Το φάκελο της δεύτερης και τελικής φάσης για την ένταξη της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκας στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, παρέδωσε σήμερα στον Περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρο Αρναουτάκη ο Πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΑΚ Πέτρος Ινιωτάκης και η πενταμελής ομάδα εργασίας του τμήματος που είχε συσταθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Ο Περιφερειάρχης Κρήτης αφού εξέφρασε την ικανοποίηση του για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου φακέλου, ανέφερε ότι πρόκειται να τον προωθήσει άμεσα στην Γενική Γραμματέα Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, όπως επίσης τον ερχόμενο Οκτώβριο θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση για την προβολή της προσπάθειας και του διαχειριστικού σχεδιασμού.
Ο Πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΑΚ Πέτρος Ινιωτάκης επεσήμανε ότι το δεύτερο αυτό μέρος ολοκληρώνει τον απαιτούμενο φάκελο, που συντάχτηκε σύμφωνα με την προγραμματική σύμβαση, για την προώθηση του αιτήματος για την ένταξη της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκας στην Ελληνική «tentative list» και την εγγραφή της στη συνέχεια, στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Ιστορικά στοιχεία
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας. Το αρχαίο του όνομα ήταν Καλυδών, αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάστηκε στα λατινικά “spina lunga” (προφορά: σπίνα λούνγκα), που σημαίνει «μακρύ αγκάθι». Από αυτή την ονομασία και με παράφραση το νησάκι πήρε την σημερινή του ονομασία. Οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του.
Ο Ενετός χαρτογράφος Βιντσέντσο Κορονέλλι υποστηρίζει πως η Σπιναλόγκα δεν ήταν πάντα νησί, αλλά ήταν φυσικά ενωμένη με την γειτονική χερσόνησο Κολοκύθα. Αναφέρει πως το 1526, οι Ενετοί κατέστρεψαν μέρος της χερσονήσου και δημιούργησαν το νησί. Λόγω της τοποθεσίας του το νησί ήταν ήδη οχυρωμένο από την αρχαιότητα προκειμένου να προστατευθεί η είσοδος στο λιμάνι της αρχαίας πόλης Όλους.
Η Όλους, και γενικότερα η ευρύτερη περιοχή, ερημώθηκαν το 7ο αιώνα λόγω των αραβικών επιδρομών στην Μεσόγειο. Η Όλους παρέμεινε εγκαταλελειμμένη μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα όταν οι Ενετοί εκμεταλλεύτηκαν την περιοχή για την συγκέντρωση αλατιού από τα αλμυρά νερά του κόλπου. Συνεπώς, η περιοχή απέκτησε σημαντική αξία ως εμπορικό κέντρο και συστηματικά κατοικήθηκε ξανά. Αυτό το γεγονός, καθώς και η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οδήγησαν τους Ενετούς στην οχύρωση του νησιού.
Άρχισε να οχυρώνεται το 1574 όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και οι Ενετοί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θα ερχόταν και η σειρά της Κρήτης. Με την οχύρωση του νησιού αυτού οι Ενετοί ήθελαν αφενός να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους πειρατές και από τον τουρκικό στόλο, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της Ελούντας από όπου θα έπαιρναν το αλάτιγια την Μεσευρώπη αφού είχαν στερηθεί των παρομοίων της Κύπρου.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια μέχρι το1715. Αυτό οφείλεται στην άρτια οχύρωση της. Όπως πληροφόρησε τον Βενετό Δόγη ο Γενικός Προνοητής Δολφίν στις 26 Νοεμβρίου του έτους αυτού, τόσο οι Προνοητές της Σούδας Αλβίζε Μάνιο και Πάολο Πασκουάλι όσο και ο Προνοητής της Σπιναλόγκας Φραγκίσκος Γιουστινιάν έκαναν το καθήκον τους, αλλά δεν μπόρεσαν να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. Όλο αυτό το διάστημα των 65 χρόνων εκεί έβρισκαν καταφύγιο οι “Χαΐνηδες” οι επαναστάτες Κρητικοί που μην αντέχοντας τους σκοτωμούς, τις δολοφονίες, τους απαγχονισμούς, τι λεηλασίες, τους εξανδραποδισμούς που από την πρώτη μέρα εφάρμοσαν οι νέοι κατακτητές Τούρκοι στο νησί, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε αμέσως το αντάρτικο με τις συνεχείς επαναστάσεις μέχρι το 1898 που έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος από την Κρήτη.
Το 1905 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο όπου οδηγήθηκαν όλοι οι λεπροί της Κρήτης, οι οποίοι πρώτα βρίσκονταν απομονωμένοι στη «Μεσκινιά», έξω από το Ηράκλειο και θεωρούνταν εστία μολύνσεως και για τον υπόλοιπο λαό.
Κατά την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς και ήταν αναγκασμένοι να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, δεδομένου ότι το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σε άλλα χωριά, όλη δε την παράλια περιοχή την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια γιατί φοβούνταν απόβαση των Άγγλων σ’ εκείνο το μέρος. Ούτε ποτέ μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός και γι’ αυτό λειτουργούσαν παράνομα ραδιόφωνα και ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους.
Τελικά το 1957 έκλεισε ιαθέντων των λεπρών με τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. Μετά το 1957 για αρκετές δεκαετίες έμεινε αναξιοποίητη και μετά το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών άρχισε να γίνεται συστηματική αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλαιών οικιών, των δρόμων κλπ.
Χιλιάδες επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο το πανέμορφο αυτό νησάκι με καραβάκια που ξεκινούν κάθε μία ώρα από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι στην στεριά και απέχει περίπου 800 μέτρα.