Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορα ήτον’ ένα φτωχός, μ’ αστείος, κι επόριζε[1].Στη στράτα εγνωριστήκανε μ’ ένα Καμπίτη[2] απού εκατάκλαιγε, την κατάσταση του. Ήλεγε πως ήθελε, το δίχως άλλο, 500 ριάλια να μην τονε πορίξουνε[3] όξω απού το σπίτι του οι χρωφελέτες. Ετσά που τόλεγε, ο καϋμέχαρος, λυπούντονε άθρωπος να τονε γροικά.
« Νάθελες αδερφοχτέ περισσότερα δε μ’ εγνοιαζε να στα δώσω ,μα για τόσονα μπράμα δεν ανοίγω την κασέλα μου!»
Άναυδος απόμεινε ο άλλος, ώστε να τ’ακούσει. Μα να πάρει και πολλά, ήλεγε μη μπα να μη μπορεί να τα δώσει ταχυά[4]. Καλό- κακό ρωτά:
« Σαν πόσα να σου ζητήξουνε ανοίγεις την κασέλα σου καπετάνιο;»
« Χίλια, δυο και δέκα χιλιάδες ριάλια. Α δέ μπορείς να σιαχτείς[5], έλα στο τάδε χωριό και γύρεψε τον τάδε , να σου τα δώσω!»
Εν πέρασε βδομάδα και να σου ο καϋμέχαρος ο άλλος να ξεφορτώνει ένα γομάρι κρασί στην πόρτα του καπετάνιου.
« Πού ’ναι ο καπετάνιος;»
« Στο περβόλι πήγε αδερφοχτέ,κάθισε να του φωνιάξω!»
Δασκαλεμένη η γυναίκα του.
Φκερέζει[6] το κρασί ο κακορίζικος και κάθεται στην αυλή. Ύστερα ’ρχεται ένας γείτονας και ρωτά:
« Ξενομπάτη[7] σε θωρώ! Ίντα θέλεις στο χωρίο μας με το καλό;»
« Πορπατώ απελπισμένος και βρέθηκε ένας καλός άθρωπος,ο γείτονας σου, κι είπε μου πως θα με σιάξει με 1000-2000 ρυάλια!»
« Πήγαινε,χρισιανέ μου, στο καλό κι απ’ άλλη πόρτα να τα γυρεύεις. Αυτός είνε ο φτωχότερος του χωριού. Εδα ’ναι στη μαδάρα και μαζώνει μαλοτύρα να βγάλει το ψωμί των κοπελιώ του!»
[1] Έβγαινε έξω.
[2] Κάτοικο της πεδιάδας.
[3] Να τον βγάλουν έξωαπό το σπίτι , ( να του κάνουν κατάσχεση).
[4] Αργότερα.
[5] Εξυπηρετηθείς.
[6] Αδειάζει.
[7] Από άλλο τόπο.