Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Ήτονε μια φορά μια κοπελοπούλα, που την ηθέλανε ούλα τα χωριανάκια.Ο αφέντης τση ήθελε να τη παντρέψει με ξενοχωρίτη.
Ήθελε το κι έκαμε το.
Ευτή ίντα να κάμει; Βουλή γονιού ήτονε.
Κιαείς απού φτούς που την ηθέλανε εκάτεχε τσι σεϊτανογηθειές [1]και τσοι δένει.
Παντρεύγουνται, αλιμένουνε[2] οι γειτόνοι να ξεστρώσουνε κι όμως διάλε πράμα τη μια, διάλε το πράμα την άλλη και την άλλη.
«Δεμένους τσ’ είχουνε! Ποιός έκαμε τούτηνα την πρόβα[3];»
Ποιος να την έκαμε, ποιος να μην την έκαμε, κακαφορούνται[4] ένα απού την είχε ζητημένη.
Πιάνει τον ο γαμπρός και λέει:
«Μιχελή, ευτή η δουλειά δεν είναι καλή και καλιά σου ’ναι να με παραιτήσεις. Εγώ δεν τηνε επήρα με το ζόρε. Αν έης να κάμεις, να τα ης με τον αφέντη τζη. Άμε στα εφτα καλά του Θεού να με λείπεις μα δε σου φταίω. Δεν έχω άλλο λόγο και ξιάσου[5]!»
Ο άλλος εδά ετρικουνούντονε[6] πως δεν έει ιδέα. Ούτε στον ουρανό τόθεκε μουδέ στη γης.
Πιάνει τονε κι ένας μερωτικός[7] σύντεκνος, που τον έμπεψε ριτζατζή[8] ο δεμένος. Του κανε όρκους και κατάρες πως δε τωνε φταίει, μόνο να τόνε παραιτήσουνε.
Περνά καιρός και δε τζοι λυούσανε.Απορπίστηκε[9] ο γαμπρός , βρίστει τονε,παίζει[10] και σκοτώνει τονε.
Ύστερα δα εμπήκε στη φλακή. Σαν επόριξε, σκιάς[11] δέκα χρόνια έκαμε, πάει με τη γυναίκαν του μα πάλι τα ίδια. Ακόμης ήτονε δεμένοι.
«Άδικα εσκότωσες το Μιχελή, γιατί ανέ μας έχει ευτός δεμένους,δεν μας έλυσε. Α δε μας είχε ευτός δεμένους δυο φορές άδικο!»
Λένε πως τον Μιχελή τον έφαε η κεφαλή ντου, ο γαμπρός κοπέλια δεν έκαμε και η κοπελοπούλα παντρεύτηκε άλλο…
[1] Μαύρη μαγεία.
[2] Περμένουνε.
[3] Δουλειά.
[4] Υποψιάζονται.
[5] Έγνοια σου.
[6] Διαμαρτυρόταν.
[7] Αυτός που βάζει το μύρο.
[8] Μεσολαβητή.
[9] Απελπίστηκε.
[10] Πυροβολεί.
[11] Τουλάχιστον.