Στα Χανιά, την πόλη που μέσα σε λίγες ώρες είδε μιαν ολόκληρη περιοχή της ν’ αφανίζεται την άνοιξη του 1944, θα παρουσιαστεί το καινούργιο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν». Την εκδήλωση, που θα γίνει το Σάββατο 19 Φεβρουαρίου και ώρα 7 το απόγευμα στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων (Ανδρέα Παπανδρέου 70), οργανώνει η Περιφέρεια Κρήτης- Περιφερειακή Ενότητα Χανίων σε συνεργασία με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, τη Λέσχη Φιλαναγνωσίας «Ταξιδευτές στο φως», τις εκδόσεις «Καρμάνωρ» και το Βιβλιοπωλείο Πετράκη.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Μανώλης Μανούσακας, ιστορικός ερευνητής – οπτικός, Βαρβάρα Περράκη, φιλόλογος, πρόεδρος του Συλλόγου Φιλολόγων Χανίων, Στέλλα Καλυτεράκη, δικηγόρος. Θα συντονίσει ο Ματθαίος Φραντζεσκάκης, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων.
Σύντομες παρεμβάσεις για το έργο του συγγραφέα θα κάνουν οι Σταμάτης Αποστολάκης, δάσκαλος – λαογράφος και Βαγγέλης Κακατσάκης, δάσκαλος – ποιητής.
Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος βρίσκεται ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, η βύθιση του πλοίου «Τάναϊς», τη νύχτα της 8ης προς την 9η Ιουνίου 1944. Στ’ αμπάρια του ήταν κλεισμένοι πάνω από 100 Κρήτες πατριώτες, 120 περίπου Ιταλοί αντιφασίστες και ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης. Τα Χανιά πλήρωσαν πολύ ακριβά την απόφαση των ναζιστικών αρχών να φορτώσουν σ’ ένα τραυματισμένο καράβι τους ομήρους, σε μιαν εποχή που οι ελληνικές θάλασσες είχαν μετατραπεί σ’ ένα απέραντο πεδίο μάχης, με σμήνη βομβαρδιστικών να σαρώνουν τον ουρανό και πλήθος υποβρυχίων να τορπιλίζουν ό,τι τους κινούσε την υποψία. Εκτός από τους 300 περίπου Ελληνοεβραίους κάθε ηλικίας που μέχρι την εξόντωσή τους κατοικούσαν στην πόλη, στ’ αμπάρια του μοιραίου σκάφους βρίσκονταν κλειδωμένοι 24 κάτοικοι του οικισμού Κάμποι Κυδωνίας και άλλοι αντιστασιακοί από τα Χανιά και τα χωριά του Νομού.
«Τώρα και δεκαετίες είχα στα χέρια μου προσωπικές αφηγήσεις ανθρώπων που σχετίστηκαν με την ιστορία» λέει ο Νίκος Ψιλάκης. «Αποφάσισα τώρα, ύστερα από πολλή σκέψη, να γράψω τούτο το ιστορικό μυθιστόρημα για ν’ αναπαραστήσω ένα πολύ σοβαρό ιστορικό γεγονός που δεν είχε επαρκώς ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη. Τις αφηγήσεις συμπλήρωσε η έρευνα των αρχειακών πηγών, τα τεκμήρια που ξεκαθαρίζουν το τοπίο και ξεδιαλύνουν τον μύθο. Δεν πρόκειται για μια απλή λογοτεχνική αφήγηση της ιστορίας αλλά για ένα σκηνικό που έχει στηθεί συνταιριάζοντας το πραγματικό γεγονός με τα επινοημένα πρόσωπα».
Το μυθιστόρημα δεν περιορίζεται στο θλιβερό τελευταίο χρόνο της ναζιστικής κατοχής, αλλά παρακολουθεί τις ζωές των ανθρώπων, περιγράφει την Κρήτη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τη δεκαετία του 1960, προεκτείνοντας συχνά την αφήγηση σε ακόμη προγενέστερες εποχές, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας φιλοτεχνεί μια πολύχρωμη κοινωνική τοιχογραφία εστιάζοντας στα γεγονότα κι επιχειρώντας να ακουμπήσει τον ψυχισμό των απλών ανθρώπων, που κάποτε η ιστορία τις ονομάζει απλώς «παράπλευρες απώλειες».
Ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ένας μετανάστης που έφυγε παιδί από τον τόπο του, επιστρέφει στο νησί 20 χρόνια μετά τον πόλεμο και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του που όλοι πιστεύουν ότι είχε χαθεί στο ναυάγιο του «Τάναϊς». Εκείνος αποφασίζει να συνεχίσει την έρευνα, (ξανα)ζεί τον πόλεμο μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, και παρακολουθεί τις συνέπειές του, που συνεχίζουν να επηρεάζουν με πολλούς τρόπους τις ζωές των ανθρώπων. Επηρεάζουν, όμως, άμεσα ή έμμεσα, και τη δική του ζωή. Ξανασυναντά παλιούς έρωτες, βρίσκεται μπροστά σε ανατροπές, αναζητεί όχι μόνον τον χαμένο πατέρα αλλά και τη δική του ταυτότητα.
Μαζί με τον αφηγητή, που εμφανίζεται ως φαινομενικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, στην αφήγηση πρωταγωνιστεί και ο ίδιος ο τόπος. Η Κρήτη της Κατοχής, της Αντίστασης, του αγώνα για αξιοπρέπεια. Τα Χανιά κατέχουν κομβικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Η πόλη, το λιμάνι, η ερημωμένη γειτονιά, οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων, οι μικρές και μεγάλες ψηφίδες προσδίδουν στην εικόνα πανοραμικές διαστάσεις.