ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗ

Βινίτσιο Καποσέλα: “Ο Ψαραντώνης, σαν ζωντανό άγαλμα, παγώνει το παρόν”

Ψαραντώνης

Ο Ιταλός τραγουδοποιός Βινίτσιο Καποσέλα ακούει, μαγεμένος, στα Ανώγεια τον Ψαραντώνη να τραγουδάει. «Σαν τον μυστικιστή της Ασίζης», γράφει, «παίζει λύρα και συνομιλεί με τα πλάσματα, τα βράχια και τον άνεμο».

Μυστηριώδες, γυμνό, βουνό. Οι λευκές ραβδώσεις που το αυλακώνουν ακόμα και το καλοκαίρι δεν είναι αλάτι ούτε βράχια. Είναι χιόνι. Ενώ όλα τριγύρω είναι καυτός αέρας και θάλασσα, οι λευκές γραμμές αντέχουν. Είναι σαν ρυτίδες σε αυτό το λείο πανετόνε χωρίς δέντρα που διαγράφεται στη θάλασσα, που υψώνεται πίσω από την πόλη. Αδιάφορος για τον κόσμο, ο Ψηλορείτης ξεπροβάλλει αμνήμων. Ψηλώνει κάτω από τα πόδια μας καθώς ανεβαίνουμε. Όσο ανεβαίνουμε, παραχωρούμε τη θέση μας στα πρόβατα, στις κατσίκες, που αναμειγνύονται με τους θάμνους, τα χρώματα της γης. Όσο περισσότερο ανεβαίνεις, τόσο η γη αποκτά μια σεληνιακή όψη. Η ατμόσφαιρα γίνεται λεπτή, ελαφριά, ακόμα και στην καλοκαιρινή ζέστη. Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε. Όλα γίνονται αρχέγονα.

Δεν μιλάει κανείς· μονάχα ο άνεμος και το βέλασμα. Ίσως όπως τον καιρό του Δία. Οι Κουρήτες, οι φύλακες του Δία, χτυπούσαν δυνατά τις ασπίδες για να τον προστατεύσουν από τη μανία του πατέρα του, του Κρόνου, του χρόνου, ο οποίος θα καταβρόχθιζε και τον Δία, όπως καταβρόχθιζε το καθετί.

Τα τζιτζίκια δεν ακούγονται πια. Πετάει το γεράκι. Τα πρόβατα μαζεύονται στις χορταριασμένες κοιλάδες. Η ατμόσφαιρα σαλεύει από τα καμπανάκια τους, απ’ όπου τα αναγνωρίζουν οι βοσκοί. Όταν ξυπνούν, συγκεντρώνονται κοντά στο νερό, τη νύχτα κοιμούνται.

Αντιθέτως, οι κατσίκες, με το ορθογώνιο μάτι τους, από πείσμα στέκονται ξέχωρα, μοναχικές πάνω στα ψηλότερα, πιο απόμακρα βράχια. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, πήρε το πρόβατο, ο διάβολος όμως ήθελε την κατσίκα. Η περήφανη και μοναχική κατσίκα. Αυτή που χτυπάει το τύμπανο του διαβόλου.

[…]Ανάμεσα στον άνεμο και στις κατσίκες ο ήχος της λύρας γίνεται ήχος φύλλων ή πέτρας, φωνή δέντρου ή γερακιού. Ο Ψαραντώνης, σαν τον μυστικιστή της Ασίζης, παίζει και συνομιλεί με τα πλάσματα, τα βράχια και τον άνεμο. Το φιδίσιο κεφάλι της λύρας του μιμείται τη γλώσσα των πουλιών. Αν η σύγχρονη εποχή περικλείνει και παγώνει τα νεκρά αγάλματα στο μουσείο, ο Ψαραντώνης, σαν ζωντανό άγαλμα, σαν αρχαία θεότητα της ξαναγεννημένης γης, παγώνει το παρόν. Το τραγούδι του είναι το τραγούδι της γης, αυτό που επανιδρύει τον κόσμο.

Τραγουδάει μαζί με τη λύρα και τον άνεμο, σαν βοσκός πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια.

Ο Βινίτσιο Καποσέλα έχει επισκεφτεί πολλές φορές την Ελλάδα, και ανάμεσα στα μουσικά του έργα ιδιαίτερη θέση έχει ένας κύκλος τραγουδιών επηρεασμένων από το ρεμπέτικο. Τραγούδια του στα ελληνικά έχει τραγουδήσει και η Δήμητρα Γαλάνη.

Πίσω του ανοίγεται διάπλατα το στόμα του βράχου του Ιδαίου Άντρου, σιωπηλό. Μπαίνοντας, στη σκιά υπάρχει ένα τοιχάκι που άφησε το χιόνι καθώς έλιωνε. Ο Ψαραντώνης μένει και παίζει, αιωρούμενος σε αυτό το ιερό στόμα, ανάμεσα στο σκοτάδι της γης και στον άνεμο του βουνού που δεν αλλάζει ποτέ εποχή.

