Απαραίτητος όρος για την επιτυχή αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης είναι η σωστή διακρίβωση και ιεράρχηση των εξελίξεων και του πλέγματος των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτήν.
Στην ελληνική κοινωνία ανταγωνίζονται δύο αντίθετες ερμηνείες ως προς τα αίτια της κρίσης. Η πρώτη που υιοθετείται από μεγάλο τμήμα εθνικών προσεγγίσεων αποδίδει την κρίση εξ ολοκλήρου στους ξένους (είτε είναι αριστερής προέλευσης και τα ρίχνει στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, είτε είναι δεξιάς προέλευσης και τα ρίχνει στους ισχυρούς ξένους, ιδιαίτερα τους Γερμανούς). Η δεύτερη που υιοθετείται κυρίως από το mainstream ρεύμα, τους οπαδούς της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, αποδίδει τα αίτια αποκλειστικά στο ελληνικό μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των κομμάτων που κυβέρνησαν, αλλά και της Αριστεράς) και ειδικότερα σε έναν ιδιόμορφο κρατισμό και ισχυρό προστατευτισμό επαγγελματικών κλάδων και κοινωνικών στρωμάτων που είχαν προνομιακή πρόσβαση στην εξουσία, στην κυριαρχία πελατειακών σχέσεων και σε μια σειρά μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν. Πρόκειται ασφαλώς για απλουστευτικές απόψεις στο μέτρο που είναι μονομερείς. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να διατυπώσει τα ακόλουθα:
Α. Η κρίση δεν περιορίστηκε και δεν περιορίζεται στην Ελλάδα και την ελληνική οικονομία. Παρουσιάστηκε σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν ταυτόχρονα (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρο και σε μικρότερο βαθμό Γαλλία, τώρα τελευταία ύφεση παρουσιάζει ακόμη και η Γερμανία) και ξεκίνησε από την κρίση του 2007 στις ΗΠΑ. Συνεπώς η ελληνική κρίση αποτελεί μέρος αυτής της ευρύτερης κρίσης, και συνακόλουθα σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της εξέλιξης της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας στις τελευταίες δεκαετίες, παγκοσμιοποιημένης κυρίως ως προς τις ελευθερίες του κεφαλαίου και όχι ως προς τα δικαιώματα της εργασίας. Σχετίζεται, δηλαδή, με τη διευρυνόμενη κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που εντείνει τις οικονομικοκοινωνικές ανισότητες και τείνει να οδηγεί στη δημιουργία αδρανών κεφαλαίων και σε χρηματιστηριακές και οικονομικές «φούσκες». Τη συνεπακόλουθη ζημία επωμίζονται τα κράτη και, κατόπιν, τη διαχέουν άνισα και, συνεπώς, άδικα κατανεμημένη εις βάρος των πιο αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, η επικέντρωση της κρίσης στις περιφερειακές και νότιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΕΕ) υποδεικνύει ότι η κρίση σχετίζεται με τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών της ΕΕ, εστιασμένες κυρίως στη διαφορά οικονομικής ισχύς μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά και τις αδυναμίες δόμησης του ενιαίου νομισματικού ευρωπαϊκού χώρου.
Β. Βεβαίως η διαφορά έντασης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίσης σε κάθε χώρα, υποδεικνύουν ότι υπάρχουν και εσωτερικοί λόγοι της οικονομίας κάθε χώρας. Αυτοί πάλι οι λόγοι μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες.
Αφενός λόγοι που σχετίζονται με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης κάθε χώρας, ή, αλλιώς, με το σημείο εκκίνησης αυτής της οικονομικής ανάπτυξης. Η κρίση δηλαδή κτύπησε εντονότερα χώρες παραδοσιακά αγροτικές των οποίων η βιομηχανική ανάπτυξη ξεκίνησε αργότερα από τις κεντρικές ισχυρές χώρες του βορρά. Αυτές οι χώρες, χωρίς βαθιές ρίζες και ισχυρές δομές στη βιομηχανία και την τεχνολογία και χωρίς δυνατότητα εφαρμογής κρατικής προστατευτικής πολιτικής στα τελευταία 35 χρόνια που επιβλήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός, δεν άντεξαν στο διεθνή ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα οδηγήθηκαν στην απίσχνανση του αγροτικού τομέα κυρίως λόγω του ανταγωνισμού με χώρες με φτηνά μεροκάματα και φτηνό κόστος ζωής σε ένα όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Ορισμένες εξειδικεύτηκαν σε τομείς όπως ο τουρισμός, η τραπεζική πίστη, η αγοραπωλησία γης και η οικοδόμηση της, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε περιπτώσεις διεθνούς κρίσης σε αυτούς τους τομείς.
