Μία στάση στη διαδρομή προς το Πάσχα αποτελεί το Τριώδιο, η οποία είναι μία περίοδος για διασκέδαση, πριν οι πιστοί χριστιανοί μπουν στην πορεία για το Θείο Δράμα και την Ανάσταση.

Μπορεί από τη δεκαετία του 1970 και μετά, την παράσταση να έχουν κλέψει οι πόλεις που διοργανώνουν τις μεγάλες και πολύχρωμες γιορτές της αποκριάς, αλλά είναι γεγονός ότι απόκριες και χωριό, συνάξεις και πειράγματα στις μικρές τοπικές πλατείες στην Κρήτη είναι τόσο αλληλένδετα με τον ψυχισμό του Κρητικού, που αν τούτο λείψει ή εκλείψει, τότε θα υπάρξει όπως πολλοί ομολογούν μία πολιτιστική, τοπική και ανθρώπινη ορφάνια.

Αυτό είναι το σύμπλεγμα των ημερών που περικλείεται ημερολογιακά από το «Τριώδιο», που άρχισε την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», διανύει την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και φτάνει στην ολοκλήρωση του την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».

Κρήτη – Ρέθυμνο

Ο ντελάλης ταξιδεύει σε όλο το Ρέθυμνο αλλά και τους άλλους νομούς της Κρήτης, οι Ρεθεμνιώτες, οι Ηρακλειώτες καλούν τους συντοπίτες τους αλλά στέλνουν μήνυμα και σε όλους τους άλλους Κρητικούς ώστε να μετέχουν στον μήνα των καρναβαλικών και όχι μόνο εκδηλώσεων που πάνω από έναν αιώνα πλουτίζουν την πνευματική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου.

Στο Ρέθυμνο, όλα ξεκινούν με τις καντάδες στις οποίες η λύρα, το μαντολίνο και οι μελωδίες από τις παλιές ρομαντικές εποχές δίνουν τον τόνο και το ρυθμό στον οποίο θα κινηθούν τόσο οι επίσημες εκδηλώσεις όσο και εκείνες που αφορούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στη διάθεση στις παρέες, και στην αναβίωση των εθίμων από χωριό σε χωριό από το μεγαλύτερο έως και το μικρότερο.

Κανταδόροι και μασκαράδες, από τη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα στην Αρχή της πόλης, την Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, μέχρι τον ορεινό Ψηλορείτη, από το Πάνορμο και το Μελιδόνι μέχρι το νότιο Ρέθυμνο τον Πλακιά και στο Σπίλι, στο Ρουσσοσπίτι, στον Μέρωνα, ανταμώνουν για γλέντι, χορό και συναπαντήματα κεφιού και ελπίδας όπου το ζυμάρι σε όλες του τις εκδοχές, η τσικουδιά, το καλό κρασί, οι παραδοσιακοί μεζέδες, η λύρα και οι χοροί δείχνουν το δρόμο για μία διαφορετική πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της καθημερινότητας, από την οποία δε λείπει και ο σεβασμός και η απόδοση τιμών στις ψυχές που έχουν φύγει μέσα από τα τελετουργικά του Ψυχοσάββατου.

Την ίδια ώρα η Καστρινή Αποκριά όπως ορίζεται η περίοδος αυτή στο Ηράκλειο γίνεται αντικείμενο προετοιμασιών στον μεγαλύτερο νομό της Κρήτης με σχολεία, συλλόγους και ομάδες που συμμετέχουν κάθε χρόνο στο Κυνήγι Κρυμμένου Θησαυρού αλλά και σε πλήθος εκδηλώσεων.

Το κλέψιμο της νύφης και τα μουτζουρώματα

Έθιμα όπως το παιχνίδι του θησαυρού, το κλέψιμο της νύφης, το μουντζούρωμα, ο Καντής, η καμήλα, οι Λεράδες, ο Τσαγκάρης, ο Αρκουδιάρης, η καμπουρόγρια, το λαϊκό δικαστήριο, ο αγιασμός του γέλιου, το λαδικό καταβραχτήρι στο Ρέθυμνο συμπληρώνει την εικόνα και την διάθεση διάσωσης των εθίμων που επικρατεί στο γειτονικό νομό το Ηράκλειο. Εκεί όπου τα αποκριάτικα έθιμα διαθέτουν επίσης έντονη τελετουργία.

Όπως στο χωριό Σίβα στα νότια του νομού με τη Σιβιανή Μάσκα, ο Γάμος στο χωριό Γέργερη, όπου το αταίριαστο ζευγάρι ως νύφη και γαμπρός γυροφέρνει της γειτονιές σκορπώντας γέλιο και προβληματισμό.

Αλλά και οι αρκουδιάριδες που προκαλώντας θόρυβο με τις κουδούνες οι οποίοι απλώνουν τα χορευτικά τους ξεσπάσματα στην τοπική κοινωνία, δημιουργώντας ένταση τόσο στη Γέργερη όπως και σε διπλανά χωριά. Κάπου εκεί και οι Λεράδες υποταγμένοι όλοι τους στον αρχηγό Αράπη που κρυμμένος πίσω από μαύρες προβιές ζώων ανακατεύει το χθες με το σήμερα μέσα από ενημέρωση, κουτσομπολιό και πειράγματα.

