ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗ

“Του καλοκαιριού τού πρέπει ένας Χαρούλης” – του Χρήστου Κιούση

Ο Χρήστος Κιούσης γράφει για τον πιο εμπορικό Έλληνα καλλιτέχνη αυτή τη στιγμή, που εκτός από μουσικός, performer, ερμηνευτής, παραμένει ένα απλό παιδί από την Κρήτη, που αγαπάει τα τραγούδια και τους δημιουργούς τους.

Ο Γιάννης Χαρούλης στο Ρέθυμνο

Το άρθρο προφανώς δεν μπορεί να θεωρηθεί promo, μια που οι συναυλίες του Γιάννη Χαρούλη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ολοκληρώθηκαν με εντυπωσιακά sold out. Τί δηλαδή, να κατηγορηθώ ότι προωθώ τον Κρητικό ερμηνευτή; 14 χιλιάδες άνθρωποι τον είδαν σε δυο βραδιές στο Θέατρο Γης στην Θεσσαλονίκη, πόσοι άλλοι στην Αθήνα, το διπλό cd του με το live από το Λυκαβηττό ταξιδεύει μέσα σε τόσα ελληνικά αυτοκίνητα, ειδικά το καλοκαίρι και δεν νομίζω να υπάρχει γλέντι, που να μην ακουστεί το λαούτο του και η χαρακτηριστική βυζαντινή φωνή του με την κρητική ντοπιολαλιά.

Κάποτε το καλοκαίρι ξεκινούσε όταν ο Νίκος Παπάζογλου ανέβαινε στο Θέατρο Λυκαβηττού, να μας παίξει τα Σύνεργα, τη Ρωγμή του Χρόνου, τον Βούδα και τον Κούδα, με το χαρακτηριστικό κόκκινο φουλάρι του πάνω από το τζιν πουκάμισο κι εμείς να κρύβουμε τα μπουκάλια με το ούζο στα μανίκια των τζιν μπουφάν μας, που μόνο κρυψώνα μας προσέφεραν. Ο Νικόλας δεν είναι πια εδώ και άσχετα αν τα cd του είναι πάντα στο αμάξι, το καλοκαίρι μας χρειαζόταν έναν νέο αφέτη, έναν άλλο παραδοσιακό ροκά να το ξεσηκώσει, να το εκκινήσει.

Ως λάτρης της ελληνικής μουσικής και ειδικά της παραδοσιακής με ικανοποιεί στο μέγιστο βαθμό το φαινόμενο Χαρούλης. Όχι δεν ήμουν από τους πρώτους που τον άκουσαν, τον ανακάλυψα πριν από μερικά χρόνια κι αυτό γιατί ήμουν κουμπωμένος απέναντι στους νέους “έντεχνους” και “παραδοσιακούς”. ‘Ακουγα πολλές μιμήσεις, πολλές ίδιες φωνές, πολύ βαρύ ύφος, αυτό που πολύς κόσμος δικαίως χαρακτηρίζει “εντεχνίλα”. Για κάθε Μάλαμα, Αλκίνοο, Περίδη, Τσαλιγοπούλου, Πασχαλίδη, Θηβαίο, Λειβαδά, Ζερβουδάκη, Σιόλα, Ζαμάνη, Βελεσιώτου, Δουρδουμπάκη φύτρωναν και 5 κλώνοι στον καθένα, που επειδή ακριβώς ήταν κλώνοι, μουρμούριζαν κάτι ακατανόητα πράγματα με κλεμμένα ακόρντα κι αργά ή γρήγορα έβρισκαν το δρόμο τους σαν opening act στα μπουζούκια.

Κόντρα σε όλα τα παραπάνω εμφανίστηκε ο Χαρούλης πρώτα με τις ρίζες του, την κρητική μουσική, τα τραγούδια του Ξυλούρη, των Χαϊνηδων, του Μαρκόπουλου κι έπειτα με τη μουσική και τα λόγια του Θανάση Παπακωνσταντίνου αυτού του συνθέτη, αυτού του ποιητή, αυτού του έμμετρου φιλοσόφου. Με το λαούτο σφιχτά πάνω του, με το ρυθμό να πηγάζει από μέσα του, με την παρέα του επί σκηνής, ένας ροκάς παραδοσιακός, γελαστός, ευαίσθητος και το κυριότερο ακούραστος, με σεβασμό σε αυτούς που ανηφόρισαν να τον ακούσουν, όχι μόνο γιατί πλήρωσαν εισιτήριο, αλλά γιατί αντάμωσαν.

