Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Ήτονε δυό μεθυσμένοι, μα ο ένας δεν εκάτεχε να πεί σκνίπα. Ήρχουντονε οθέν[1] παέ[2], όντεν εβγήκανε στου καλυβιού τον πόρο[3]. Λέει ο πλιά μεθυσμένος τ’ άλλου:
«Έρχεσαι να πετάξομε;»
«Έρχομαι!»
Παίζ’ ο πρώτος ένα πήδο, πέφτ’ ο μπροστινός σ’ενα βάτο, τζαγκουρνάται πρέπε’ ο κακομοίρης. Δεν απόμεινε τσίτα[4] απού τα ρούχα του. Ο άλλος έστεκε, εγελοχαχάριζε κι έκανε σεϊρι[5].
Πάνε δε στα σπίθια τωνε όπως μπορούσανε.
Εκείνος που έπεσε στο βάτο, το φυσά και δεν εκρύγιαινε. Να τονε βάλει ο άλλος να πετάξει; Μα δεν ήλεγε και πράμα.
Με το καιρό εβρεθήκανε μαζί οι δυό τωνε στο μιτάτο. Θωρούνε ένα αραγό[6] γεμάτο γιγούρτι. Μα ούτε πιάτο είχανε να βάλουνε, ούτε κουτάλι να φάνε.
«Κι αμέ πώς θα φάμε;»
«Εγώ θα βαστώ τον αραγό από τση μπουσγιούνους[7] και θα φας όσο θέλεις εσύ. Ύστερα κρατείς εσύ και τρώω εγώ!» λέει εκείνος απού ήτονε πεσμένος στο βάτο.
Πάει ο καϋμένος να φάει απού τον αραγό γιγούρτι,ο άλλος απού επόνιε ακόμης,ως είδε κι έχασκε να φάει,ανασηκώνει τον αραγό και λούει τονε απού την κεφαλή ως τσοι φτέρνες.Το έκαμε ολάσπρο και σιχριντί[8].
«Σκύλε εκατάφερες μου τηνε!»
« Έγιανε η καρδιά μου!»
[1] Προς.
[2] Εδώ.
[3] Είσοδο.
[4] Ραφή.
[5] Διασκέδαζε.
[6] Ασκί.
[7] Δεσίματα.
[8] Καταλερωμένο.