Το υπουργείο ξυλοδαρμού του πολίτη μας έδωσε μερικές σκηνές από τα προσεχώς. Όπως όμως ξέρει ο λαός, το ξύλο, έχει δύο άκρες.
γράφει ο Χρήστος Δεμέτης
Είναι παραπάνω από προφανές πως όσα έγιναν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης το απόγευμα της Κυριακής, δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο γεγονός. Συνδικαλιστές της ΕΛΑΣ προσπάθησαν να το αποδώσουν στον υπερβάλλοντα ζήλο ενός οργάνου της τάξης, ωστόσο η πραγματικότητα τους ξεπερνά.
Στα βίντεο που κυκλοφόρησαν στα social media φαίνεται ξεκάθαρα πως οι αστυνομικοί ακολουθούν συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Η επιχειρησιακή τους ετοιμότητα έγινε με αιφνιδιαστική, σχεδόν “καταδρομική” εισβολή μηχανών πάνω στην πλατεία, με πάνοπλους ενστόλους να περικυκλώνουν απλούς πολίτες, και με ενορχηστρωμένο σχέδιο τραμπουκισμών, εκφοβισμών και τελικά αναίτιου ξυλοδαρμού.
Η δράση τους όπως καταγράφηκε από τα ερασιτεχνικό βίντεο, ακολουθεί πολύ καλά συγκροτημένο σχέδιο. Ο αρμόδιος υπουργός έσπευσε βέβαια να κάνει λόγο για απόδοση ευθυνών, πετώντας το “μπαλάκι” από πάνω του, την ώρα που είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος για όσα συμβαίνουν. Το να ζητά κανείς “κάθαρση” από τον κ. Χρυσοχοίδη είναι σχεδόν αστείο, μιας και βρίσκεται σε αυτή τη θέση ακριβώς για να επιτελέσει μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία. Είναι άλλωστε ο εμπνευστής του δόγματος της “μηδενικής ανοχής”. Αυτό έταξε άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, αυτό πράττει και τώρα.
Αν μη τι άλλο ο κ. Χρυσοχοίδης είναι απόλυτα συνεπής στο σκεπτικό του.
Όσο συνεπή είναι φυσικά και τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας τα οποία με τη σειρά τους, έσπευσαν να αναπαράξουν το non paper της κυβέρνησης το οποίο αρχικά δημοσιεύθηκε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και μιλούσε για “τριάντα νεαρούς που επιτέθηκαν στην αστυνομία”. Μετά την ωμή αλήθεια των βίντεο των αυτοπτών μαρτύρων, τα κεντρικά δελτία ειδήσεων αναγκάστηκαν να αλλάξουν για λίγο την επιχειρηματολογία τους, και εν συνεχεία έδωσαν τον λόγο στους συνδικαλιστές της ΕΛΑΣ και σε κύρια στελέχη της κυβέρνησης, τα οποία ανέπτυξαν τη νέα ρητορική προάσπισης της κρατικής βίας.
Το πιο τρομακτικό απ’ όλα είναι πως αφενός βλέπουμε τον εκτροχιασμό της λειτουργίας των media στην Ελλάδα να συντελείται στον πιο ακραίο του βαθμό, και από την άλλη, την αναδυόμενη επαναφορά πρακτικών απόλυτου σκοταδισμού που μας γυρνάει πολλές δεκαετίες πίσω.
Πράγματι, και σε άλλες χρονικές περιόδους είχαμε όξυνση της αστυνομικής βίας. Οι δολοφονίες Καλτεζά, Τεμπονέρα και Γρηγορόπουλου, δεν έγιναν ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα. Σήμερα όμως βλέπουμε να συντελείται μπροστά στα μάτια μας και κάτι ακόμα: Η επαναφορά του συστημικού χαφιεδισμού και της ποινικοποίησης της ιδεολογίας. Εδώ πήγαν περίπατο τα προσωπικά δεδομένα, με τον κ. Κυρανάκη να δίνει στον “αέρα” τα στοιχεία του θύματος, προσπαθώντας να τον κάνει θύτη.
