Η πανδημία γρίπης που βιώνουμε ως πρωτόφαντη, από ιστορική άποψη δεν είναι βέβαια τέτοια. Επί σειρά αιώνων, από τον μεσαίωνα και μέχρι τουλάχιστον το έτος 1957, οι Ευρωπαίοι ζούσαν αντίστοιχες καταστάσεις, που τότε θεωρούνταν φυσικές. Μερικοί πιστοί, όλων των θρησκευμάτων, πίστευαν ότι οι ασθένειες, ιδιαίτερα οι επιδημικές, αποτελούσαν «οργή θεού» και πάσχιζαν να τις ξορκίσουν με μετάνοιες, και άλλοι, χωρίς υποστήριξη από την πρακτική ιατρική της εποχής, κατέφευγαν σε αυτοσχέδιες λύσεις και γιατροσόφια.
Γράφει ο Χάρης Στρατιδάκης
Από ιστορικοϊατρική άποψη ο 14ος ήταν ο αιώνας κυρίως της λέπρας, ο 15ος αιώνας της πανούκλας, ο 16ος αιώνας της σύφιλης, ο 17ος και 18ος αιώνας της ιλαράς, ο 19ος της φυματίωσης και της οστρακιάς και ο 20ός της γρίπης και του Aids. Η Εύα Λαδιά προσπάθησε προ ημερών να μας θυμίσει παρόμοιες καταστάσεις στο Ρέθυμνο, με το άρθρο της «Πώς αντιμετώπιζε το Ρέθυμνο τις επιδημίες που “θέριζαν” μικρούς και μεγάλους».
Μας θύμισε τη γρίπη του 1884, που οι ιερείς δεν προλάβαιναν να θάβουν κυριολεκτικά και διάβαζαν απλά μια ευχή. Μας θύμισε επίσης τις προσπάθειες αντιμετώπισης των επιδημιών από τον γιατρό Γεώργιο Ανδρεδάκη (1860-1933), ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν πίστευε στην ύπαρξη μικροβίων και ιών, παρότι εμπειρικά είχε την εποχή εκείνη διαπιστώσει την επίδραση της μούχλας σε κάποιες ασθένειες.
Το Ρέθυμνο άρχισε να συγκροτεί αυτό που ονομάζουμε «άστυ» στα τέλη του 13ου αιώνα. Είναι λοιπόν πιθανόν η επιδημία πανούκλας του έτους 1292 να μην το άγγιξε, όχι όμως και οι επόμενες. Τέτοιες επιδημίες πανούκλας έπληξαν βαριά τους κατοίκους και τις λειτουργίες της πόλης κατά τη δεκαετία 1340-50 και κατά τα έτη 1553, 1556, 1558, 1592 έως 1595, 1646, 1700, όπως και και την εικοσαετία 1817-39.
Γι’ αυτό και ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Σπυρίδωνα στο δυτικό πρανές του λόφου της Φορτέτζας, που κατείχε περίοπτη θέση, θεωρούνταν προστάτης της πόλης από την πανούκλα (ή αλλιώς «μαύρο θάνατο»). Ακόμα κι όταν, κατά τον 18ο και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, εξέλιπε ο κίνδυνος και ο ναός είχε μετατραπεί σ’ ένα απλό εικονοστάσι, οι Ρεθεμνιώτες δεν παρέλειπαν να επικαλούνται τη χάρη του, με δίστιχα όπως:
Άγιε μου Σπυρίδωνα, απού ’σαι στσοι Κορφούς,
ξεμίστευγέ μας ούλους, μεγάλους και μικρούς.
Σηµειώθηκαν, βέβαια, και µικρότερες επιδηµίες πανώλους. Τελευταία ήταν εκείνη του 1920, οπότε οι επικοινωνίες με Χανιά και Ηράκλειο διακόπηκαν και οι Ρεθεμνιώτες κλήθηκαν σε υποχρεωτικό οµαδικό εµβολιασµό. Σ’ αυτήν την διαδοχή τρόμου και φρίκης, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα αποτελέσµατα της πανδηµίας του 1646, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα (σχεδιάγραμμα). Την περίοδο εκείνη πολιορκητές και πολιορκούµενοι έπεφταν θύµατα της πανούκλας, εξ αιτίας και του συγχρωτισμού τόσου πληθυσµού στον περιορισµένο τειχισµένο χώρο. Τότε ήταν που τα θύµατα, αντί να θάβονται, πετούνταν, το ένα πάνω από το άλλο, µπροστά από τις πύλες της πόλης, αρχικά, και του φρουρίου στη συνέχεια, προς αποτροπή της προσέγγισης των εχθρικών στρατευµάτων.
