Ο επιτυχημένος δικηγόρος Χανκ Πάλμερ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), έχει απομακρυνθεί από την οικογένεια του και ζει στη Νέα Υόρκη. Ο απρόβλεπτος χαμός της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην Ιντιάνα και στην οικογένεια του: τον μεγάλο του αδελφό τον οποίο άθελά του είχε τραυματίσει (Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο), τον μικρό του αδελφό (Τζέρεμι Στρονγκ) που έχει προβλήματα στην κοινωνικοποίησή του, αλλά και τον εφηβικό του έρωτα, τη Σαμ (Βέρα Φαρμίγκα).
Η επιστροφή του τελικά δεν είναι και τόσο προσωρινή, αφού ο πατέρας του, ο σκληρός δικαστής της πόλης, κατηγορείται για φόνο, και ο Χανκ καλείται να τον υπερασπιστεί. Ο δικαστής στηρίζεται πάνω του, χωρίς άλλοθι ή μνήμη του τι ακριβώς συνέβη. Στην προσπάθεια τους να ανακαλύψουν την αλήθεια, αναγκάζονται να συνεργαστούν, και ο στόχος τους πλέον δεν περιορίζεται μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας αλλά και στη σχέση τους, τη συγχώρεση, τη λύτρωση.
Ο υποψήφιος για Όσκαρ Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ (SHERLOCK HOLMES, IRON MAN, ΟΙ ΕΚΔΙΚΗΤΕΣ, CHEF), συμπρωταγωνιστεί για πρώτη φορά με τον βραβευμένο με Όσκαρ Ρόμπερτ Ντιβάλ (ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΡΑ, ΝΟΝΟΣ, CRAZY HEART) στη μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνιστεί ακόμα η αγαπημένη των indie σκηνοθετών και υποψήφια για Όσκαρ, Βέρα Φαρμίγκα (ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ, ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ, Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ).
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ, που άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, έχει αποσπάσει καταπληκτικές κριτικές τόσο για την ερμηνεία των πρωταγωνιστών όσο και για την αποτύπωση τον περίπλοκων οικογενειακών σχέσεων που φορτίζουν συναισθηματικά το κοινό.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ντέιβιντ Ντόπκιν, παρουσιάζει την πιο δυνατή κοινωνική ταινία της χρονιάς, βασισμένος στη σχέση του με τους γονείς του, και τα όσα βίωσε πριν και μετά το χαμό τους. “Πολλοί άνθρωποι, όπως κι εγώ, δεν συνειδητοποιούμε πως το να προσέχεις τους γονείς σου είναι κομμάτι της ζωής, ώσπου να μας συμβεί. Και όταν δεν είσαι προετοιμασμένος για μια τέτοια εμπειρία κάνεις λάθη, και μετανιώνεις για αυτά στο μέλλον. Σαν καλλιτέχνης όμως, έχεις τη δυνατότητα να πας πίσω το χρόνο μέσω της ταινίας, και να ξαναδημιουργήσεις στιγμές από το παρελθόν, σε στιγμές που θα ήθελες να είχες ζήσει”, λέει. “Σε όποια ηλικία κι αν είμαστε, αν βρεθούμε στο πατρικό μας σπίτι και στην πόλη όπου μεγαλώσαμε έστω και για μερικά λεπτά, είμαστε οι ίδιοι ακριβώς που ήμασταν και την περίοδο που ζούσαμε εκεί. Θυμόμαστε τις παλιές μας συνήθειες, οι οποίες στην πραγματικότητα, μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή”, συνεχίζει.
Τα βασικά θέματα της ταινίας είναι η οικογένεια, η αγάπη, η θλίψη, η ενοχή, η συγχώρεση, η λύτρωση καθώς και η συναισθηματική ταύτιση των ενηλίκων με τους γονείς τους. “Η πλειοψηφία των Αμερικανών δεν ζουν με τους γονείς τους αφού ενηλικιωθούν, οπότε κατά κάποιον τρόπο είναι αναίσθητοι ως προς τη γήρανση, τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική. Έτσι, οραματίστηκα αυτά τα τρία αδέρφια και τον πατέρα τους, να ενώνονται και πάλι μεταξύ τους μετά το χαμό της μητέρας του σπιτιού”, σχολιάζει ο Ντόπκιν. “Πολλοί θεωρούν πως Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ είναι ένα δικαστικό δράμα ή μία ιστορία για έναν άνθρωπο ο οποίος επιστρέφει στην πόλη όπου γεννήθηκε. Αλλά δεν είναι. Είναι μια ιστορία που εστιάζεται στον αγώνα που δίνει ένας άνθρωπος για να αντιμετωπίσει το παρελθόν του, που τόσα χρόνια αποφεύγει”, κατά τον Ντάουνι. Κατά την υποψήφια για Όσκαρ Φαρμίγκα, “είναι μια συγκινητική, συναισθηματική και ειλικρινής ιστορία για το πόσο σημαντικό είναι να συγχωρούμε και να μας συγχωρούν”.