Με τσι μικρούς ήμουν μικρός με τσ’ άντρες αντρειωμένος,
με τσι παραπονιάρηδες πιο παραπονεμένος.

Ω, το παντέρμο του καιρό πώς φεύγει, πώς γαργάρει,
κι ό,τι κι α’ φέρει η ανατολή η δύση θα το πάρει.

Ενώ τα πρόβατα στην κοιλάδα μαζεύονται κοντά στο νερό. Ο Ψαραντώνης τραγουδάει τους θεούς. Τραγουδάει μαζί με τον Δία, τον ποιμένα:

Στου Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει,
ώστε να λιώσει το παλιό καινούργιο το πλακώνει.

Ο Δίας ήντονε βοσκός στ’ ανωγειανό αόρι,
ήντονε και το σπίτι του μέσα στο Περαχώρι.

Τραγουδάει μαζί με τα πουλιά:

Πού ’ναι ο καιρός, πουλάκι μου, πού ’ναι ο καιρός, πουλί μου,
που σ’ έκαμα βασιλικό και σ’ έβανα στ’ αφτί μου.

Και μαζί με το σταυραετό, ενώ τον ζηλεύει:

Ζηλεύω του σταυραετού απού πετά στα νέφη
και παίζει με τσι αστραπές και με τ’ αστροπελέκια.
Στο βράχο χτίζει τη φωλιά στο χιόνι ζευγαρώνει.

Ίσως απλώς ονειρεύτηκα το φως των Ανωγείων, το πράσινο των φυτών, το γαλάζιο του ουρανού, τα τραπεζάκια στη σκιά. Ο Ψαραντώνης και η γυναίκα του.

Η αδερφή του Νίκου και του Αντώνη Ξυλούρη πουλάει μικρά σάλια ανάμεσα στις αναμνηστικές φωτογραφίες όλης της εκπληκτικής οικογένειας Ξυλούρη. Ο θρύλος Νίκος Ξυλούρης ζωντανεύει στις φωτογραφίες και στα κειμήλια της κουζίνας-μουσείου που φυλάει σαν ιέρεια η αδερφή του, προσφέροντας καφέ και ρακή στους προσκυνητές που επισκέπτονται το μουσείο του.

Λένε πως ο Ψαραντώνης έχασε τον μικρότερο γιο του όταν ήταν δύο μηνών· τον είχε ονομάσει Δία. Στις φωτογραφίες ο Νίκος λάμπει· είναι πανέμορφος. Σαν τη θεά Νίκη, είναι ο αρχάγγελος με το μουστάκι, τρομερός και εκτυφλωτικός στα φτερά του τραγουδιού, ο θρύλος της Κρήτης.

Το τραγούδι της λύρας –με αυτό το αρχέγονο φίδι, το φιδίσιο κεφάλι απ’ όπου διακλαδίζονται οι νότες σαν ερπετά– και ο γάμος ενώνουν τα δύο αδέρφια. Στη λύρα φυλάσσεται ο χρόνος της γιορτής. Ο ήχος της ανοίγει ρωγμές στον συμπαγή χρόνο του ωφέλιμου.

//Απόσπασμα (στο βιβλίο έχει τον τίτλο «Ψηλορείτης») από το αφήγημα του Βινίτσιο Καποσέλα «Τεφτέρι». Μόλις κυκλοφόρησε (σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη) από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

«Ο Βινίτσιο Καποσέλα διέσχισε τους δρόμους της Ελλάδας τη χρονιά της οικονομικής κατάρρευσης. Συνάντησε ό,τι απομένει από τους θρυλικούς ρεμπέτες στις ταβέρνες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κρήτης, συλλαμβάνοντας οράματα, μέθη, μαγείες και ψευδαισθήσεις σ’ ένα μικρό σημειωματάριο, το Τεφτέρι του. Ο Καποσέλα διηγείται μια άγνωστη Ελλάδα, βασανισμένη και περήφανη, που ανακαλύπτει ξανά το ρεμπέτικο ως μουσική της κρίσης. Σελίδα τη σελίδα, το Τεφτέρι είναι η μεταγραφή των χρεών και των πιστώσεων που πρέπει να κάνουμε για να “μάθουμε το επάγγελμα της επιβίωσης”. Ο κατάλογος των λογαριασμών με κόκκινο χρώμα, που όλοι έχουν με τη ζωή και τον θάνατο. Γιατί, ήδη από την αρχαιότητα, ό,τι προέρχεται από την Ελλάδα είναι μέρος του παγκόσμιου, μας μιλά για τον άνθρωπο και το πεπρωμένο του, εκεί όπου γεννήθηκε. Όταν ξεπέρασε τις ανάγκες της ζωής και εφηύρε την τέχνη, τη γιορτή και το παιχνίδι. Όταν σήκωσε το κεφάλι κι έγινε άνθρωπος.» (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Πηγή : Andro.gr