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανούκλας ήταν κατ’ ουσία λατρευτικά και προληπτικά. Ως γνωστόν, η χριστιανική παράδοση θεωρεί τον Άγιο Λάζαρο ως τον µοναδικό θνητό που, αν και πέθανε, µπόρεσε να επανέλθει στη ζωή µε τη βοήθεια του Ιησού. Οπωσδήποτε, κοινή πεποίθηση αποτελεί το ότι αυτά που είδε «εκεί» ήταν φρικιαστικά, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στους αγερµούς της ηµέρας της εορτής του: «Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους». Στο Ρέθυµνο, δύο τουλάχιστον ναοί ήταν αφιερωμένοι σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο άγιο, τον Άγιο Λάζαρο: ο ένας βρισκόταν μέσα στην πόλη, πιθανότατα στην οδό Πατελάρου (στον χώρο του οποίου τελούνται σήμερα πολιτικοί γάμοι), και ο άλλος στη θέση του µεταγενέστερου ναού του Αγίου Νικολάου στον Κουμπέ. Επρόκειτο για ένα δίκλιτο καθολικό µονής, µε καμπαναριό διπλής χρήσης, κωδωνοκρουσιών και αμυντικού πύργου. Οι εγκαταστάσεις της μονής χρησιµοποιούνταν επίσης ως λοιμοκαθαρτήριο, δηλαδή ως σταθμός καραντίνας (Lazzaretto). Σε περιπτώσεις, πάντως, περιορισμένου κινδύνου εξάπλωσης επιδημικών ασθενειών, ως λοιμοκαθαρτήριο λειτουργούσε ένας άλλος χώρος, στα νεώρια του βενετσιάνικου λιμανιού.
Πολύ συχνές ήταν και οι επιδημίες της ευλογιάς. Χαρακτηριστικό για τον φόβο που προξενούσε η ασθένεια είναι το γεγονός ότι ο ναός της Αγίας Βαρβάρας οικοδομήθηκε το 1885 στη θέση ενός χαµάµ, το οποίο διέσωζε την ανάμνηση ομώνυμου ναού της Βενετοκρατίας. Κατά την επιδημία, την εποχή εκείνη, της ευλογιάς, ο µουσουλµάνος ιδιοκτήτης του πείστηκε να το πουλήσει για την οικοδόμηση του ναού της Αγίας, που θεωρούνταν προστάτιδα, χριστιανών και µουσουλµάνων, από την θανατηφόρο ασθένεια. Καμιά μητέρα του Ρεθύμνου, χριστιανή, εβραία ή μουσουλμάνα, δεν ήθελε το παιδί της να στιγματιστεί, στο σώμα αλλά ιδιαίτερα στο πρόσωπο, από την ευλογιά και να μείνει εφ’ όρου ζωής «βλογιοκομμένο». Να σημειώσουμε ότι η τελευταία επιδημία της νόσου στην Ευρώπη εκδηλώθηκε σχετικά πρόσφατα, το έτος 1951. Μετά τους πάνδημους μεταπολεμικούς εμβολιασμούς όµως, θεωρείται ότι η ευλογιά έχει εξαλειφθεί, από το 1980.