Σύμφωνα με το σεναριογράφο, Μπιλ Ντουμπούκ, “είναι γυρισμένο σε ένα δικαστήριο, αλλά δεν πρόκειται για ένα δικαστικό δράμα. Η ταινία είναι ουσιαστικά μια οικογενειακή ιστορία. Όταν το κοινό βρει τις απαντήσεις όσον αφορά τις διαφορές αλλά κυρίως τις ομοιότητες του Χανκ με τον πατέρα του, Τζόζεφ, καθώς και τι μπορεί να προκάλεσε τη ρήξη στη σχέση τους, τότε θα ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες”. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ διερευνά ακόμα την αντιστροφή των ρόλων που προκύπτει σε μια οικογένεια, λόγω συναισθημάτων ή συνθηκών. Το πώς ο γιος φροντίζει κι καθοδηγεί τον πατέρα του ύστερα από ένα σημείο, και όχι αντίστροφα. Και το πώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες κινήσεις και ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Η παραγωγός Σούζαν Ντάουνι θεωρεί την περίπλοκη σχέση που έχουμε με τους γονείς μας κεντρικό θέμα της ταινίας. “Η περίπλοκη αυτή σχέση μας διαμορφώνει ως άτομα σε μεγάλο βαθμό όπως λέει, και ομορφαίνει τη ζωή μας”, λέει χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά το σενάριο, είναι “πολύ έξυπνο και καλογραμμένο”, όπως το χαρακτηρίζει ο πρωταγωνιστής Ντιβάλ. “Η ιστορία θα αγαπηθεί σίγουρα από το κοινό και το σενάριο είναι καταπληκτικό”, συμπληρώνει ο βραβευμένος με Όσκαρ Μπίλι Μπορμπ Θόρντον, ο οποίος πλαισιώνει το καστ της ταινίας. “Το καστ ήταν καταπληκτικό”, σχολιάζει ο Ντόπκιν. “Όλοι έδωσαν ζωή στο σενάριο στο βαθμό που δεν περίμενα ποτέ να δώσουν”. Ο παραγωγός Γκαμπίνο σχολιάζει την ξεχωριστή χημεία των ηθοποιών. “Ο Ντάουνι, ο Ντ’Ονόφριο και ο Στρονγκ, περνούσαν χρόνο μαζί και εκτός των γυρισμάτων, χτίζοντας έτσι μία τόσο οικεία και δυνατή σχέση, που εύκολα θα νόμιζε κανείς πως είναι αδέλφια και στην πραγματική ζωή. Η χημεία μεταξύ του Ντιβάλ και του Ντάουνι ήταν ιδιαίτερα δυνατή, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αυτοσχεδιασμό κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων”, προσθέτει.
Ο πρωταγωνιστής Ντάουνι υποδύεται τον Χανκ Πάλμερ, το δικηγόρο που ο κάθε εγκληματίας θα ήθελε δίπλα του. Μέγας γνώστης και χειριστής του νόμου, κερδίζει πάντα, ή σχεδόν πάντα, τις υποθέσεις. Παρά την επαγγελματική του δεινότητα, υστερεί σε συναισθηματική ευφυΐα. Τα τραύματα του παρελθόντος τον καθιστούν, σε μεγάλο βαθμό, αποστασιοποιημένο συναισθηματικά από τους γύρω του και από την οικογένεια του. “Υποδυόμενος τον Χανκ, βιώνω εκείνο το συναίσθημα που όλοι μας έχουμε αισθανθεί όταν θέλουμε να “το βάλουμε στα πόδια”, επειδή δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τους μεγαλύτερους μας φόβους…
Η επιστροφή του Χανκ στην Ιντιάνα σημαίνει πως έρχεται αντιμέτωπος με τη φθαρμένη και σχεδόν ανεπανόρθωτη σχέση του με τον πατέρα του, και το μεγαλύτερο του φόβο: το παρελθόν του. Έτσι, βιώνει συνεχώς μια εσωτερική σύγκρουση. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που αγάπησα αυτήν την ταινία. Ο ρόλος του Χανκ αποτέλεσε πρόκληση για μένα, γιατί είναι η πρώτη φορά που υποδύομαι έναν ρόλο που βασίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό στη σωτηρία και τη λύτρωση”, δηλώνει. Για την ερμηνεία του Ντάουνι, ο Ντόπκιν σχολιάζει πως “…ο Ρόμπερτ υποδύεται τον Χανκ με μια δόση γοητείας, η οποία σε κρατάει μέχρι το τέλος. Ξέρει να συνδυάζει το κωμικό με το δραματικό στοιχείο στην ερμηνεία του κι έχει τον απόλυτο έλεγχο”.
