Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Ο Άϊ Γεράσιμος είναι μοναχός, απ’ ούλο το νησί στη Κεφαλονιάς,στην παράδεισο.
Ξεκίνησε μια μέρα κιεπήγε και χτύπα τη πόρτα του παραδείσου.
« Ποιός είναι;»
« Ο Γεράσιμος απού την Κεφαλονιά!»
« Ίντα θέλεις;»
« Θέλω να μπω μέσα!»
« Μα δε μπορείς!»
Σε λιγάκι ξαναχτυπά. Ζόρε στεμένο [1]ήθελε να μπει μέσα.
Έρχεται ο ίδιος ο Χριστός.
« Ποιός είσαι;»
« Ντα ποιός είσαι απατός σου;»
« Ο Χριστός!»
« Άνοιξε μου, μπρε Χριστέ μου και σένα γυρεύω!»
« Να με κάνεις ίντα;
« Να σε δω,να σε προσκυνήσω και να δω τον παράδεισο!»
« Μα δε μπορείς!»
Γκάβγει.
Σε λιγάκι εκείνος ξαναντούκου-ντούκου, στη μεγάλη σιντερένια πόρτα του παραδείσου.
Ξαναπάει ο ίδιος ο Χριστός.
« Λένε σου,χρισιανέ,πως δεν επιτρέπεται να μπεις μέσα!»
« Άνοιξε να σε δω μπάρε [2]μου!»
Γελά το Χριστό, που τ’ ανοίγει την πόρτα λίγο-λιγο.
«Δε με!»
Σαν είδε ευτός την πόρτα κι εκούφωσε, βάνει τα πόδια του, ύστερα πάει ο Χριστός να μανταλώσει, μα δεν εμπόριε για’ θα έκοβγε τα πόδια του Άϊ Γερασίμου.
Με την κατεργαριά του εμπήκε μέσα στην παράδεισο.
[1] Ντε και καλά.
[2] Τουλάχιστον.