Μια άλλη ασθένεια που προκαλούσε αποτροπιασμό ήταν η λέπρα. Αυτή δεν ήταν στην πραγματικότητα επιδημική ασθένεια. Σήμερα γνωρίζουμε επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι «ο μηχανισμός μετάδοσης της λέπρας είναι η παρατεταμένη στενή επαφή με πάσχοντα» και ότι «η μετάδοση γίνεται κυρίως με τα ρινικά σταγονίδια». Δεν πιστευόταν όμως το ίδιο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, που οι τοπικές κοινωνία αρχικά και στη συνέχεια οι κρατικές απομόνωναν τους Χανσενικούς μακριά από τις πόλεις. Στην Κρήτη γνωστές τέτοιες περιοχές είναι η Μεσκηνιά του Ηρακλείου στην περιοχή της Χρυσοπηγής, τα Κομεριανά στα Χανιά, στην περιοχή της Κισαμίτικης Πόρτας, και η Μεσκηνιά στο Ρέθυμνο στις υπώρειες του λόφου του Αγίου Αθανασίου ή Φουρκοκέφαλου (αργότερα Τιμίου Σταυρού). Επί Κρητικής Πολιτείας, από το 1903, η απομόνωσή των λεπρών έγινε απόλυτη, στο νησί της Σπιναλόγκας, εντός του ενετικού κάστρου. Ο εγκλεισμός τους εκεί διατηρήθηκε, παρά την ανακάλυψη φαρμάκου, μέχρι το έτος 1957, οπότε οι τελευταίοι τους μεταφέρθηκαν σε ίδρυμα στο Αιγάλεω Αττικής. Ακόμα και σήμερα ζουν εκεί 34 Χανσενικοί συμπατριώτες μας, ενώ ο συνολικός αριθμός τους στη χώρα υπολογίζεται σε 450.
Επιδημίες δεν έπλητταν φυσικά μόνο τους Ρεθεμνιώτες αλλά και τα ζώα τους, καλή ώρα όπως η σημερινή «γρίπη των χοίρων» και η παλιότερη των «τρελών αγελάδων». Οι πρόγονοί μας είχαν και γι’ αυτά τον κατάλληλο, αποκλειστικό μάλιστα, προστάτη, τον Άγιο Φραγκίσκο. Φυσικά δεν ήταν ένας ορθόδοξος Άγιος, αλλά ρωμαιοκαθολικός, αλλά το διαμέτρημά του υπερέβαινε κατά πολύ τα χριστιανικά δόγματα. Τόσο για τους Λατίνους του Ρεθύμνου όσο και για τους Ορθόδοξους, ήταν ο «φτωχούλης του Θεού», που προστάτευε τη φύση συνολικά και τα πλάσματά της ιδιαιτέρως, ανάμεσα στα οποία βεβαίως και τα κλεισμένα στα ισόγεια των ρεθεμνιώτικων κατοικιών, στα «αχύρια» τους, αλογομούλαρα, κατσίκια, κότες, περιστέρια και κουνέλια. Να σημειώσουμε ότι κατά την ημέρα εορτής του Αγίου Φραγκίσκου, 4 Οκτωβρίου, έχει καθιερωθεί να εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων.
Από μια άλλη άποψη, ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου αποτελεί τη μικρή Πομπηία του Ρεθύμνου. Κατά τη σχετικά πρόσφατη ανακαίνιση του κτηρίου, προκειμένου να στεγάσει την Προσωρινή Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου, αποκαλύφθηκαν στο δάπεδό του πυκνοί τάφοι, που παραπέμπουν σε νεκροταφειακό χώρο. Προφανώς σε κάποια από τις μεγάλες επιδημίες «μαύρου θανάτου» της Βενετοκρατίας, οι νεκροταφειακοί χώροι δεν επαρκούσαν ή δεν ήταν προσβάσιµοι, οπότε χρησιμοποιήθηκε και το δάπεδο του ναού, που τότε αποτελούσε καθολικό μονής φραγκισκανών μοναχών. Είναι πολύ πιθανόν αυτό να συνέβη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα, τον Οκτώβρη του 1646, οπότε, όπως είδαμε, θέριζε η επιδημία της πανούκλας.
Μικρότερης έκτασης ανθρώπινες επιδημίες ήταν εκείνες της χολέρας. Ο ελληνικός χώρος και περισσότερο η Κρήτη δεν δοκιμάστηκαν ιδιαίτερα από τις επιδημίες χολέρας, σ’ αντίθεση με τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, που υποφέρουν μέχρι σήμερα. Οι δύο μεγαλύτερες επιδημίες στην Ελλάδα ήταν του 1854 και του 1912-13. Η επιδημία του 1854 ξεκίνησε τον Μάιο από τους Γάλλους στρατιώτες που είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά και, παρόλο τον αποκλεισμό του επινείου, συνέχισε στην Αθήνα, στην οποία σημειώθηκαν 3.000 θάνατοι, μεταξύ των οποίων του Γεώργιου Γεννάδιου.
