Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά, ο μπάρμπα Παναγιώτης, εγιάερνε αργά αργά στο μιτάτο[1], να καθαρίσει πατάτες για να τσι ψήσει. Όντε τσι καθάριζε επέρνα ο γέρο Νικολής.
«Έλα συμπέθερε να μ’ αηδάρεις[2] να καθαρίσομε τσι πατάτες να τσι φάμε!»
«Όϊ εγώ έχω φαϊ και δεν θέλω!»
Καθαρίζει ο Παναγιώτης τσι πατάτες. Τωνε βάνει πολλές ντομάτες, λαδάκι, κρομμύδι και πιπέρι. Τσι τζιγαρίζει καλά-καλά, που εμοσκοβολούσανε.
Όντε τσι ’ψηνε, να σου τον καλόν σου το γερο-Νικολή κι έρχεται.
Κατεβάζει το φαϊ ο μπάρμπα Παναγιώτης. Σαν κατασταίνει στο τσικάλι, βάνει και έτρωε. Μουδέ τεκλήφι[3] δεν έκαμε. Σαν είδε δα ο γερο-Νικολής πως δεν του ’καμε τεκλήφι, σιμώνει αμοναχός του.
«Που πάεις;»
«Να φάω, μπρέ Παναγιώτη, μια πατάτα και στη καρδιά μου μπήκε η μυρωδιά ντωνε! «
«Όι διάλε την μπουκιά απού θα φάεις! Για δε δήλωσες πως δε θέλεις;»
«Μα έεις πολλές ψημένες, κι ίντα ’α τσι ’καμεις;»
«Θα φάει κι ο σκύλος μου».
Δεν άφησε το γερο-Νικολή να φάει μηδέ μπουκιά.
[1] Μικρό κτίσμα για τον βοσκό
[2] βοηθήσεις
[3] πρόταση