[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=TRdKymXDjzo[/youtube]
Ο Ντάουνι, εκτός από πρωταγωνιστής, είναι και συμπαραγωγός της ταινίας, μαζί με τη γυναίκα του, Σούζαν. Ο ίδιος, είναι ενθουσιασμένος με το σενάριο της ταινίας και το ρόλο που υποδύεται. “Είναι από τις ταινίες στις οποίες ήθελα πάντοτε να πρωταγωνιστήσω και μου θυμίζει τις ταινίες με τις οποίες μεγάλωσα: είναι έξυπνη, εστιάζεται στο συναίσθημα και στις σχέσεις, κι έχει χιούμορ. Είχε όλα τα στοιχεία που ψάχναμε για να κάνουμε το ξεκίνημα μας ως παραγωγοί”, δηλώνει.
Ο συμπρωταγωνιστής Ντιβάλ υποδύεται τον Τζόζεφ Πάλμερ, το σκληρό δικαστή της πόλης. Ο ίδιος, τον χαρακτηρίζει ως “έναν άνθρωπο που ζει σύμφωνα με τις αξίες και τα ιδανικά μιας άλλης εποχής. Έναν άνθρωπο που εκπροσωπεί την τιμή, το ήθος και τη δικαιοσύνη, και που θα προτιμούσε να πάει στη φυλακή από το να χάσει την τιμή του”. “Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ είναι μία από τις καλύτερες μου ταινίες ως προς το σενάριο και το χαρακτήρα που υποδύομαι”, συμπληρώνει. Ο περίπλοκος και αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του δικαστή αποτελεί πρόκληση για τον Ντιβάλ, αλλά όπως δηλώνει και ο ίδιος, “το απήλαυσε”. “Είναι δύσκολο να υποδυθείς έναν άνθρωπο με τόσες αντιθέσεις στο χαρακτήρα του… Αγαπάει τα παιδιά του, αλλά ταυτόχρονα είναι ψυχρός. Είναι ο σκληρός δικαστής της πόλης, αλλά, συγχρόνως, είναι και ευάλωτος”. Σύμφωνα με τον Ντόπκιν, “λίγοι είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να υποδυθούν το ρόλο του δικαστή και να κατανοήσουν τον βαθύ εσωτερικό του κόσμο. Ο Ντιβάλ ήρθε πρώτος στο μυαλό μου. Είναι πραγματικά το κάτι άλλο και αναμφισβήτητα, σε αυτήν την ταινία, είναι πιο δυνατός από ποτέ στην ερμηνεία του”. Όντας συμπρωταγωνιστής του, ο Ντάουνι πραγματοποίησε ένα από τα όνειρα του, αφού τον θεωρεί έναν “από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της εποχής μας”, και τον θαυμάζει για την αυτοπεποίθηση και την επιβλητικότητα του. Αντιστοίχως, ο Ντιβάλ θαυμάζει τον νεότερο ηθοποιό για το ταλέντο του, την ήρεμη αύρα του και τις δυνατότητες του.
Οι καταρράκτες Σέλμπουρν στη Μασαχουσέτη ήταν το χωριό που επέλεξε ο Ντόπκιν και οι υπόλοιποι παραγωγοί, για να αναπαραστήσουν την μικρή πόλη στην Ιντιάνα στην οποία επιστρέφει ο Χανκ. “Ψάχναμε για ένα ήσυχο και αυθεντικό τοπίο το οποίο θα έβγαζε μία αίσθηση ζεστασιάς, αυθεντικότητας και ιστορίας”, περιγράφει ο Ντόπκιν. “Μία πόλη όπου ο δικαστής Πάλμερ θα προστάτευε, και θα εκπροσωπούσε τα ιδανικά του. Μία πόλη που θα είχε αγαπήσει κάποτε ο Χανκ, αλλά από την οποία θα είχε εξοριστεί. Στο τέλος, η πόλη θα πρέπει να κάνει το θεατή να αισθανθεί πως ο Χανκ έχει επανασυνδεθεί με το σπίτι του, την οικογένεια του και τον εαυτό του. Το τοπίο που θα επιλέγαμε έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτό”. Ο production designer, Μαρκ Ρίκερ, περιγράφει την αντίδραση του όταν είδε το χωριό που επέλεξαν οι παραγωγοί για πρώτη φορά: “ήταν τόσο γοητευτικό, και κατά 98% τέλειο για την ταινία. Προσπαθήσαμε να βρούμε μέρη που θα έβγαζαν την αίσθηση της οικογένειας και του πατρικού σπιτιού…”.