Η επιδημία εκείνη θύμιζε αρκετά την τωρινή πανδημία. Οι αστυνομικές αρχές, που βρίσκονταν σε διαρκείς περιπολίες, έκλεισαν τα σχολεία, τα μαγειρεία και τα οινοπωλεία, ενώ διέταξαν καθαρισμούς σε κρεοπωλεία και οπωροπωλεία. Πάντως, οι περισσότεροι Αθηναίοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα δια της φυγής, στο Μαρούσι, την Κηφισιά, τη Χασιά και τα Καλύβια, όπως το είχαν κάνει λίγο πριν και οι Πειραιώτες, φτάνοντας μέχρι το Ναύπλιο και τη Σύρο, οι ευπορότεροι.
Η δεύτερη μεγαλύτερη επιδημία χολέρας σημειώθηκε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Οι Κρήτες που πολέμησαν ως εθελοντές ήταν κλάσμα εκείνων που θα το έκαναν επιστρατευόμενοι αν η Κρήτη ανήκε στο ελληνικό κράτος, οπότε το νησί δεν πλήγηκε ιδιαίτερα από την ασθένεια αυτή. Περιττό να αναφέρουμε ότι η εκκλησία κήρυττε ότι η ασθένεια οφειλόταν στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και ζητούσε τον μετριασμό της με μετάνοια και μεταλήψεις, ενώ διεξήγαγε λιτανείες, συνοδευόμενες με τις απαραίτητες δεήσεις. Οπωσδήποτε από το 1817 έχουν καταγραφεί παγκοσμίως επτά χολερικές πανδημίες, από τις οποίες η τελευταία ξεκίνησε το 1961 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, σημειώνοντας θύματα στην Ασία, Ευρώπη, Αφρική και Αμερική. Η χολέρα ενδημεί από το 1992 και στη νότια Ινδία και στο Μπαγκλαντές, ενώ το 1994 καταγράφηκαν κρούσματα χολέρας σε έντεκα συνολικά χώρες της Ασίας.
Την χολέρα ακολούθησε η ασιατική ή ισπανική γρίπη του 1918, που έμεινε γνωστή στους Έλληνες με το λατινικό όνομα του ιού της γρίπης, ινφλουέντζα. Ο ιός αυτός είχε μεταπηδήσει, όπως περίπου και σήμερα, από τα ζώα, και συγκεκριμένα από τα πτηνά, στον άνθρωπο, γεγονός που έλαβε χώρα στην Άπω Ανατολή. Παρόλα αυτά πήρε το όνομα «ισπανική» από την Ισπανία, μια χώρα που δεν συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά που έκανε γνωστή την γρίπη μέσω των εφημερίδων της. Λόγω του Πολέμου τα θύματά της έφτασαν, σύμφωνα με μέτριες εκτιμήσεις, τα 21 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα η επιδημία εισήχθη μέσω της Θεσσαλονίκης και του Ανατολικού Μετώπου που είχε ανοιχτεί από εκεί, καθώς και της Πάτρας, που αποτελούσε, και τότε και τώρα, εμπορική πύλη της Ελλάδας προς την Ευρώπη. Οπωσδήποτε προκάλεσε ανυπολόγιστα θύματα, όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα των εφημερίδων της εποχής: ««Αξιωματικοί, βουλευταί, γνωσταί κυρίαι του κόσμου απεβίωσαν εντός ολίγων ημερών από γρίπην βαρυτάτης μορφής. Ολόκληρα συντάγματα προσεβλήθησαν και εστρώθησαν ψάθαι εις τα νοσοκομεία». Οι «ψάθες» εκείνες είναι βέβαια ό,τι σήμερα τα «ράντζα» στα νοσοκομεία μας.
