ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: «Η Ευχή του Δεσπότη» (13η)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια φορά ήτονε ένας παπάς πούχε μια μεθύστρα παπαδιά. Γράφει του Δεσπότη, πως δεν μπιτίζει [1]παρά να ξεχωρίσει. Αυτός δεν εκουλαντριζότανε[2] να δώσει διαζύγιο και για να συγκατανέψει τόνε καλεί στο σπίτιν του να δει με τα μάθιαν του.

Λέει το λοιπός της κεράς παπαδιάς:

«Παπαδιά μου, ο Δεσπότης θα ν’ έρθει,μόνο συγύρισε,ζύμωσε, νάεις ζεστό ψωμί και μαγέρεψε πέντ’ έξε λογιώ [3]φαητά.Εγώ πάω να τονε συνεπάρω[4].»

Αρχινά το ζυμωτό μα δεν εξέχνα την κανάτα. Κάθε δυο λεφτά τση ’θετε [5]κι απού μια κούμουλη[6] κανατέ κι έγινε φέσι. Δεν είχε νου για ζυμωτό, παραιτά το, μπαίν’ η γουρούνα κι εζύμωνε το με την μύτη τζη. Εγροίκα το πλαφ-πλουφ στη γουρούνας μα εθάριε πως ήτον’ η γειτόνισσα.

« Καλά ζύμωσε μου το γειτόνισσα! Έχω μουσαφίρη το Δεσπότη!»

Πάει πλάθει όση ζύμη είχε αφητή η γουρούνα και την επέτα όξω απ’ το παραθύρι, παρ’ επέρασε το παραθύρι για ποροφούρνι[7].

Μετά το φουρνιστό έκανε μπρόβες στον καρφίχτη, πως θα υποδεχθεί το Δεσπότη.

Όντεν εμπήκανε στο χωριό ο παπάς κι ο Δεσπότης τσοι προϋπαντήσανε οι χωριανοί. Εκειά απού χαιρετούσανε,το Δεσπότη, ο παπάς εμπροσπέρασε,μπαίνει στο σπίτι και θωρεί την παπαδιά μεθυσμένη. Σέρνει τα μαλλιάν του ο κακαποδεμένος[8], την πιάνει και τηνε βάνει στο μαγατζέ[9]. Απόεις γαέρνει[10] να υποδεχτεί το Δεσπότη.

« Πού ’ναι η γερόντισσα, γέροντα;»

« Τι να σου πω θεοφιλέστατε…το και το!»

« Άνοιξε να τση διαβάσω μιαν ευκή να μη μεθεί!»

Να μην πολυλογούμε τα ΄σιαξε ο Δεσπότης με την παπαδιά. Συμφωνούνε με τον παπά να τηνε στείλει στο δεσποτικό, να τση διαβάζει ευχές κι ίσως γενεί καλά.

Πάει η παπαδιά στου Δεσπότη, εδιάβαζε τζη καθημερινά κι ώστε να μάθει ο παπάς τα γινούμενα ήτονε έτοιμο το διαζύγιο…


[1] Δεν αντέχει, δεν υποφέρει.

[2] Πείθονταν.

[3] Ειδών.

[4] Προϋπαντήσω.

[5] Έπινε (τσ’ θέτε)

[6] Γεμάτη.

[7] Πόρτα του φούρνου.

[8] Δύστυχος.

[9] Αποθήκη.

[10] Γυρίζει.