Αφετέρου τα χαρακτηριστικά της κρίσης σε κάθε χώρα σχετίζονται με τις ιδιαίτερες οικονομικές δομές και τις οικονομικές πολιτικές κάθε χώρας. Π.χ. στην Ελλάδα υπήρξε ισχυρή πελατειακή διασύνδεση του οικονομικού κεφαλαίου με τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα η ομόλογη των ευρωπαϊκών χωρών αλλά αργοπορημένη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και των συναφών δημοσίων δαπανών να μην καλύπτεται από τα φορολογικά έσοδα. Εδώ πρέπει να σχολιαστεί η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η κρίση οφείλεται στο υπερδιογκωμένο δημόσιο. Όμως στον μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος δεν αποδείχτηκε με συγκριτικά μεγέθη των ευρωπαϊκών χωρών, δεν συνυπολογίστηκε ο νησιωτικός χαρακτήρας της χώρας, ο μεγάλος αριθμός ενόπλων δυνάμεων συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες λόγω της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, και η ένταξη των κληρικών στους δημοσίους υπαλλήλους, πράγμα που δεν συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης στις ερμηνείες των υπέρογκων δημοσίων δαπανών δεν συνυπολογίστηκε το γεγονός των μεγάλων δαπανών στις αγορές πολεμικού εξοπλισμού.
Εξάλλου το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας διακρίνεται από πολύ χαμηλές επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στην έρευνα και την τεχνολογία και από ανεπαρκή σχεδιασμό, στήριξη και προώθηση της μεταποιητικής διαδικασίας αγροτικών προϊόντων (ακόμη και σε αυτά που η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα: ελιά, λάδι, σταφίδα, κρασί). Συνακόλουθα δεν μπορεί να στηρίξει ούτε τη λεγόμενη βαριά βιομηχανία ή τη βιομηχανία σε τεχνολογίες αιχμής, ούτε όμως την μικρής κλίμακας βιομηχανία. Οι σημαντικότερες ελληνικές βιομηχανίες είναι εξορυκτικές. Οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις είναι εμπορικές εταιρείες. Ο κύριος όγκος των εξαγωγών είναι αγροτικά ή ορυκτά προϊόντα με ελάχιστη προστιθέμενη αξία. Συνακόλουθα το εμπορικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό. Η οικονομία είναι προσανατολισμένη στις υπηρεσίες και μάλιστα όχι πάντα καλής ποιότητας (βλ. τουρισμός). Συνεπώς είναι αναγκαία μια συνολική και με μακρόχρονο σχεδιασμό αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Γ. Ωστόσο η όξυνση της κρίσης στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο στους αφετηριακούς παράγοντες που τη δημιούργησαν αλλά και στα μέτρα αντιμετώπισης της που επιβλήθηκαν από τα ισχυρά ευρωπαϊκά και διεθνή πολιτικά και οικονομικά μπλοκ. Η επιλογή του απότομου ισοσκελισμού του προϋπολογισμού με μεγάλη αύξηση των φόρων χωρίς πάταξη της φοροδιαφυγής, με μείωση των κοινωνικών δαπανών και των μισθών, αύξηση των απολύσεων, και εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς και η επιλογή άμεσης εφαρμογής ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου λειτουργίας της οικονομίας χωρίς βελτίωση των υποδομών και χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, οδήγησαν σε τραγική επιδείνωση τις συνθήκες ζωής του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, σε κλείσιμο μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και τεράστια αύξηση της ανεργίας, και περαιτέρω μείωση των εξαγωγών. Συνακόλουθα οδήγησαν σε μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του χρέους (τόσο ονομαστική όσο και ποσοστιαία επί του ΑΕΠ), ενός χρέους που όλες οι σοβαρές διεθνείς εκτιμήσεις θεωρούν ως μη βιώσιμο. Το ΑΕΠ μειώθηκε σωρευτικά στα χρόνια της κρίσης κατά 25%, και το χρέος, παρά το κούρεμα, αυξήθηκε από 120% του ΑΕΠ το 2009 σε 175% σήμερα. Οι οικονομικές αυτές επιλογές βασίζονται εν πολλοίς στη λογική των κυρίαρχων οικονομικών δυνάμεων στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία ως κρίση νοείται η διόγκωση του χρέους, αλλά όχι η διόγκωση της ανεργίας ή η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού.
Επομένως, για το ξεπέρασμα της κρίσης χρειάζονται τουλάχιστον τα εξής:
1. Απομείωση του χρέους ώστε να υπάρχει δυνατότητα χρηματοδότησης ενός σχεδίου ανάπτυξης.
2. Ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας ώστε να στηριχθούν οι πιο αδύνατες κοινωνικές ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και να εισρεύσει χρήμα στην αγορά.
3. Αλλαγή της σχέσης δημοσίων εσόδων / δαπανών χωρίς μείωση των κοινωνικών δαπανών, αλλά με αύξηση των εσόδων μέσω της θέσπισης ενός αναλογικού προοδευτικού φορολογικού συστήματος και της πολιτικής βούλησης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής (πράγματα που βεβαίως χρειάζονται και σοβαρό σχεδιασμό).
4. Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για ένα διαφορετικό και πιο ισόρροπο αναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο με ισχυρή δόση δημοσίων επενδύσεων.
Κυρίως, χρειάζεται ένα οικονομικό μοντέλο με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι τα συμφέροντα των ισχυρών. Χρειάζεται επίσης διαμόρφωση μιας κουλτούρας αλληλεγγύης που να οδηγεί σε ενεργές πολιτικές στήριξης των πιο αδύναμων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση: τα χρόνια της κρίσης έδειξαν ότι ο εθνικισμός είναι ακόμη κυρίαρχος στην Ευρώπη.
Παναγιώτης Στάθης
μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Ρεθύμνου