Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορά ένας Ρωμιός παπάς, εκουβέδιαζε μ’ ένα παπά Οβραίο. Έλεγε του, πως τη νύχτα ενειρεύουντονε, πως κατα λάθος απόμεινε η πόρτα του παραδείσου ανοιχτή και βούτηξε ένας Οβραίος μέσα.
Σαν το μάθανε οι γι Άγιοι εκουζουλαθήκανε από την στενοχώρια τώνε. Εσυλλογιάζουντονε πως θα τονε βγάλουνε, με τρόπο, όξω να μη γενεί κιανένας καυγάς.
Σαν εσκεφτήκανε λιγάκι, αποφασίσανε ν’ αναθέσουνε στον Άγιο Πέτρο, τον κλειδάτορα του Παραδείσου, να τονε βγάλει όξω.
Σηκώνεται ο Άγιος, πάει και βρίστει έναν έμπορα που βάστα μια παλιά πατανία στον ώμο του. Βάνει τονε να γυρίζει γύρου γύρου στον Παράδεισο και να φωνιάζει:
«Πουλώ μια πατανία 20 ργιαλιώ, μόνο 2 ργιάλια!»
Σαν άκουσε ο Οβραίος για παλιά κουβέρτα και φτηνή, βγήκε όξω να την αγοράσε.
Έτσι εβρήκε καιρό ο Άγιος Πέτρος κι εσφάλιξε[1] τόνε όξω.
Σαν ετέλειωσε ο παπάς τόνειρο του,ε ξεγκαρδίστηκε στα χάχαρα, γιατί εθάριε πως την έσκασε του Οβραίου.
Μα έκεινος, ο διαολοτσιφούτης, είτανε μπεσπελή[2] πλιά έξυπνος από το δικό μας παπά και του λέει:
«Δε κατέεις παπά ίντα απογίνηκε ύστερα; Γροίκα[3] να σου πω εγώ!
Σαν αγόρασε την πατανία ήθελε να γαϊρει[4] πάλι μέσα στο Παράδεισο και αρχίνηξε κι εχτύπα την πόρτα! Ο Άγιος Πέτρος απού μέσα του κάνει:
-Πολύ ’ναι το χατήρι σου, μα δε μπορώ να σε βάλω μέσα αδέ βαφτιστείς!
-Φέρε μου ένα Ρωμιό παπά να με βαφτίσει!
Εγελάστηκε ο Άγιος Πέτρος και σηκώθηκε να γυρεύγει εις το Παράδεισο ένα ρωμιό παπά.
Σαν επεράσανε 2-3 ώρες, γαέρνει ο Άγιος καταστενοχωρεμένος .
-Ίντα να σου κάμω, κακορίζικε αμαρτωλέ, άδικα εγύρευα τόσες ώρες. Δεν υπάρχει ρωμιός παπάς μέσα στο παράδεισο!»
Σαν άκουσε ο παπάς ετσά παίρνει τα βρεμμένα του και γκάβει[5]. Ακόμη πάει, γιατί εκατάλαβε ίντα ’θελε να του πει ο Οβραίος, ότι δηλαδής ούλοι οι παπάδες οι Ρωμιοί ειναι κολασμένοι!
[1] Έκλεισε.
[2] Φαίνεται.
[3] Άκουσε.
[4] Γυρίσει.
[5] Φεύγει.