Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη.
Μια βολά, παλιά, εβγήκε διαταγή πόσο γομάρι[2] πρέπει να βάνουνε οι –γι- αθρώποι των κτημάτων[3] τωνε.
Τόσονε του μπεγιριού[4], τόσονε του μουλαριού, τόσονε του γαϊδάρου με το συμπάθειο.
Ένας γέρος εφόρτωσε το λιανόν[5] του, το κανονικό γομάρι, μα στη στράτα τον εξεκαπούλιασε[6] κιόλας.
Θωρεί τονε ο ζαφτιγιές[7] και κάνει του τη παρατήρηση:
« Γιάντα ’εις καβάλα το γάϊδαρο απού ’ναι και φορτωμένος;»
« Δικός μου δεν είναι αδερφωχτέ;»
« Ναι μα δεν επιτρέπεται να τονε καταλύσεις[8]!»
« Δεκαπέντε χρόνους τον έχω και δεν γνώρισα τσοι συγγενείς του. Δικολογιά σου είναι και τον υπερασπίζεσαι;»
« Σκότωνε κουζουλούς, πλέρωνε τζερεμέ[9]…Πάω να κάμω τη δουλειά μου. Δεν πάεις μπάρμπα στο καλό,εσύ κι ο γάϊδαρος σου να με λείπεις!»
[Δικολογιά] Συγγενολόϊ.
[2] Φορτίο.
[3] Ζώα μεταφοράς.
[4] Αρσενικό άλογο.
[5] Γαϊδούρι.
[6] Ανέβηκε στην καπούλα.
[7] Χωροφύλακας.
[8] Πεθάνεις.
[9] Πρόστιμο.