“Τον καιρό εκείνο, λες και ο Θεός να είχε ευλογήσει τη θάλασσα του Ρεθέμνους και καθημερινώς τα ψαροκάικα και ιδιαιτέρως τα γρι – γρι, έρχονταν φορτωμένα μέχρι τα μπούνια τα ψάρια και κυρίως αφρόψαρα, όπως ρίκια – παλαμίδες, ορτσίνια, κολιούς, σκουμπριά, καλαμόβουπες, σαρδέλλες και σαυρίδια.
Και γέμιζε η αγορά και οι δρόμοι της πόλης ψάρια και υπαίθριους ψαροπώλες, οι οποίοι πουλούσανε μία δραχμή, όσο η αξία μιας εφημερίδας, ένα τελάρο ψάρια, περίπου 15 οκάδες δηλαδή. Στο Ρεθεμνιώτικο λιμάνι υπήρχαν σε μόνιμη βάση δυο με τρεις ανεμότρατες, μια τράτα της στεριάς, δύο γρι – γρι της νύχτας, ένα της μέρας και το μοναδικό στην Κρήτη βελονόδικτο, που κάλαρε, συνήθως τη μέρα, τις περίφημες ζαργάνες, που «παίζανε» κοπαδιάρικες ανοιχτά της Φορτέτζας. Επίσης υπήρχαν ψαροκάικα με πολλά μανόδιχτα και παραγαδιάρικα. Και ήταν αναμενόμενη η καθημερινή πλούσια συγκομιδή, με τα φημισμένα Ρεθεμνιώτικα ψάρια. Καθημερινώς τα ψαροκάικα έφερναν στο λιμάνι ότι καλό ψάρι μπορούσες να επιθυμήσεις. Βλάχους, ροφούς, συναγρίδες, στείρες, φαγκριά, σαργούς, ξυλομούρμουρα, μαγιάτικα, ρίνες, σκυλόψαρα, σαλάχα, καραβίδες, αστακούς και άλλα. Ούτε λίγο ούτε πολύ το Ρεθεμνιώτικο λιμάνι είχε μετατραπεί, κατά κάποιο τρόπο σε ιχθυόσκαλα.
Στην κατεύθυνση αυτή βοηθούσε και η Ηλεκτρική Εταιρία του Ρεθύμνου που δεν προλάβαινε να βγάζει πάγο για τη συντήρηση των ψαριών, προκειμένου να προωθηθούν στα χωριά του νομού και στις αγορές Ηρακλείου και Χανιών. Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο βυθός της θαλάσσιας περιοχής 15 με 20 μίλια βορείως του Ρεθέμνους, ήταν και θα πρέπει να είναι και σήμερα, ένας απέραντος πάγκος γνωστός στους ψαράδες με το όνομα «πλακωτό». Ο τόπος αυτός ήταν πλούσιος σε αλιεύματα και σφουγγάρια, λόγος για τον οποίο έρχονταν στο Ρέθεμνος, κάθε καλοκαίρι, «κονσέρβες – κονσέρβες» τα σπογγαλιευτικά από τη νησιώτικη χώρα, κυρίως δε από την Αίγινα, το Τσιρίγο, τη Λέρο, την Κω και την Κάλυμνο. Και μοσχοβολούσε τα δειλινά το βενετσιάνικο λιμανάκι από το «γάλα» των σφουγγαριών, στη διαδικασία επεξεργασίας τους από τους σφουγγαράδες, καθώς αφαιρούσαν τη μεμβράνη που τα περιέβαλε και χυνόταν το παχύρρευστο γαλακτώδες υγρό, με το χαρακτηριστικό ιωδιούχο άρωμα της θάλασσας. Και έμοιαζε το Ρεθεμνιώτικο λιμανάκι γιορτοντυμένο, όταν οι σφουγγαράδες άπλωναν τα σφουγγάρια τους για να στεγνώσουν στα μπεντένια του φαναριού, στους γύρω χώρους και στα ξάρτια των καϊκιών, έτσι όπως έπαιζε το χρυσάφι τους χρώμα με τις ηλιαχτίδες.”
Από το “Ρέθεμνος που έφυγε” του Δ. Ποθουλάκη.
[φώτο Γιώργος Πυροβολάκης]