που τού ‘χουνε το πανωζεύλι μάθει!
Μέσ’ στου κελιού τη μοναξά θέτω μα δεν κοιμούμαι,
του φεγγαριού το ξέγνοιαστο σεργιάνι συλλογούμαι.
Καράτζης:
Κλεισμένος μέσα στο κελί κι είναι μια βιόλα απ’ όξω,
μά ‘ναι τα κάγκελα διπλά και δε μπορά την κόψω.
Υπενθυμίζω ότι κι οι δυο βρέθηκαν στη φυλακή όχι για τ’ άδικο, αλλά για το δίκιο. Ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Γιατί, όπως λέει κι άλλη μια μαντινάδα, που τραγουδεί πάλι ο Σκουλάς και δεν ξέρω τίνος είναι:
Ο άντρας μπαίνει φυλακή πάντα για μιαν αιτία,
προπάντω για τη λευτεριά και τη δημοκρατία.
Σημερινά επαναστατικά τραγούδια
Όλα αυτά τα τραγούδια έχουν και σήμερα νόημα, αφού τονίζουν, και τονώνουν, το αίσθημα της λευτεριάς και της αυτοθυσίας για ένα ανώτερο ιδανικό. Δυστυχώς δεν τα παίρνουμε στα σοβαρά πια (όπως και τα έντεχνα που είχε τραγουδήσει ο Ν. Ξυλούρης, «άλλες εποχές», βλέπεις), γι’ αυτό οι σημερινοί Κρητικοί είμαστε ακίνδυνοι για τους κάθε λογής εμπόρους και αφέντες που κουμαντάρουν είτε εμάς τους ίδιους ‘διαφθείροντας την ψυχή και το νου μας’ είτε τους αδύναμους λαούς όπου γης.
Δεν υπάρχουν πια εθελοντές (σαν τους Μακεδονομάχους) ούτε μάρτυρες (σαν το Δασκαλογιάννη και τόσους άλλους). Η «ιδεολογία» μας φτάνει μέχρι το αναμάσημα της Μάχης της Κρήτης σε πανηγυρικές εκδηλώσεις χωρίς νόημα. Δύσκολοι καιροί για ιδεολόγους, παιδιά, έτσι;
Τραγούδια με πολεμικό θέμα βγαίνουν βέβαια και σήμερα, κάποια μάλιστα αρκετά καλά, αλλά αυτά δεν είναι επαναστατικά τραγούδια, αλλά απλώς επετειακά (για το Αρκάδι και τ’ άλλα κρητικά ολοκαυτώματα, τη Μάχη της Κρήτης κλπ). Γνήσια επαναστατικά τραγούδια του καιρού μας πρέπει να θεωρήσουμε τραγούδια που προβάλλουν το παραδοσιακό κρητικό ήθος σε μιαν εποχή που έχει γυρίσει ανάποδα και το κακό θεωρείται καλό. Τέτοια βέβαια ακόμη είναι (έχουν δηλαδή νόημα και για μας) τα τραγούδια για τη δημοκρατία που είπαμε παραπάνω (λίγα χρόνια είναι που τραγουδήθηκαν, μαζί με το «Πότε θα κάμει ξαστεριά» από τον Ξυλούρη μέσα στο Πολυτεχνείο). Και το παραδοσιακό κρητικό ήθος είναι η αθρωπιά, η αγάπη τση λευτεριάς, η τιμιότητα, η σεμνότητα (και στον άντρα και στη γυναίκα) και διάφορα άλλα που πρεπίζουνε κείονά που τά ‘χει κι αυτός πρεπίζει τον τόπο που βρίχνεται.
Παράδειγμα, η μαντινάδα του Λεαντρογιώργη από το Ζαρό:
Το κομπολόι τσ’ αθρωπιάς, απού πρεπίζει τσ’ άντρες,
χαράς του το που το βαστά με τση τιμής τσι χάντρες.
Και οι μαντιναδολόγοι που αναφέραμε παραπάνω έχουν στα βιβλία τους πολλές τέτοιες μαντινάδες. Αλλά πρέπει να τονίσω και παλιές μαντινάδες που η σημασία τους διατηρείται αναλλοίωτη στην εποχή μας:
Μυρίζ’ ο μόσκος άδολος μέσα στο μοσκοκούτι,
οι φρονιμάδες κι οι τιμές καλλιά ‘μ-παρά τα πλούτη.
Καλλιά ‘ναι μια-ν-ευγένεια, μια-ν-αρχοδιά, μια ν-τάξη,
παρά του κόσμου τα καλλιά άθρωπος να ποτάξει.
Καλλιά ‘ναι μια γ-καλή φιλιά εις τη ζωήν ετούτη,
παρά να ζεις σαν άρχοντας με θησαυρούς και πλούτη.
Αλλά και:
Το μονοπάτι τση ζωής σ’ ένα γκρεμό τελειώνει
κι απού ‘χει στην ψυχή φτερά, τ’ ανοίγει και γλιτώνει!
Γιατί, κατά τη μαντινάδα του Ρεθεμνιώτη μαντιναδολόγου Αντρέα Σπανουδάκη:
Τούτ’ η ζωή ‘ναι μια σχολή κι ούλοι, μικροί μεγάλοι,
θα βαθμολογηθούμενε εις τη ζωή την άλλη.
Από το Τζερώνυμο (τον ηρωικό αρχηγό των Απάτσι) ώς τον Τσε Γκεβάρα (τον αγνό επαναστάτη της λατινικής Αμερικής), από το Γκάντι (που απελευθέρωσε την Ινδία από τους Άγγλους) ώς τον Σβάιτσερ (που πήγε και εργάστηκε ως γιατρός, κάτω από άθλιες συνθήκες, στους μαύρους της Αφρικής), οι επαναστάτες είναι ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπου που εμφανίζεται, σε κρίσιμες περιπτώσεις, σε όλη τη γη. Η λέξη επανάσταση είναι ιερή. Η εποχή μας έχει τους επαναστάτες της, αλλά πρέπει να ψάξουμε πολύ για να τους βρούμε.
Ας ψάξουμε, γιατί θα καταλάβουμε πολλά σπουδαία πράγματα που δεν τα μαθαίνουμε από τα δελτία ειδήσεων ούτε από τα «ριάλιτυ τηλεπαιχνίδια».