Του Μανώλη Γ. Ψαρουδάκη, Αντιπροέδρου του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης – Μέλους του Δ.Σ. της ΕΣΕΕ
Η πανδημία του COVID-19 έχει ήδη κλείσει έναν κύκλο δυο ετών επιφέροντας μια «κοσμογονία» στην διεθνή οικονομία. Στο επίπεδο της ελληνικής οικονομίας, πέρανπάσης αμφιβολίας οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα έντονες, ειδικά σε μια σειρά από τομείς και κλάδους οι οποίοι και επηρεάστηκαν από τα σχετικά περιοριστικά μέτρα. Το λιανικό εμπόριο, ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας ως προς όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, δέχθηκε εξ αιτίας τους εξαιρετικά ισχυρές πιέσεις. Σε απόλυτους όρους οι απώλειες του κλάδου για την περίοδο 2019-2020 ανήλθαν σε 10.1 δις ευρώ, γεγονός που άσκησε σημαντική πίεση ειδικά για τις μικρότερες εμπορικές επιχειρήσεις. Το 2021 παρότι σε υγειονομικούς όρους ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έτος, σήμανε μια σταδιακή επιστροφή στην κανονικοποίηση της αγοράς. Αυτό διαφαίνεται και από τις σημαντικές επιδόσεις που καταγράφει ο αντίστοιχος κλαδικός κύκλος εργασιών. Χαρακτηριστικά, για τον Οκτώβριο του 2021 ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο Λιανικό Εμπόριο σημειώνει αύξηση της τάξης του 13.1% σε σχέση με το 2020. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την σταδιακή προσαρμογή της αγοράς στις ιδιαιτερότητες της πανδημίας και αναδεικνύει την ιδιαίτερη ανθεκτικότητα του κλάδου.
Βέβαια η άνοδος των πωλήσεων φαίνεται πως ευνοεί τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καθώς με βάση τα στατιστικά δεδομένα του Νοεμβρίου, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (που τηρούν διπλογραφικά βιβλία) εμφάνισαν αύξηση της τάξης του 26.8%, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει την εντεινόμενη απόσταση μεταξύ μεγάλων και μικρότερων εμπορικών επιχειρήσεων. Η διαφοροποίηση αυτή εντείνεται αναλόγως του βαθμού ψηφιακής ωριμότητας των επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις δηλαδή, κατά κανόνα περισσότερο ψηφιοποιημένες, αποκτούν εξ αυτού ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του όγκου των συνολικών πωλήσεων. Άλλωστε, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, 6 στους 10 χρήστες του διαδικτύου πραγματοποιούν ηλεκτρονικά αγορές αγαθών ή υπηρεσιών.
Από την άλλη πλευρά, η κανονικοποίηση της αγοράς δεν είναι διακλαδική. Κάποιοι κλάδοι, όπως η εστίαση και ο τουρισμός πέτυχαν εντυπωσιακή αύξηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις εστίασης που τηρούν διπλογραφικά βιβλία πέτυχαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους κατά 95.7% για το Νοέμβριο του 2021 σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2020 ενώ οι επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία στον κλάδο των καταλυμάτων πέτυχαν αύξηση της τάξης του 167% για την ίδια περίοδο. Από την άλλη πλευρά η αντίστοιχη αύξηση για τον Οκτώβριο του 2021 σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020 ανήλθε στο 6.6%. Το στοιχείο αυτό δείχνει τον δισταγμό των καταναλωτών να επισκεφτούν τα φυσικά εμπορικά καταστήματα και γενικά την αγορά.
Η διαδικασία ομαλοποίησης της αγοράς ενισχύεται από την ενσωμάτωση από τις επιχειρήσεις των υγειονομικών πρακτικών, αλλά και την καθολική χρήση των μέσων ατομικής υγειονομικής προστασίας, η οποία μείωσε την ανάγκη αυστηροποίησης των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Σημαντικό ρόλο επίσης είχε για το λιανεμπόριο η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι οι τουριστικές εισπράξεις για τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2021 κατέγραψαν εντυπωσιακή αύξηση σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Η αύξηση των τουριστικών εσόδων αντίστοιχα, τόνωσε την καταναλωτική εμπιστοσύνη και ώθησε την οικονομική δραστηριότητα.
Βέβαια, η αβεβαιότητα παραμένει διάχυτη. Η εντυπωσιακή, όσο και ανησυχητική άνοδος του πληθωρισμού, ο οποίος προσεγγίζει το 5.1% στο τέλος του 2021, ενισχύει την αβεβαιότητα αυτή. Επιπρόσθετα, η σημαντική αύξηση του ενεργειακού κόστους και η συνακόλουθη αύξηση στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού και θέρμανσης, αλλά και η άνοδος των τιμών στα βασικά είδη διατροφής, (η οποία αποτυπώθηκε και στο κόστος του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού), αναμένεται να συρρικνώσει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και να μειώσει την δαπάνη των καταναλωτών στα αγαθά που παρουσιάζουν περισσότερο ελαστική ζήτηση (είδη οικιακού εξοπλισμού, είδη ένδυσης & υπόδησης κ.λπ.).Ας μην ξεχνάμε ότι οι δαπάνες στέγασης, διατροφής και μετακίνησης απορροφούν στη χώρα μας το 50% της συνολικής δαπάνης ενός μέσου νοικοκυριού. Η τάση αυτή αναμένεται να οξύνει τους κλαδικούς δυισμούς, τους οποίους επέτεινε η πανδημική κρίση και στους οποίους αναφέρθηκα. Επιπρόσθετα, όπως δείχνει και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι προσδοκίες των καταναλωτών αναμένεται να είναι δυσμενέστερες σε σχέση με αυτές που αναμένονταν στο τέλος του φθινοπώρου.
Σε κάθε περίπτωση και κατά το 2022 παραμένουν (και εντείνονται) οι μεγάλες προκλήσεις του λιανικού εμπορίου. Ο τεχνολογικός μετασχηματισμός και η ψηφιοποίηση είναι παντού γύρω μας: η ευρεία χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (AI), οι νέοι τρόποι πληρωμής, η χρήση των κρυπτονομισμάτων, η μαζική χρήση εκτυπωτών 3D και των τεχνολογιών ΙοΤs (Internet ofThings) υποχρεώνουν τις εμπορικές επιχειρήσεις να ανέβουν στο τραίνο του ψηφιακού μετασχηματισμού. Από την άλλη, η σταδιακή (αλλά αναπόφευκτη)μετάβαση προς το βιώσιμο εμπόριο (sustainable retail) θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές και στον κλάδο της λιανικής, επιταχύνοντας τον λεγόμενο «πράσινο μετασχηματισμό» των επιχειρήσεων. Η αύξηση των επαναχρησιμοποιούμενων προϊόντων ένδυσης και υπόδησης, οι φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες, η μείωση του αποτυπώματος διοξειδίου του άνθρακα και ο ορθολογικός μετασχηματισμός των logistics αναμένεται να αυξήσουν αισθητά το κόστος και να επηρεάσουν σημαντικά τη λειτουργία, ιδιαίτερα των μικρότερων εμπορικών επιχειρήσεων.
Όμως, παρά την αβεβαιότητα, ή μάλλον εξαιτίας της, το λιανικό εμπόριο οφείλει να συζητήσει, να κατανοήσει και εν τέλει να αντιμετωπίσει συλλογικά τις προκλήσεις τις οποίες εν συντομία σκιαγράφησα. Γιατί, παρότι η βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα είναι προφανώς αναγκαία, η μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα είναι το πραγματικό στοίχημα για το Ελληνικό Εμπόριο.