[το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε από το μεγάλο Μυλοποταμίτη λυράρη Κώστα Μουντάκη και δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα εκδήλωσης που έγινε στο Πέραμα Μυλοποταμου στις 24.07.1985 (και μας παραχώρησε ο Γ. Σαρρής από την Αλφά Μυλοποτάμου) προς τιμήν των μουσικών]
Αναστορήματα κι εντυπώσεις για τους τρεις βάρδους λυράρηδες, Συνιώρη, Καφφάτο και Γιωρβάση που σήμερα τιμούμε.
Από τις επαφές και την συντροφιά που κατά καιρούς είχα την τιμή να κάνω μαζί τους στα χρόνια τα παλιά, αλλά και σήμερα, βγαίνει ότι, εδώ σ’ αυτό το χώρο του κάτω Μυλοποτάμου έζησαν κι άφησαν εποχή δυο μεγάλοι λαϊκοί μουσικοί που κι εγώ λίγο γνώρισα. Ο Μπαντούρης και ο Στουμπούρης. Οι σημερινοί μας τιμώμενοι, τους έζησαν από κοντά αυτούς τους ανεπανάληπτους βάρδους, διασκέδασαν μαζί τους, αντάλλαξαν γνώμες, πεποιθήσεις και μουσικές αντιλήψεις που είχαν. Άντλησαν απ’ αυτούς βιώματα και μουσικά ακούσματα τα οποία για μας τους νεότερους τα έδωσαν με το δικό τους τρόπο. Έγιναν αυτοί οι τρεις βιρτουόζοι στην περιφέρεια γνωστοί για το ταλέντο τους, μια μουσική γέφυρα και μια σύνδεση του παλιού με το καινούργιο, εννοώ και σε όργανο και σε μουσική και ενώ οι παλιοί τους μαστόροι έπαιζαν με το αχλαδόσχημο λυράκι, με τις αντερόκορδες και το κυρτό δοξάρι με τα γερακοκούδουνα, οι σημερινοί μας τιμώμενοι ευτύχησαν να γνωρίσουν και να χρησιμοποιούν και σήμερα την εξελιγμένη λύρα με την γλώσσα και τις μεταλλικές χορδές, το βιολοδόξαρο και το λαούτο για συντροφιά αντίς γερακοκούδουνα. Αυτά τα λίγα ως προς την λύρα.
Για δε τη μουσική μας τα παλιά χρόνια, σ’ αυτό τον ίδιο χώρο εσυνηθίζοντο χοροί και τραγούδια, ο Πεντοζάλης, Καστρινός, Σούστα και κυρίως Κοντυλιές Μυλοπ/κες, που ήταν και τοπικοί τέλειοι τραγουδιστικοί ρυθμοί και μελωδίες. Σπανιότερα δε οι συρτοί χοροί και μάλλον άγνωστοι σαν μελωδίες και σαν χορός, παρά μόνο στα δυτικά διαμερίσματα της Κρήτης.
Δύσκολο αγαπητοί μου φίλοι να σκιαγραφήσω, με λίγα μόνο λόγια, την προσωπικότητα ενός εκάστου των συναδέλφων μου σήμερα. Δειλά -δειλά όμως θα προσπαθήσω ν’ αρχίσω από το γεροντότερο της παρέας τους, Νίκο Ξυνιώρη (Συνιώρη), Ξυνιωρονικολή, από τον Πρίνο. Έτσι τον γνώρισα και έτσι είναι γνωστός σαν καλλιτέχνης και ποτέ Δεληδάκης. Τον έζησα σαν λυράρη μια και μόνη βραδυά στην Αλφα και μάλιστα το 1948 το Φλεβάρη μια διαλεκτή παρέα που όταν έπιασε την λύρα αλήθεια με συνήρπασε.
Η στάση του, το παίξιμο του, το γέλιο του, η ευαισθησία του δοξαριού του. Πολύ αξιόλογος μερακλής, που ο ενθουσιασμός μου ήταν τόσος που για μια στιγμή βρέθηκα με δυο σάλτους μέσα στον ορνιθώνα τση μάνας μου, αρχίζοντας τα κοπανίδια στις όρθες, γλεντοκοπώντας τις δυο μέρες, παίζοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, μια που ήτο μάλιστα οι παραμονές του μισεμού μου, αποχαιρετώντας τον τόπο μου για ανεύρεση τύχης εκτός Κρήτης.