Ο άρχοντας Καντής

Στο Ρέθυμνο το έθιμο του Καντή έχει τις ρίζες του στο Αμάρι, στον Αγ. Βασίλειο, στον Μυλοπόταμο, σε περιοχές της Μεσσαράς και σε άλλα μέρη. Ο Καντής ήταν ο άρχοντας. Είχε το γενικό πρόσταγμα για ότι συνέβαινε εκείνη την ημέρα στο χωριό.
Σχηματίζονταν πομπές με επικεφαλής του Καδή και πήγαιναν σ’ όλα τα σπίτια.

Στα Σαχτούρια του Αγ. Βασιλείου, το έθιμο κράτησε περισσότερα χρόνια έως το 1970. Ο Καδής δεν μπορούσε να είναι τυχαίο πρόσωπο, κυρίως να τον εκτιμούσαν όλοι. Το έθιμο με ρίζες στον Μυλοπόταμο και στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου, όπου ο μπροστάρης της μεγάλης παρέας που γυρνάει τα σπίτια και το χωριό ως ένας άρχοντας δίνει το γενικό πρόσταγμα για τα όσα μπορεί να διαδραματιστούν.

Καλαμπούρια, φάρσες, αστεία που μπορεί να συμβούν στον κάθε έναν που θα βρεθεί μπροστά στη παρέα.

Το έθιμο της Καμήλας

Η καμήλα είναι το έθιμο στο Ρέθυμνο με την αυτοσχέδια καμήλα που γυρνάει στις γειτονιές και με σκέρτσα διασκεδάζει τον κόσμο κινούμενη από δύο άνδρες που είναι κρυμμένοι κάτω από το «δέρμα της» που είναι φτιαγμένο από κουβέρτες. Ενώ στα μουτζουρώματα το έθιμο διατηρείται αφού ένας ευγενής στόχος υπάρχει. Αυτός, για να ξορκιστεί το κακό και το ανεπιθύμητο, με τη διασκέδαση που είναι μεγάλη και η φασαρία από τις φωνές μεγαλύτερη. Μουτζούρωμα όχι βρωμιά, μέσα και κάτω από το οποίο πάντα κρύβεται η ανθρώπινη πλευρά, το φως, η καθαρότητα. Όπως και στο έθιμο του Εξομολόγου όπου ένας μεταμφιεσμένος σαν ιερέας, εξομολογεί και απαλύνει με χαριτωμένο τρόπο τις «αμαρτίες» και την κακοκεφιά του εξομολογούμενου, συγχωριανού του, δημοσίως.

Κουδουνάδες

Στους Λεράδες, συναντάμε τον έντονο ήχο από τις κουδούνες τα λέρια που βρίσκονται κρεμασμένες στη μέση των μεταμφιεσμένων ανδρών. Το ίδιο και στο έθιμο με τους κουδουνάδες.

Και τις δύο περιπτώσεις τις συναντάμε σε όλη σχεδόν την Κρήτη κυρίως στα ορεινά χωριά με τους ντόπιους να κρύβονται κάτω από προβιές ζώων. Χορεύουν και ζώνουν με τη θωριά τους και τον βροντερό ήχο, τους επισκέπτες και τους συντοπίτες καλώντας τους σε αλλοπρόσαλλο βηματισμό που υποδηλώνει το χορό όσων θέλουν να τρέξουν, αλλά μένουν στον ίδιο τόπο…

Όπως παρόμοια και στο έθιμο του Τσαγκάρη που όλο μπαλώνει το στιβάνι του συντοπίτη του αλλά ποτέ δεν το τελειώνει με αποτέλεσμα να μαλώνουν συνεχώς. Αλλά και του Νάνου που ζει στις Άνω Ασίτες στο Ηράκλειο.

Ο Νάνος που τρομάζει που γυροφέρνει στο χωριό αποδεικνύοντας ότι η ψευδαίσθηση είναι μέρος της καθημερινότητας μας. Ο Άνδρας έχοντας ένα ξύλο στη μέση του οριζόντια στηριγμένο και φορώντας μεγάλα και φαρδιά ρούχα στηριζόμενα στους ψεύτικους ώμους που δημιουργεί το ξύλο, δίνει την αίσθηση ενός κοντού ενός Νάνου ανθρώπου.
Ιστορίες δηλαδή, που αν κλείσεις τα μάτια εύκολα τις αντιλαμβάνεσαι σαν τη ζωή που κύκλους κάνει γύρω από τον εαυτό της, αφήνοντας το χρόνο να περνά από τη μία πλευρά στην άλλη, αλλά όταν βάλεις κάτω τις μνήμες και τις θύμησες, διαπιστώνεις, πάλι πολύ εύκολα, πως οι ιστορίες και η καθημερινότητα παίζει με επιτυχία το παιχνίδι της επανάληψης.