Ακριβώς μια δεκαετία αργότερα, τη διετία 1927-1928, ενέσκηψε ο δάγκειος πυρετός, από τον οποίο νόσησε το 80% του ελληνικού πληθυσμού. Πρόκειται για μόλυνση που προκαλείται από τον δάγκειο ιό, για τον οποίο πρώτη αναφορά γίνεται σε χειρόγραφο της δυναστείας των Τσιν (265-420 μ.Χ.), ενώ μέχρι και σήμερα η ασθένεια δεν έχει εκλείψει, μεταδιδόμενη από τα κουνούπια. Στην Ελλάδα εισήχθη από την Αίγυπτο, από ένα κορίτσι της εκεί ελληνικής παροικίας, που είχε έρθει στην Αθήνα να επισκεφθεί τους συγγενείς του. Οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν την κατάσταση και πάλι δια της φυγής, αλλά ευτυχώς ο ιός αποδείχτηκε όχι ιδιαίτερα θανατηφόρος, στέλνοντας στον άλλο κόσμο μόνο 3.000 Έλληνες. Οπωσδήποτε τα μέτρα που πάρθηκαν το 1928 θυμίζουν πολύ τα σημερινά: αναβλήθηκαν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όπως και η στράτευση των νεοσυλλέκτων των κλάσεων που είχαν σειρά, αναβλήθηκαν πολλές δίκες και έκλεισαν τα περισσότερα θέατρα, κινηματογράφοι, εστιατόρια και κέντρα αναψυχής.
Εκείνη όμως που κυριολεκτικά θέριζε κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν η φυματίωση. Η ασθένεια αυτή προσβάλει συνήθως τα πνευμόνια και λιγότερο άλλα μέρη του σώματος. Μεταδίδεται με το βήξιμο, το φτάρνισμα και το σάλιο των ανθρώπων που νοσούν, ενώ οι περισσότερες από τις λοιμώξεις της δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Σε ενεργή νόσο εξελίσσεται περίπου στο 10% των νοσούντων, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς την εποχή εκείνη κατέληγαν. Σε συνδυασμό με τις κακές συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, η φυματίωση θέριζε κυριολεκτικά στην Αθήνα, από την οποία μεταφερόταν στη συνέχεια και στην επαρχία, και βεβαίως στην Κρήτη. Γι’ αυτό, στην οδό Μοάτσου, στη θέση του κτηρίου που στεγάζει σήμερα τα ΕΛ.ΤΑ., είχε οικοδομηθεί γύρω στο 1920, µε ενέργειες του γιατρού Θεμιστοκλή Μοάτσου, προέδρου του Παραρτήματος Ρεθύµνου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ένας απολυµαντικός κλίβανος (εικόνα). Οι απολυμάνσεις δεν αφορούσαν, βέβαια, στις ψείρες και στους κοριούς, που ποτέ δεν έλειψαν, αλλά στον ιµατισµό των ασθενών από φυµατίωση, τη γνωστή και ως χτικιό ή φθίση. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά τον Β΄ Πόλεμο, το 1945, ένας άλλος γιατρός, ο Νικήστρατος Βογιατζής, είχε μετατρέψει το κτήριο του Ρωσικού Νοσοκομείου (σήμερα εντός της Σχολής Αστυνομίας) σε φθισιατρείο, μέχρι το 1951, που παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για τη στέγαση Σχολής Χωροφυλακής.
Για την ιστορία, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τον ίδιο σκοπό, για την περίθαλψη δηλαδή των φυματικών της Κρήτης, είχε παραχωρηθεί στο Δημόσιο προπολεμικά μεγάλη κτηματική έκταση στην ανατολική πλευρά του οροπεδίου του Λατζιμά, στην περιοχή «Άσπρος Ανήφορος» (αεροφωτογραφία). Κι αυτό, γιατί το 1936, στη μνήμη του Ελευθερίου Βενιζέλου, που είχε πεθάνει το έτος εκείνο, η Παγκρήτια Ένωση Αμερικής είχε αποφασίσει την κατασκευή σανατορίου στο όνομά του. Η περιοχή, που ακούγεται μέχρι και σήμερα ως Σανατόριο, ισοπεδώθηκε και δεντροφυτεύτηκε με πεύκα, κάποια από τα οποία διασώζονται. Όμως μεσολάβησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οπότε κουβέντα για σανατόριο ξαναέγινε το 1949. Τότε όμως μπήκε στη μέση ο Δήμος Ηρακλείου, που παραχώρησε το γνωστό μας οικόπεδο του «Βενιζελείου», κοντά στην Κνωσό. Μεσολαβούντων των «καπετάνιων» της εποχής, αλλά και της πολιτικής αδυναμίας του Ρεθύμνου, υπογράφτηκε τελικά σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής και της Αμερικανικής Κυβέρνησης, του Δήμου Ηρακλείου και της Παγκρητικής Αμερικής, οπότε τον Αύγουστο 1953 το νέο νοσοκομείο εγκαινιάστηκε εκεί, με την επωνυμία «Παγκρήτιο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Φυματιώντων».