Ο αείμνηστος Στουμπούρης λέει, έλεγε όταν τον πρωτάκουσε: «Παίζω κι εγώ και ο Μπαντούρης, μα αυτός ο Ξυνιωρονικολής είναι άλλο πράμα. Ο αδελφός μου Νικήστρατος επανειλημένως μου έλεγε, ο Ξυνιώρης είναι ο καλύτερος γλετζές του Μυλοποτάμου, κι εγώ με τη σειρά μου συμπληρώνω. Η πιο σεμνή παραδοσιακή μουσική μορφή είναι ο Ξυνιωρονικολής.
Για τον Δημήτρη Καφφάτο έχω να πω περισσότερα γιατί τον έζησα, τόνε μελέτησα, τον διάβασα και τον ερεύνησα περίσσα. Ψηλαφίζοντας την τέχνη Καφφάτου βρίσκω μια μεγάλη μουσική ευαισθησία. Χάνοντας παρέα τον Καφφάτο διαπιστώνω ότι έχει μια δεξαμενή κεφιού, καλαμπουριού, αυθορμητισμού, ετοιμολογίας και ευθύνης στο ξεφάντωμα του.
Στα μουσικά μου βιώματα αναθράφηκα με ακούσματα του, και θαρρώ, αδιάψευστα το επαναλάμβανω, ότι είναι δάσκαλος μου, γιατί κοντά του αποζητούσα να δω και ν’ ακούσω το μεγαλείο και το θησαυρό της μουσικής μας κληρονομιάς και της παράδοσης του τόπου μας.
Τον Γιωρβασογιάννη ή Πυλινό από τον Κρασούνα, τον γνώρισα όταν ήμουν εγώ κοπέλι κι αυτός ντελικανής. Είχε έλθει στο χωριό μου, σ’ ένα γάμο, Κατοχή ή προπολεμικώς, δεν θυμάμαι.
Στ’ αλήθεια με συνήρπασε ο τρόπος στο παίξιμο της λύρας του. Μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγες φορές αργότερα και πράγματι είναι αξιόλογος σαν τέχνη αλλά, προπαντός σαν -ψυχικό μεγαλείο. Στην μουσική του δίνεται ολόψυχα με πάθος και αυτοδιάθεση και γίνεται ένα με τη λύρα στα χέρια του, αλλά προπαντός η πραότης, η ταπεινοφροσύνη και η Κρητική του αρχοντιά σαν λυράρης είναι κάτι που τον κάνει αγαπητό στο κοινό και στα γλέντια του.
Τον λένε Πυλινό γιατί της ίδιας γενιάς υπήρξε κάποιος Πήλινος από του Πίκρη, όπως και άλλοι που κατά καιρούς έδρασαν με τη μουσική τους και αγαπήθηκαν εδώ στην περιφέρεια, Πολυχρονάκης, Τζανιδάκης ή Σαμαράς και άλλοι οι οποίοι δεν ζούνε σήμερα για να γευτούν τη δόξα και την τιμή μαζί τους, όπως και οι επιζώντες Φακιδάρης, Παπαδογιάννης κ.λ.π. που ίσως να μην άφησαν αξιόλογα έργα, όμως, κάθε ένας είχε και μια προσωπικότητα και μια ιστορία στο χώρο αυτό και απ’ αυτούς οι νεώτεροι εμαθήτευσαν, αξιολόγησαν, διατήρησαν και ορισμένοι εβελτίωσαν και διέδωσαν τη μουσική μας ακόμα και εκτός Κρήτης και εκτός Ελληνικού χώρου.
Είναι άξιοι πολλών επαίνων και συγχαρητηρίων, αγαπητοί μου φίλοι, οι τιμώμενοι σήμερα μουσικοί μας που έγιναν φορείς της μουσικής μας παράδοσης και της Κρητικής λεβεντιάς.
Να ζουν να τους χαιρόμαστε.
Κώστας Μουντάκης, Πέραμα 24-7-1985