Ο εξομολόγος, έθιμο παρόμοιο με αυτού του Καδή υπάρχει στα χωριά της Μεσσαράς Ηρακλείου και θέλει τον πρωταγωνιστή του, να μεταμφιέζεται σε παπά και να εξομολογεί τους πιστούς συγχωριανούς και μη με κωμική διάθεση αλλά και πειράγματα χωρίς περιορισμούς.

Κάπου εκεί και το έθιμο του Άι Γιώργη που αποκαλύπτει έναν κλέφτη τον οποίο τιμωρούν οι χωριανοί. Ένα από τα έθιμα που επικρατεί στην Κεντρική Κρήτη όπως και στην Ανατολική είναι αυτό του Νεκρού του Πεθαμένου. Αγριόχορτα πλεγμένα με χρωματιστά υφάσματα και κορδέλες, σκεπάζουν τον νεκρό οι συγχωριανοί του οποίου του προσφέρουν ένα κατευόδιο γέλιου με μοιρολόγια αστεία αυτοσχέδια και πολλές κωμικοτραγικές ψαλμωδίες.

Το ίδιο ακριβώς έθιμο συναντάται στη Σητεία με την ονομασία Πασχάλης αλλά και στο Ρέθυμνο στα ορεινά χωριά. Τελικά ο νεκρός ανασταίνεται περιπαίζοντας όσους τον γυροφέρνουν. Σε αυτό το «παιχνίδι» όλες τις ημέρες του Τριωδίου και των Αποκριών δίνεται η ευκαιρία σε όλους, όχι μόνο που κατοικούν στο νησί αλλά και στους χιλιάδες επισκέπτες να επισφραγίσουν δύο βασικούς πυλώνες που κυριαρχούν στις μικρές τοπικές κοινωνίες. Αφενός ότι ο εκμοντερνισμός δεν τους αλλοτριώνει αφετέρου ότι οι δεσμοί εντός της τοπικής τους κοινωνίας παραμένουν ισχυροί.

Σε αυτούς τους δεσμούς και την επικοινωνία, γεύσεις και μυρωδιές έχουν το δικό τους τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται τοπική κουζίνα, άμεσα συνυφασμένη με το πώς οι νοικοκυρές θα μπορέσουν με τα καλούδια τους και τη μαγειρική τους τέχνη, να κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να χαμογελάσουν γευόμενοι και οσφριζόμενοι όλα όσα στρώνονται στο τραπέζι της κάθε μέρας ξεχωριστά. Και κάπου εκεί να βρεθεί ο χρόνος για το ασβέστωμα των τοίχων, των μπεντενιών και των πεζοδρομίων για να είναι όλα άσπρα, καθαρά δηλαδή για κάθε επισκέπτη που θα βρεθεί στο σπιτικό τους ή στη γειτονιά τους.

Τοπικά εδέσματα

Μέχρι το Ψυχοσάββατο που όπως πολλοί λένε οι ψυχές είναι εκεί και βλέπουν τις πράξεις των ανθρώπων. Καμία εργασία δεν πραγματοποιείται ούτε καν γεωργική μιας και οι ψυχές στεναχωριούνται όπως λένε οι «παλαιϊνές» ιστορίες των γερόντων.

Σε όλη αυτή την περίοδο τα εδέσματα και η τοπική κουζίνα έχει να προσφέρει τις σφακιανόπιτες, τα πιτάκια, τις μυζηθρόπιτες, τις αγνόπιτες, τα καλιτσούνια και σαρικόπιτες ή ακόμα και τις νεράτες. Πίτες, πίτες, πίτες από τη μια γωνιά της Κρήτης μέχρι την άλλη όπου κάθε είδους γεύσης, κυρίως τυριού, έχει τη θέση του ανάμεσα στα φύλλα που ανοίγει η νοικοκυρά. Γραβιέρες και μυζήθρες σε κάθε μορφή ανάμειξης και εμφάνισης τους. Όλα με αγνά, σπιτικά υλικά. Αποτέλεσμα του κόπου των παππούδων και των γιαγιάδων.

Επίσης, οι νοικοκυρές, κυρίως στα χωριά, φτιάχνουν τα γευστικότατα κόλλυβα πάνε στις εκκλησιές τα ευλογούν και τα μοιράζουν σε συγγενείς και φίλους για τη συγχώρεση και την ανάπαυση των ψυχών.

Και φτάνει ο «περπατητής» της ιστορίας του Ρεθύμνου αλλά και ο μυημένος στα ήθη και στα έθιμα όλης της Κρήτης, στην Καθαρά Δευτέρα, που ξημερώνει μετά τη μεγάλη καρναβαλική παρέλαση και το γλέντι της Κυριακής το βράδυ τόσο στη παραλία του Ρεθύμνου, όσο και στον Κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου.

Καθαρή Δευτέρα η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής οπότε και παίρνει θέση η προετοιμασία όλων των σπιτικών, όλων των ανθρώπων για την κατάνυξη, την περισυλλογή και τη συγνώμη μέχρι τη λυτρωτική, για κάθε άνθρωπο, μέρα της Ανάστασης.