Θυμόμασταν τις προάλλες με τον Φώτη Λάζο από την παραγωγή στη συναυλία στο Θέατρο Γης το φιάσκο με τους Placebo, που ήρθαν με 40 ευρώ εισιτήριο κι έφυγαν μετά από 48 λεπτά συναυλίας! Θα μου πείτε, τί συγκρίνεις ρε Χρήστο; Συγκρίνω ήθος καλλιτεχνικό και ανθρώπινο κι αυτό δεν περιορίζεται από είδος μουσικής και γλώσσα ερμηνείας. ‘Η τό ‘χεις ή δεν τό ‘χεις… Ο Γιάννης ευχαρίστησε το κοινό καμιά δεκαριά φορές, ειδικά τα παιδιά που ήταν εκεί ως αργα και πόσα πολλά παιδιά ήταν ρε φίλε ευτυχώς, μας είπε και μπόλικες “εβίβες” και “με τις υγείες σας” και συνέχιζε να βαράει ακούραστα.

Ο Χαρούλης μπορεί να κρατήσει μια συναυλία μόνος του, αυτός, ένα λαούτο, κανένα εφέ, κανένα video wall πίσω του, όλα είναι αχρείαστα. Οι μουσικοί όμως, οι φίλοι του, οι σύντροφοί του είναι εκεί εναρμονισμένοι κι αναντικατάστατοι. Ο μυθικός Πάνος Τόλιος (Ξύλινα Σπαθιά) στα κρουστά, δίπλα του βαράει ο Βασίλης Μπαχαρίδης ένας από τους καλύτερους ντράμερς στη χώρα, ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Μιχάλης Καλκάνης στο κόντρα μπάσο, ο Mark Nieeuwenhuis που ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκε με την τρομπέτα του να παιανίζει κρητικά από το Άμστερνταμ δίπλα στον Χαρούλη, ο Λευτέρης Ανδριώτης με τη λύρα του, επιτέλους σε ρόλο όχι ηχητικού δυνάστη, αλλά μουσικού οργάνου και τελευταίος αλλά όχι έσχατος ο Κωνσταντής Πιστιόλης με τα πνευστά του, τις φλογέρες, τα κλαρίνα, τη γκάιντα. Ειδικά η εικόνα του Κωνσταντή να δαμάζει τη γκάιντα σαν να έχει αρπάξει από το λαιμό αγριοκάτσικο κι ο Χαρούλης “να της δίνει” χοροπηδώντας, νομίζω εικονοποιεί το όλον αυτής της παρέας. “Ήρθαμε να σας χορέψουμε, να σας γλεντήσουμε και μετά ξαναφεύγουμε και καλήν αντάμωση με το καλό.”

Πολύ λίγα πράγματα μιλήσαμε με τον Γιάννη στις δυο τρεις φορές που βρεθήκαμε. Ήταν κι αυτός πολύ κουρασμένος, ήθελα κι εγώ να είμαι διακριτικός κι όχι πρήχτης, κρατάω κυρίως αυτό: “Άμα μπορέσεις Χρήστο να έρθεις μια φορά στην Κρήτη να μας ακούσεις. Εκεί παίζουμε αλλιώς, εκεί λέμε κι άλλα πράγματα, διαφορετικά, που μόνο στην Κρήτη λέγονται.”

Στην Κρήτη λοιπόν Γιάννη μου, στην Κρήτη.

Υ.Γ. Τα βιντεάκια είναι bonus, έτσι για να έχετε και μια διαφορετική οπτική, αν κι από όπου κι αν τη δεις τη συναυλία του Χαρούλη, καλά θα περάσεις!