Από τον Ματθαίο Ιωαν. Τσιριμονάκη
Πλησιάζει η γιορτή του Πάσχα με την Αγιά Πόλη ανάστατη μια και κατά τη συνήθεια χρόνων γεμίζει ανθρώπους από ολόκληρη της Ιουδαίας.
Γιορτή Εθνική και θρησκευτική συνάμα.
Ανθρωποθάλασσα που κατακλύζει τους δρόμους, τις πλατείες αλλά και τις γύρω κορυφές. Κουβαλούν, εκτός από προσκυνήματα και την αγάπη τους για την αιώνια Πόλη του Θεού τους, την πίστη τους στη Σιών.
Από τη πλευρά της η Ιερουσαλήμ, σα να θέλει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της για την αγάπη των παιδιών της, φαντάζει περήφανη με τα ωραία κτίρια της, τους στολισμένους μεγαλοπρεπείς άρχοντες και ιερείς της.
Με όλο της αυτό το μεγαλείο τρέφει τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου που επιθυμεί ένα νέο πέρασμα από την Ρωμαϊκή σκλαβιά στην ελευθερία.
Στα σπίτια της πόλης, μικρά και μεγάλα, πλούσια και φτωχικά, γινόταν προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.
Ένα μοναχικό σπίτι κοντά στη κοιλάδα των Κεδρών, έχει και αυτό γιορτινή όψη.
Στο δεύτερο πάτωμα, που το φωτίζει μιά επτάφωτη λυχνία, υπάρχει ένα μεγάλο τραπέζι, γύρω του ντιβάνια με χρωματιστά καλύμματα.
Σε αυτά κάθονται και δειπνούν κάποιοι ξένοι.
Δεν δείχνουν μεγάλη όρεξη για το φαγητό, αλλά ούτε τον αρμόζοντα εορταστικό ενθουσιασμό.
Ένα πρόσωπό στη μέση του τραπεζιού σκεφτικό.
Είναι φανερό πως τον βαραίνει μιά θλίψη. Από την άλλη ένα ουράνιο φως τον φωτίζει. Υπάρχει μιά γλυκύτητα στην όψη. Αυτή που έχουν μόνο όσοι μπορούν να νικήσουν την δύναμη του πόνου.
Ο Θεάνθρωπος σε λίγες στιγμές θα περνούσε στο δικό του τόπο.
Θέλει με το δείπνο αυτό, το εορταστικό, να αποχαιρετήσει την ανθρώπινη ζωή με τις χαρές, τις λύπες, τον πόνο και τις ανάγκες της.
Λέει στους Μαθητές του.
«Επιθυμώ να φάω μαζί σας αυτό το Πάσχα».
Παραμονή του Πάσχα το βράδυ, γιατί ανήμερα θα είναι πλέον αργά, θέλει να γιορτάσει οπωσδήποτε με τους αγαπημένους του.
Η Αγάπη με τη γέννηση της στη γη αισθάνεται κάποια, ανθρώπινη, υποχρέωση να φιλοξενήσει αυτούς τους απλούς ανθρώπους που άφησαν κάθε τους δουλειά αφιερώνοντας τη ζωή τους μόνο σε αυτή.
Γυρίζουν μαζί του στα ερημικά βουνά της Παλαιστίνης, σε πολιτείες και χωριά. Αγωνίζονται εμπεδώνουν τα μεγάλα μυστικά που τους κοινώνησε. Έτοιμοι να τα μεταδώσουν σε κάθε παιδί του Θεού.
Βλέπει, ο Δάσκαλος, τις αθώες τους μορφές και περνάνε από το νού του όλα τα περιστατικά που έζησε μαζί τους.
Νοιώθει συγκίνηση αλλά και ευγνωμοσύνη για αυτούς.
Ευγνωμοσύνη που ποτέ δεν την άφησε απλήρωτη και τώρα θέλει να δείξει για άλλη μια φορά την αγάπη Του. Άλλωστε αυτός είναι η Αγάπη, και να τους διδάξει ξανά.
«Όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος από όλους!»
Σηκώνεται από το ντιβάνι του, ρίχνει νερό σε μια λεκάνη και αρχίζει να πλύνει και να σκουπίζει τα πόδια των μαθητών του.
