ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΓΑΝΗΣ

Το Ατσιπόπουλο με θύμησες του χθες! – του Γιώργη Γαγάνη

Ατσιπόπουλο - Φώτο Γιώργης Γαγάνης

Δυο φίλοι Ατσιπουλιανοί τσι θύμησες σκαλίζουν
κι αναστορούνται τα παλιά, τα χρόνια που περάσαν
πώς ήταν τότε το χωριό πριν γίνει πολιτεία
πώς ήτανε τσ’ώρες τσ’αυγής, πώς ήτανε τα βράδια
πώς οι χειμώνες πέρασαν και πώς τα καλοκαίρια
πώς ήταν στον περιστερέ στο σπήλιο όντε ξωμένεις
να σηκωθείς την ταχινή κι απ’το σκαλί τση λίμνης
να ανεβείς να δεις το φως στον κόσμο να απλώνει
να κατεβείς στου καυγατζή να κάτσεις στο χαράκι
να πιάσεις ψάρια να τα πας στο σπήλιο τ’Άη Νικόλα
να αγναντεύεις τα νησιά σα δυο μικρές γοργόνες
και να θαρρείς για λόγου σου πως χτίστηκε ο κόσμος.

Να’ρθούνε κι άλλοι απ’το χωριό και τσ’εκκλησάς τη πόρτα
να ρίχνουνε μες στο γυαλό σα βάρκα όπου κολύμπα,
να τη φορτώσουνε αχινιούς, ψάρια, καβρούς, χταπόδια
για να τα γευματίζουνε στον ασκιανιό του σπήλιου
με τ’ατσιπουλιανό κρασί εγλύκαινε ο νου τους
κι οι μαντινάδες τρέχανε σα ποταμός στα χείλη.

Και σα βουτήξει στο γυαλό ο ήλιος σα μουχλιάσει
να πάρουν στράτα ν’ανεβούν εις το κεφαλοχώρι
ξανοίγουνε τσι αλυκές αν έχουνε αλάτσι
νά’χουν γυαλού τη νοστιμιά στο φτωχικό τους πιάτο.

Να δουν γινώσαν οι συκιές στση Τζιαναννής τ’αμπέλια
και με τα συκοστάφυλα γεμίζαν το καλάθι
νά’χουνε να τρατάρουνε όποιος κι α’ μπεί στο σπίτι.

Τση καβαλούρας παίρνανε τη φιδωτή τη στράτα
να μπούνε βράδυ στο χωριό κι ό’τι’χουν να δειπνήσουν
να μοιραστούν με γείτονες κι ότι είχε ο καθένας
ν’ απογυρίσουν του χωριού αργά τσι καφενέδες
βόλτες απ’τη μεσοχωριά ως τσ’αγοράς το δρόμο
για μια ρακή, για ένα καφέ με τσι παλιούς ανθρώπους
Και βρες πανεπιστήμια καλύτερα ομπρός τους!

Βρουχούν τα στενοσόκακα σα μελισσοκοφίνια
κοπέλια και νοικοκυρές με γέλια αποσπερίζουν
οι νιές μαθαίνουν τσι χορούς στα πιο μικιά κοπέλια
τση Παναγιάς τον Αύγουστο τα ζάλα να κατέχουν
που κάνουν στη μεσοχωριά όμορφο πανηγύρι.

Ετσά λιτά και όμορφα περνούσαν καλοκαίρια
και σαν εφθινοπώριαζε κι είχε περάσει ο τρύγος,
τα ρακοκάζανα φωθιά παίρναν μαζί με γλέντια.
Παράδεισος, μεσοχωριά, ρουκούνι κι Άη Γιάννης
εζάλιζαν οι μυρωδιές που βγάζαν τα καζάνια.
Η τσίκνα από το μεζέ και τσι οφτές πατάτες
και τσι Πετρακογιώργαινας τα ξεραμένα σύκα
εκιά πρωτοακούγανε του Σοφοκλή τη λύρα
να παίζει τσι γλυκούς σκοπούς και να τσι μερακλώνει.

Κι ως τα καζανοξέτελα Χριστούγεννα σιμώνουν
πάλι γιορτές με συγγενείς, γονέους και αδέλφια
εθώριες τ’Ατσιπόπουλο κι έλαμπε Θείες Μέρες.
Σα φτάνανε οι Αποκρές τα σπίτια θα γυρίζουν
μ’όμορφα μασκαρέματα ν’ανοίγουν κάθε πόρτα.

Και θώριες γέλια αληθινά να τσι καλωσορίζουν
ώσπου η αυγή τση Καθαρής Δευτέρας ξημερώσει
που κάνανε τα μούτρα τους μαύρα σα τζι καφάδες
και με τραγούδια το χωριό γυρίζαν ως το βράδυ.

Περνούσε κι η Σαρακοστή κι έφτανε η Βδομάδα
τους φαίνεται πολύ μικρή μα είναι η Μεγάλη.
Στ’Άη Λευτέρη τα στενά χωσμένα τα δεμάθια
λιανόξυλα που είχανε νοικοκυρές για φούρνους
αρπάζανε για τσι φωθιές να κάψουν τον Ιούδα
να φτάξει η Ανάσταση τσ’Άνοιξης το χαμπέρι.

Ήντα να πρωτοθυμηθούν και ήντα να ξεχάσουν
από τσ’ανθρώπινες στιγμές εκείνες σας τσι μέρες
που θάργες είχες συγγενείς ούλους τσι χωριανούς σου
“μπάρμπα” και “θεία” έλεγες και σεβασμό τους είχες
κι αυτοί σου ορμηνεύανε, όπως και τα παιδιά τους.

Τζελίσηδες,Γασπάρηδες,Συκάκια κι Αγγελάκια,
οι Ροδινοί,οι Παχουλοί,Μυστράκια,Χατζηδάκια,
Κουτσούρηδες,Ξενάκηδες,Σκορδίληδες,Αβάτζοι,
Σαμψών, Δημητρακάκηδες, Βλαστοί, Παπατζανήδες,
Γαγάνηδες, Γιαννούληδες, Λιανδρήδες, Περπιρήδες,
Βερνάδοι,Παπαλέξηδες,Σταγάκηδες,Τζανήδες,
Κωστάκηδες,Δαλέντζηδες,Πολόπετροι,Λιονήδες,
Τζίβιδες, Χλαμπουτάκηδες….και να με συγχωρούνε
αν κάποιους τσι εξέχασα και είναι χωριανοί μας.

Όπου ‘ναι ανάγκη τρέξανε κι η Κρήτη καμαρώνει
μα μόνο λίγοι απόμειναν να τσι αναστορούνται.
Κι αν σε κοπέλια θα τα λες, γροικούντα παραμύθια
σα τσι παλιές ασπρόμαυρες τους φαίνονται ταινίες.
Όμως καλλιά τσι σημερνές ημέρες μη λογιάζω
απού χαθήκαν στο βωμό του χρήματος αξίες
που κάνει τ’Άτσιπόπουλο νά’ναι πατέ και λίρα.

Ούλα πουλιούνται εύκολα, μα ποιός παράδες παίρνει
να τσι κρατά τ’Αγιά Αντωνιού πεσκέσι στην αμπέλα;

Γιώργης Γαγάνης