Το αφήγημα για τον νεαρό που ξυλοκοπήθηκε αναίτια από την αστυνομία, πατούσε ακριβώς πάνω σε αυτό: Έπρεπε να συλληφθεί γιατί είναι δήθεν μέρος “αριστερής συλλογικότητας” και μετείχε σε πορείες για τον Κουφοντίνα. Η κυβέρνηση ανάγει λοιπόν την ιδεολογική της κόντρα με την Αριστερά σε βεντέτα, δημιουργεί εχθρούς συνεχίζοντας την πολιτική “παραδειγματισμού”, ενώ ομολογεί πως φακελώνει πολίτες βάσει φρονημάτων.
Αυτή τη φορά όμως, πήγε και ένα βήμα παραπέρα. Τα έβαλε με απλούς “νοικοκυραίους”, ανθρώπους της μεσαίας τάξης, του “κέντρου” όπως συνηθίζουμε να λέμε σε εκλογικές περιόδους, προκαλώντας αποτροπιασμό με τη δράση της σε μια αστική γειτονιά.
Τώρα, θα πει κανείς και με το δίκιο του. Μα καλά, και στα Εξάρχεια δεν ζουν οικογένειες; Φυσικά, όπως και στο Χαλάνδρι, στο Κουκάκι, στην Κυψέλη και πάει λέγοντας.
Απέτυχαν στην πανδημία, τα ρίχνουν αλλού
Βλέπετε, για την κυβέρνηση ο εχθρός δεν είναι μόνο ο “αριστερός”, ο “αντιδραστικός”, ο “αμφισβητίας” γιατί πλέον, εχθρός είναι συλλήβδην ο πολίτης που δεν υπακούει. Άπαξ και απέτυχε στη διαχείριση της πανδημίας, το Κράτος πρέπει να ρίξει το φταίξιμο αλλού.
Από την άλλη, το υπουργείο ξυλοδαρμού του πολίτη, μας έδειξε μονάχα ένα μικρό μέρος από τα προσεχώς. Κοινώς, μας παρουσίασε μερικά πλάνα από την καταστολή που θα ακολουθήσει στις μεγάλες πορείες που θα έρθουν, όταν “σκάσει” σαν βόμβα η οικονομική κρίση που έπεται της υγειονομικής. Αυτό που παρακολουθήσαμε -οι περισσότεροι- από τις οθόνες μας, ήταν μονάχα ένα προληπτικό ξύλο.
Ο πολίτης αυτή τη στιγμή διάγει μια περίοδο κατά την οποία θα τους βόλευε να κυμαίνεται κάπως έτσι: Δουλειά, προαυλισμός σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, ψώνια με στενό γεωγραφικό εύρος, ενημέρωση από ελεγχόμενα δίκτυα, κατανάλωση τηλεοπτικών “θεαμάτων” τύπου Survivor, και πάλι από την αρχή. Σε περίπτωση που τολμήσει να φωνάξει κανείς για τα κακώς κείμενα, τότε τον περιμένει το πιο σκληρό πρόσωπο του Κράτους, για να του θυμίσει μέχρι πού μπορεί να κινηθεί.
Δεν είμαστε όμως σκύλοι δεμένοι στο βαρέλι της κρατικής εξουσίας (το οποίο ως πρακτική ούτως ή άλλως απαγορεύεται).
Όπως πολύ σωστά είχε πει ο κ. Παφίλης στη Βουλή, το γκλοπ και το ξύλο, έχουν δύο “άκρες”. Τη μια άκρη μπορεί για την ώρα να την κρατάει το όργανο της τάξης. Την άλλη όμως, κάποια στιγμή θα την πάρει στο χέρι ο λαός, πολύ απλά γιατί δεν ζούμε σε καθεστώς δικτατορίας.
Όσο για τη στάση της αντιπολίτευσης, η θέση του κ. Βαρουφάκη τον τιμά πραγματικά. Εντός πλαισίων στρατηγικής συγκυρίας, πρότεινε την ευρεία σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου ενάντια στην αστυνομοκρατία και την ασυδοσία.
Η πρότασή του μονάχα σαν “κούφια” δεν φαντάζει και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν άνοιγε τον δρόμο για μια ουσιαστική συζήτηση ανάμεσα σε εκείνους που βλέπουν τα δημοκρατικά κεκτημένα χρόνων, να τίθενται σε ιστορικό κίνδυνο. Με πρόφαση την πανδημία.