Πριν δύο μέρες μια γυναίκα, στη Βηθανία, έπλυνε με μύρα τα πόδια της Αγάπης και τα σκούπισε με τα μαλλιά της.
Γνωρίζει πως όλα τα δάκρυα και τα μύρα της ανθρώπινης ψυχής θα χύνονται στους αιώνες για Αυτόν.
Θέλει να δείξει πως.
«Η αγάπη δεν ζητά αυτά που της ανήκουν».
Πάντα πρέπει να δείχνουμε καλοσύνη και συμπάθεια στους άλλους, να τιμούμε και την πιο
μικρή ευεργεσία.
Στο Πασχαλινό τραπέζι των Εβραίων συνηθιζόταν ο οικοδεσπότης να μοιράζει σε όλους το ψωμί και το κρασί. Παράλληλα εξιστορεί την έννοια που είχαν τα φαγητά της βραδιάς.
Το ψημένο αρνί, τα πικρά χόρτα και το άζυμο ψωμί, θυμίζουν τις πίκρες και τα βάσανα τους κατά την διάρκεια της σκλαβιάς τους στην Αίγυπτο.
Ό Ιησούς να κάνει το ίδιο το βράδυ αυτό. Εκείνος σαν αληθινός πατέρας μοιράζει τα φαγητά, το ψωμί και το κρασί. Δίνει σε αυτά μια άλλη ερμηνεία με ένα ανώτερο και πιο εσωτερικό συμβολισμό.
«Τούτο εστί το σώμα μου…τούτο εστί το αίμα μου…»
Αναφέρει τη μεγάλη σκλαβιά όλων μας στο εγώ μας που με τις ιδέες του, κυρίως το αγαπάτε αλλήλους, τη δική του θυσία σκοπεύει να μας ελευθερώσει.
Απ όλους τους συμβολισμούς που μας δόθηκαν θα υπάρχει πάντα στη σκέψη μας και στην καρδία μας το συμπόσιο, ο Δείπνος.
Το μοναδικό που μας ενώνει με το θεό.
Το ποτήρι εκείνης της βραδιάς συγκινεί όσους νιώθουν τη θυσία εκείνη που γίνεται για την λύτρωση μας.
Είναι όμορφες και ειρηνικές οι στιγμές ωστόσο απλώνεται ένα μυστήριο στις καρδιές των μαθητών.
Όσο ανίδεοι και αν είναι για το μελλούμενο κακό, οι θερμοί λόγοι και η τρυφεράδα του δασκάλου δίνουν αφορμή για ανήσυχες σκέψεις.
Βλέπει τα ανήσυχα πρόσωπα και ταράζεται το πνεύμα του.
Ρίχνει πάνω στο τραπέζι, μέσα στο νού τους μιά φοβερή αλλά συνάμα αληθινή κατηγορία.
«Αμήν-αμήν λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδόση με».
Αιφνιδιάζονται και συγκλονιζονται οι μαθητές.
Οι καρδιές χτυπούν δυνατά, στρέφει ο ένας τα μάθια του στον άλλο περιμένοντας μία απάντηση.
Ωστόσο δεν υπάρχει αρνητική απάντηση από κανένα.
Γνωρίζουν πόσο αλήθεια υπάρχει σε αυτά που λέει με θεϊκή επισημότητα. Περνούν μερικά λεπτά αγωνίας και σιωπής στα οποία ο καθένας ξεδιπλώνει την αμφιβολία σε όλα τα φύλα της συνείδησης του.
Μετά από λίγη ώρα ο πλέον τολμηρός Πέτρος κάνει νόημα στον Ιωάννη, πλαγιασμένο στο στήθος του Ιησού, να ρωτήσει για τον προδότη.
Ο Δάσκαλος, χωρίς να πει όνομα, δείχνει στον Ιούδα πως πρέπει να αποτελειώσει το σατανικό του έργο.
Αυτός ασυγκίνητος αντιλαμβάνεται πως δεν έχει θέση μέσα στην συντροφιά.
Πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτή τη πράξη του Ιούδα. Είναι πραγματικά παράξενη. Αν αφήσουμε στην άκρη κάθε μεταφορική αιτία, ίσως καταλήξουμε πως ένας αγριεμένος, από το μεγαλείο του Δασκάλου εγωισμός, σβήνει κάθε φως στην ψυχή και τον οδηγεί στην προδοτική πράξη.
Η ιστορία μας διδάσκει πως οι μικροί, πολλές φορές, πολεμούν, με οποιοδήποτε μέσον, τη δόξα και τη δύναμη των μεγάλων. Έστω και αν ο εχθρός είναι ο ίδιος, τον μεγαλώνουν και μικραίνουν το δικός τους ανάστημα.
Τρικυμία των ψυχών νεκρώνει κάθε αίσθηση των μαθητών. Η όρεξη σταματά, ο δάσκαλος που μοίραζε τα πασχαλινά εδέσματα, τώρα μοιράζει παρηγοριά και ελπίδα σε αυτούς που θα μένανε ορφανοί.
«Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς, πάλιν όψομαι υμάς και χαρίσετε υμίν η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»
Μέρα νύχτα οι αγωνιζόμαστε για ένα ψίχουλο χαράς κι αυτό τις περισσότερες φορές μας το παίρνουν τα όρνια της μοίρας ή τα φθονερά χέρια άλλων.
Ο Ιησούς γνωρίζει να στρέφει τα μάτια μας στην αληθινή ευτυχία όπου:
«Ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει».
Καλεί τους μαθητές του, το βράδυ εκείνο, αλλά και όλους εμάς, στη δική του χαρά που κιαμμιά δύναμη δε μπορεί να αφαιρέσει.
Οι άδικοι και οι πλεονέκτες του κόσμου πάντα θα παίρνουν το ψωμί, θα γυμνώνουν τους φτωχούς.
Οι συκοφάντες θα ρίχνουν στις φυλακές τους αθώους.
Ποτέ όμως δεν θα μπορέσουν να απλώσουν το χέρι τους μέσα στα άγια την αγίων, της κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Εκεί μέσα φυλάσσεται η γλυκιά ελπίδα των ουρανών, ελπίδα που έζησαν και πέθαναν πολλοί μόνο με τη χαρά του Χριστού.
«Ει ο κόσμος υμάς μισεί γιγνώσκετε ότι εμέ πρώτον μεμίσηκεν»
Οι μαθητές περιμένουν εκτίμηση και σεβασμό από όσους ευεργετηθηκαν από τον Ιησού.Αλλά αυτός γνωρίζει τους ανθρώπους και δεν τους αφήνει να κάνουν τέτοια όνειρα.
Τους δείχνει πως με την δική του μοίρα είναι συνδεδεμένοι και τους τονίζει ποιά είναι η τύχη όλων εκείνων που φέρνουν φως για να ανοίξουν πλατύ δρόμο για την ζωή των συνανθρώπων τους.
Η ιστορία δείχνει πως κάποιος βράχος με αλυσίδες, κάποιο κώνειο, κάποιος σταυρός περιμένει όλους τους παραπάνω που θέλουν να κηρύξουν την αλήθεια και την τελειότητα.
Ύστερα μετανοιωμένοι οι εκτελεστές στήνουν μάρμαρα και τα δαφνοστεφανώνουν για να τους τιμήσουν.
Ταραχή επικρατεί τους μαθητές για τα λεγόμενα του Δασκάλου, αυτός όμως ταυτισμένος άλλωστε με την Αγάπη θέλει να τους καθησυχάσει
«Ειρήνη την εμίν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος…εντολή καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί Μαθητές εστέ, εάν αγάπη έχητε προς αλλήλους»
Η ειρήνη του Χριστού δεν έχει καμία σχέση με τις ειρηνευτικές συμφωνίες των λαών. Πραΰνει την συνείδηση των αδικουμένων και η Αγάπη θα ξεχωρίζει πάντα τους δικούς του, τους αληθινούς πιστούς.
Περνά η ώρα, το σκότος συντροφεύει τον προδότη στην κοιλάδα των Κεδρών. Ο Απόδημος του ουρανού χαιρετά τον κόσμο μας και στέλνει μήνυμα γυρισμού στου Πατέρα.
«Πάτερ πρός Σε έρχομαι»