Ένας γιατρός, που ταυτίστηκε στη συνείδηση των Ρεθεμνιωτών με την αποτροπή των επιδημιών που απειλούσαν τον μικρασιατικό πληθυσμό, ήταν ο Σταμάτης Ρολόγης. Ο γενναίος αυτός άνθρωπος, σε συνεργασία με τον Μιχαήλ Ευκλείδη, έκρουε κάθε τόσο τον κώδωνα του κινδύνου, τόσο προφορικά όσο και εγγράφως, στον τοπικό Τύπο, προτείνοντας πρακτικά μέσα αποφυγής ιδίως των επιδημιών της οστρακιάς και επισκεπτόμενος χωρίς αμοιβή τους νοσούντες. Πρωτοστάτησε μάλιστα στο κλείσιμο των σχολείων για ικανό χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω διασπορά της νόσου. Για την προσφορά του γράφει πολλά ο Παρασκευάς Συριανόγλου στη «Μετοικεσία» του. Δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε εδώ ότι ο οικογενειακός τάφος του, με την αναμνηστική προτομή της 11χρονης νεκρής κορούλας του, βρίσκεται σήμερα ορθάνοιχτος στο νεκροταφείο της Μεσαμπελίτισσας, με την προτομή αποσυνθεμένη και τραυματισμένη. Οι Σύλλογοι Μικρασιατών του Ρεθύμνου θα πρέπει τιμητικά να αποκαταστήσουν το μνημείο και να τελέσουν ένα μνημόσυνο για τον ευεργέτη αυτό των προπατόρων τους.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε τις πολύ συχνές στο Ρέθυμνο επιδημίες τυφοειδούς πυρετού, ως αποτέλεσμα του διαχρονικού προβλήματος ύδρευσης που αντιμετώπιζε η πόλη. Τα κρούσματα αυξήθηκαν πολύ κατά την Μάχη της Κρήτης και την Γερμανοκατοχή, οπότε το δίκτυο ύδρευσης της πόλης δέχτηκε καίρια πλήγματα και οι υγειονομικές προφυλάξεις κατέρρευσαν. Μεταδιδόταν με την κατανάλωση φαγητού, μαγειρεμένου με νερό μολυσμένο από το βακτήριο της σαλμονέλας του τύφου, ή απευθείας με την κατανάλωση νερού. Ο τυφοειδής πυρετός ήταν πολύ υψηλός, οπότε οι έχοντες τη δυνατότητα πλήρωναν αγωγιάτες να μεταφέρουν για τους δικούς τους πάγο από τον Τάφκο του Μυγερού στον Ψηλορείτη (εικόνα), προκειμένου να τον κρατούν χαμηλά στην υδραργυρική κλίμακα.
