Με την «έξοδο» στις αγορές, η χώρα επανέρχεται στην «ομαλότητα» της παράδοσης στην αυθαιρεσία των διεθνών και εγχώριων κερδοσκόπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζεται ως «επιτυχία» η αναχρηματοδότηση του χρέους με επιτόκιο 5%, ενώ αυτό έχει συναφθεί με 2%. Εάν ήταν δυσβάστακτο με 2%, γιατί άραγε να είναι λιγότερο δυσβάστακτο με 5%;
Η αναχρηματοδότηση έχει νόημα, εάν τα νέα δάνεια επιτυγχάνονται με κόστος χαμηλότερο των αρχικών, όχι με υψηλότερο. Αλλιώς πρόκειται για ανοησία με υψηλό κόστος. Έπειτα, για να ελαφρύνεται το βάρος του χρέους, θα πρέπει αυτό να τρέχει με ρυθμό χαμηλότερο του εθνικού εισοδήματος που υποτίθεται ότι το εξυπηρετεί. Στη χώρα μας, με τις διαιωνιζόμενες πολιτικές λιτότητας, το εθνικό εισόδημα καταγράφει αρνητικές επιδόσεις, -28% στην τελευταία 4ετια και -4% κατά το τελευταίο έτος. Ακόμη και αν η πρόβλεψη 0,5% για εφέτος θεωρηθεί αξιόπιστη, παραμένει οπωσδήποτε σαφώς κατώτερη από το 5% που επιτυγχάνει η έξοδος στις αγορές.
Είναι δυνατόν μια χώρα να δανείζεται με 5%, ενώ το εισόδημα της σέρνεται με σχεδόν μηδενικούς και αρνητικούς ρυθμούς; Ποια αξιοπιστία μπορεί να βρίσκει αυτή η χώρα στις αγορές, εάν όχι για πολιτικές σκοπιμότητες, και ποιο το μέλλον του χρέους, της οικονομίας, της χώρας και κυρίως των εργαζομένων και του λαού της;
Η βιωσιμότητα όλων αυτών όχι μόνον είναι υποθετική και προβληματική, αλλά το αδιέξοδο για όλους, περιλαμβανομένων και των πιστωτών, είναι απολύτως εξασφαλισμένο. Εάν η χώρα δανείζεται με 5%, θα έπρεπε η ετήσια αύξηση του εθνικού εισοδήματος να είναι ανώτερη του 5%, για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα τόσο του χρέους, όσο και της χώρας, όπως και των εργαζομένων της. Φυσικά, στην σημερινή διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία, ουδεμία περίπτωση υπάρχει για ανάπτυξη άνω του 5%, τη στιγμή που οι ρυθμοί κάμπτονται σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας. Ούτε φυσικά, σε αυτές τις συνθήκες, είναι ρεαλιστική η προσδοκία ανάπτυξης μέσω εξαγωγών, αφού όλες οι χώρες περιορίζουν τις εισαγωγές τους, με απόλυτη προτεραιότητα την εξισορρόπηση των εξωτερικών ισοζυγίων τους.
Μόνη λύση για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, είναι η διαγραφή του μέγιστου μέρους του χρέους, η σοβαρή μετάθεση σε βάθος χρόνου της αποπληρωμής του εναπομένοντος και κυρίως η εξυπηρέτησή του να μην υπερβαίνει κάποιο μικρο ποσοστό του ρυθμού ανάπτυξης, που πρέπει με κάθε τρόπο να αποκατασταθεί, αφού αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να καταπολεμηθεί το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ελληνικής οικονομίας που είναι το σημερινό 1,5 εκατομμύριο ανέργων.
Όταν μια χώρα είναι υπερχρεωμένη, θα πρέπει να εργάζεται περισσότερο για να αποπληρώνει τα χρέη της, όχι να ρίχνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού και των νέων της στην ανεργία. Εάν η Ελλάδα κατηγορείται για παρασιτισμό κατά το παρελθόν, με τις σημερινές «εξυγιαντικές» πολιτικές, ο παρασιτισμός όχι μόνον αυξάνεται και επιδεινώνεται, αλλά και η κυβέρνηση δέχεται βροχή συγχαρητηρίων για αυτήν ακριβώς την «επιτυχία» της.