ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: «Το Τύλιγμα» (11η)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια φορα ήτον’ ένας καλός γαμπρός σ’ ένα χωριό απού τόνε συνορίζουντονε οι κοπελιές.Παίρνει μια από την άκρα. Σ’ ένα μήνα ποθές όντεν επήγανε να ’κουμπήσουνε[1], λέει ο γαμπρός τση νύφης:

« Έρχεσ’ αγάπη μου να σε τυλίξω;»
« Να με τυλίξεις; Πώς λογιώ[2]; Ντα νινάκι μέ ’καμες;»
« Να μάθεις να τυλίσεις τα κοπέλια απού θα κάμεις και να γελάσομε!»
« Φασκιά που θα βρεις;»
« Με τη ζώνη μου!»

Εφόριε απού κείνες τσι χωριάτικες, φαντές ζώνες απού κάνουνε σα πέντε φασκιές.
« Έεις το χάζι σου, ήθελα να δω τσι μπρόβες[3] σου!»

Πιάνει τηνε γδύνει και την κάνει όπως την εγέννησ’ η μάνα τζη.Αρχινά να την φασκιώνει και να την τύλισει σφιχτά-σφιχτά με τη ζώνη του.Σαν ετύλιξε καλά αρχινά και τήνε εγαργάλιε στον πόδα απού κάτω.Η γυναίκα δεμένη δεν εμπόριε να κάμει πράμα κι έσκασε.Σαν τήν είδε αποθαμένη, την ξετυλίσει κι απόεις φωνιάζει τω γειτόνω:

« Βοηθάτε με γειτόνοι κι απόθαν’ η γυναίκα μου!»

Πάν’ οι γειτόνοι κι ο γιατρός και λένε πως τση ’ρθε κόλπος.Θάφτουνεν τηνε κι ο κακούργος ο άντρας τση την έκλαιγε, σαν να μην ήτον’εφτός απού τη σκότωσε.

Σε κανένα χρόνο ξαναπαντρεύγεται, σε τρείς μήνες κάνει το ίδιο τση καινούργιας και την αποβγάνει.

Ο κόσμος λέει πως πρέπει η Νεράϊδα ντου να καταλεί [4]τση γυναίκες που παίρνει.

Χήρος, παιδιά-σκουδιά[5] δεν είχε. ήθελε να ξαπαντρευτεί. Ζητά τη μια, ζητά την άλλη,δεν του τσι δούδανε παρά ήλεγε ο κόσμος:

« Καλός γαμπρός είναι μα η Νεράγδα του καταλεί τσι γυναίκες του!»

Χτυπά[6] στ’ αλάργο[7] χωριά μα κι εκειά τα ίδια. Στην υστεργιά βρίστετ’ ένας φτωχός και συβάζεται να του δώσει τη θυγατέρα του. Καλού-κακού την αβιζέρνει[8] να ’ει το νου τζη.

Σαν περάσανε έξε μήνες, πήγαινε να ξεγνοιάσει και να ξεφοβηθεί, τση λέει:

« Έρχεσαι να σε τυλίξω!»

« Πώς και γιάντα;»

Επιάσανε τη κουβέντα κι εψιλιάστηκε η γυναίκα, του λέει λοιπόν:

« Ταχυά αργά [9]γιατί απόψε είμαι κουρασμένη.»

Κοιμούνται ήσυχα και ταϋτέρου, σαν έγκαψ’ ο άντρας σ’ τση δουλειές του, πιάνει κι εφτή και πέμπει δύο αράδες γράμματα τ’ αφέντη[10] τζη. Λέει τούτο, μόνο ελάστε να σάσε χώσω στο σπίτι να δούμε ίντα θέλει να κάμει.

Κατεβαίνουνε τέσσερεις συγγενείς τση στο σπίτι και τσοι χώνει. Έρχεται ο καλός σου,δειπνά και πάει στο στρώμα.

« Ίντα λέγαμε οψάργας;»

« Ό,τι θέλεις άντρα μου!»

Πιάνει τυλίσει τηνε κι εργαργάλιεν τηνε.»

« Ωχ!»

Σέρνει η γυναίκα τη φωνή,πετιούνται αρματωμένοι οι συγγενέις τζη και θωρούνε τα καθέκαστα.

« Ιδέ ίντα ’τονε η Νεράγδα απού σκότωνε τσι γυναίκες!»

Πιάνουνε και τόνε δένουνε κι απόεις φωνιάζουνε τσοι χωριανούς:

« Ελάστε να δείτε τη Νεράγδα απού καταλεί τσι γυναίκες τουτουνέ!»

Πάνε κι ίντα να δούνε; Μπλανταμένη[11] τη γυναίκα απού το σφίξιμο. Μόνο που δεν τόνε κατακόψανε κομματάκια-κομματάκια.

Εδώκανε τονε στο καρακόλι[12], εφλακώθηκε κι επλέρωσε τσι δυό γυναίκες απού ’χε καταλυμένες.


[1] Ξαπλώσουν.

[2] Με ποιό τρόπο.

[3] Κατορθώματα.

[4] Εξολοθρεύει.

[5] Σκυλιά.

[6] Ψάχνει.

[7] Μακρυνά.

[8] Καθοδηγεί

[9] Αύριο βράδυ(Ταχυά αργά).

[10] Πατέρα.

[11] Πλαντασμένη.

[12] Αστυνομία.