Αξίζει να δούμε πώς έζησε ένας συμπολίτης τις επιδημίες ασιατικής γρίπης και δαγκείου πυρετού. Πρόκειται για τον Αντώνη Βιστάκη (στο κέντρο), εργοδηγό και εργολήπτη δημοσίων έργων, σημαντικό παράγοντα του προσκοπισμού και του εφεδροπολεμισμού του Ρεθύμνου μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Τον άκουγα παιδί να μιλάει για τις επιδημίες από τις οποίες επέζησε και εντυπωσιαζόμουν. Γι’ αυτό κι αργότερα, στις πολεμικές του αναμνήσεις, που εκδόθηκαν με τον τίτλο «Η ελληνική γενιά της δεκαετίας του 1940», του είχα ζητήσει να τις συμπεριλάβει, πράγμα που έκανε. «…Τότε παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, με επίκεντρο την Αθήνα, το επιδημικό νόσημα του δαγκείου. Χαρακτηριστικά της είναι οι πόνοι των μυών και αρθρώσεων του σώματος, κατάρρους των ματιών και της μύτης, με συνοδεία πυρετού 38ο-40ο C και διάρκειας 8-10 ημερών. Στην Αθήνα δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που άνθρωποι έπεφταν νεκροί στους δρόμους εξαιτίας της αρρώστιας αυτής. Ο γράφων (ως και πολλοί άλλοι υποψήφιοι φοιτηταί), είχε την ατυχία να δεχτεί αυτή την αρρώστια, που κυριολεκτικά τον εξουθένωσε σωματικά και ψυχολογικά…
Ήταν μια δοκιμασία εξίσου επικίνδυνη με κείνην που πριν 10 χρόνια, το 1918, σε ηλικία 9 χρόνων δοκίμασα, την επιδημία της εποχής εκείνης, την περιβόητη ‘Γρίππη’ (ινφλουέντζα). Αυτή ακουγόταν «ισπανική γρίππη», που κι εκείνη, την εποχή της, με τα ανύπαρκτα υγειονομικά μέσα και τη δύσκολη ζωή της πολεμικής περιόδου και των στερήσεων προκάλεσε πολλούς θανάτους σε ηλικιωμένους, σε νέους και σε παιδιά. Αυτή πάλι άφησε υπολείμματα σε όσους τη δοκίμασαν και την ξεπέρασαν, σοβαρά, που ακολουθούν και επηρεάζουν τον οργανισμό εφ’ όρου ζωής. Για την αποκατάσταση της κλονισμένης υγείας, αλλά και για την ανάκτηση του κλονισμένου ηθικού, χρειάστηκε χρόνος, κόπος, επιμονή και υπομονή. Χρειαζόταν και προσοχή, γιατί κείνη την εποχή βρισκόταν σε έξαρση και η επάρατος αρρώστια της φυματίωσης, η οποία κατέτρωγε τα πνευμόνια των νέων που είχαν ασθενικό οργανισμό. Με τα ίδια ή και παρόμοια, μπορεί και εντονότερα, προβλήματα, μεγάλο ήταν το ποσοστό των νέων της εποχής. Τα άσυλα φυματιώσεων φιλοξενούσαν πολλούς νέους».
Οπωσδήποτε σήμερα, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, φαντάζει αστείο το γεγονός ότι, από τη μια πλευρά η επιστήμη έχει χαρτογραφήσει γονιδιακά τον ανθρώπινο οργανισμό και προχωρά στην τεχνητή νοημοσύνη και από την άλλη είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στην ίδια ακριβώς πρακτική με τους προγόνους μας. Στην ίδια πρακτική όχι μόνο μ’ εκείνους του Μεσαίωνα, αλλά και με τους άλλους που είχαν ζήσει 2.000 χρόνια πριν απ’ αυτούς, τον 5ο προ Χριστού αιώνα, με τον λοιμό που είχε τότε πλήξει την Αθήνα του Περικλή: την απομόνωση! Όμως, για να μάθουμε να λέμε ολόκληρες τις αλήθειες, θα πρέπει να πούμε, κλείνοντας, ότι οι κίνδυνοι που ζούμε σήμερα στον τόπο μας, αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα εδώ κι αιώνες για μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου. Η χολέρα, η λέπρα, η φυματίωση, η ιλαρά, ο H3N2 κ.ά. θέριζαν και θερίζουν σε μεγάλα τμήματα της Ασίας και της Αφρικής. Κι αν οι πανδημίες δε φαίνεται να διαλέγουν θύματα, παρά μόνο με κριτήρια ηλικιακά, οι επιδημίες είναι όχι μόνο ταξικές αλλά και χωρο-ταξικές. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί από εκείνους που επιχειρούν σήμερα να διαβούν τα σύνορα στον Έβρο και στο Αιγαίο, προσπαθούν να ξεφύγουν και από τέτοιου είδους κινδύνους. Γι’ αυτό και η προβολή εικόνων πάνοπλων στρατιωτών, με κουκούλες και θωρακισμένα οχήματα, ταχύπλοα και ελικόπτερα, απέναντι σε δυστυχισμένους με τα παιδιά τους, δεν περιποιεί τιμή για τη χώρα μας. Όπως ακριβώς δεν τιμούσαν και οι παρόμοιες εικόνες του 2016 τη Βόρεια Μακεδονία και την Ουγγαρία..