Γιατί είναι λάθος και επικίνδυνη η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας τα Σαββατοκύριακα μετά τις 18:00.
Γράφει η Βίκυ Σαμαρά
Όταν ο κορονοϊός άρχισε να σαρώνει τη γειτονική Ιταλία σχεδόν ένα χρόνο πριν και η κυβέρνηση τρόμαξε με αποτέλεσμα να λάβει αρκετά γρήγορα περιοριστικά μέτρα, η στήριξη της κοινωνίας ήταν σχεδόν καθολική. Και αυτό διότι η πρώτη καραντίνα έμοιαζε να έχει λογική και συνοχή.
Δεν θα ήταν δυνατόν βέβαια να παραμείνει μία ολόκληρη κοινωνία και οικονομία σε lockdown μέχρι να ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός ποσοστού ικανού να διασφαλίσει την πολυπόθητη ανοσία. Αλλά έγιναν αντικειμενικά πολλά λάθη. Όχι μόνο στην Ελλάδα βέβαια, αλλά σε όλες τις χώρες της Δύσης, που άλλωστε στο ίδιο πολιτικοοικονομικό σύστημα ανήκουν και με τον ίδιο τρόπο επιχείρησαν να χειριστούν την πανδημία.
Λίγο πολύ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν από το καλοκαίρι και μετά ένα lockdown light και ένα σύστημα ακορντεόν. Να λειτουργεί η οικονομία έστω στο ρελαντί με περιορισμούς. Μόνο που αυτό δεν είναι κανονικό lockdown και εν τέλει οδηγεί σε περιορισμούς αποκλειστικά στον ελεύθερο χρόνο και τη διασκέδαση των πολιτών. Αλλά ποιος μπορεί να ζει μόνο για να δουλεύει, να καταναλώνει και να κλείνεται σπίτι, όπου πιθανότατα με ταραγμένο ψυχισμό δεν θα μπορεί να κοιμηθεί;
Η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις έξι το απόγευμα τα Σαββατοκύριακα χτύπησε ως εκ τούτου άσχημα στα νεύρα και των πολιτών εκείνων, που από την πρώτη στιγμή ήταν απολύτως συνεπείς με τα υγειονομικά μέτρα, που απέφυγαν να δουν γονείς και φίλους, που φοβούνται να αγκαλιάσουν παππούδες και γιαγιάδες, που έπλυναν καλά χέρια, φόρεσαν τη μάσκα τους, απέφυγαν τις συναθροίσεις.
Δεν κουράστηκε ο κόσμος από το lockdown αυτό καθεαυτό, μόνον. Κουράστηκε από τα ασύμμετρα και αντιφατικά μέτρα. Από την καταφανή πολιτική και οικονομική σκοπιμότητα επιλογών, που ενδύθηκαν ένα παραπλανητικό μανδύα επιστημοσύνης. Από την θρασύτητα με την οποία οι πλούσιοι και ισχυροί της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας πρακτικά εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή των μέτρων.
Από το συνεχές κούνημα του δακτύλου από τηλεοράσεως στους πολίτες. Από τη στοχοποίηση κάθε βόλτας, κάθε πλατείας, κάθε παγκακίου, την ώρα που η χώρα άνοιγε τουρισμό, εστίαση και διασκέδαση.
Από την επίκληση στην “ατομική ευθύνη”, την ώρα που χρειαζόμασταν ως κοινωνία περισσότερο από ποτέ μία νέα συλλογικότητα. Από τις ιδεολογικές εμμονές, την ώρα που αποδείχθηκε στην πράξη πόσο καταστροφικές ήταν οι συνέπειες μίας δεκαετίας μνημονίων και άλλων τόσων χρόνων συρρίκνωσης της δημόσιας υγείας.
Η κυβέρνηση και η επιτροπή καλούνται να εξηγήσουν πειστικά, ποια επιστημονικά δεδομένα και στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση κρουσμάτων δεν οφείλεται στο άνοιγμα των σχολείων και του λιανεμπορίου και κυρίως στο γεγονός ότι κακά τα ψέματα, αυτό δεν είναι lockdown, αφού λειτουργεί το σύνολο της οικονομίας πλην εμπορικών καταστημάτων, εστίασης, αθλητισμού και πολιτισμού. Και με ποια στοιχεία ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει μετάδοση στους χώρους εργασίας. Αλλά ότι φταίνε κρυφές μαζώξεις σε σπίτια τα απογεύματα του Σαββάτου.
Επίσης, αν πρέπει να παίξεις το ακορντέον, παίξε σωστά. Άνοιξε το σωστά και κλείσ’ το εντελώς, εναλλάξ. Με άλλα λόγια το λάθος της κυβέρνησης, όπως και πολλών ακόμη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ήταν ότι επέλεξε στις αρχές του φθινοπώρου όταν ξεκίνησε το δεύτερο κύμα να μην πάει σε ένα πραγματικά σκληρό lockdown δύο εβδομάδων, αλλά προσέθετε σιγά σιγά περιοριστικά μέτρα, καθώς η πλειοψηφία της κοινής γνώμης δεν ήθελε ξανά καραντίνα.
Ό,τι έγινε βέβαια, έγινε. Το ζήτημα είναι τώρα τι κάνουμε. Γίνεται να κλείσει εντελώς η οικονομία; Από την άλλη είναι προτιμότερο να φυτοζωεί; Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα πρέπει να έχουν μία λογική και να αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως ανθρώπινα όντα και όχι ως φυλακισμένους και ως υπηκόους, μόνο για να δουλεύουν και να πληρώνουν χωρίς καν το δικαίωμα να προαυλίζονται.