ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ματθαίος Ι. Τσιριμονάκης
Ξακόσιους εξεδιάλεξε[1] σ’ ένα χωριό εβγήκαν[2],
περιορκίζουν[3] τσ’ οι Ρωμηοί, κιανένα δεν αφήκαν.
Και τότες απορπίστηκε και γράφει σ’ το Μισίρι:
-Στρατέμματα μου στείλετε, δε έκαμα χαΐρι[4]!
Και μπαίνει[5] κ’ εκουβάλιε μπλιό[6]ασκέρι[7] με πασάδες
και προσκυνούνε οι Ρωμηοί και γίνουντ’ αραγιάδες.
Φεύγουνε Χρισιανοί μερκοί, είς το Μωριά και πάσι,
που ‘τον ακόμη πόλεμος να βρουν ψωμί να φάσι,.
Μπαίνουν κ’ εντουσουντίζουνταν[8]δεν είχανε ορπίδα[9].
-Ελάστε να μισέψωμε να πάμε σ’ την πατρίδα!
Εικοσιοχτώ βρεθήκανε όμορφα παλληκάρια,
αδυνατοί και γλήγοροι ωσά θεριά μεγάλα.
‘Έναν καϊκι βρίστουνε, μπαίνουν κ’ επορπατούσα,
σ’ την Κρήτη ξεβαρκάρανε[10] κ’ επήραν[11] την Γραμπούσα.
Κ’ εκλέφταν κ’ εσκοτόνανε ώστε να πα τη Στεία,
τρείς χρόνους επεράσανε μεγάλη δυστυχία.
Κι απόκειας[12] κάνουν συβουλή[13],πρώτος ήτον ο Χάλης[14],
να παν να φέρουν άλογα και το Χατζή Μιχάλη[15].
Και ξεφ(β)αρκάρει σ’ τα Σφακιά την Κρήτη να σηκώση,
να ξανακάμη πόλεμο και να τη λευτερώση.
Ούλ’ η Τουρκιά μαζεύτηκε, μπιρντένι[16]ξεκινούσι,
πάν’ σ’ το Φραγκοκάστελο και τόνε καταλυούσι.
Οι Κρητικοί λογιάζουνε[17] «ας σηκωθούμε πάλι
κι ας τον εκαταλύσανε και τον Χατζή Μιχάλη».
Εσυναχτήκανε πολλοί κ’ ήρθανε σ’ τη Μαλάξα
και κάναν ένα πόλεμο και τα βουνά τρομάξα.
Μέσα σ’ τα κάστρη βάλαν τζη κ’ εκεί τσοι πολεμούσαν
κι ούλης τση Κρήτης τα χωριά οι Χρισιανοί βαστούσαν.
[1] Επέλεξε.
[2] Ανέβηκαν.
[3] Πολιορκούν.
[4] Προκοπή.
[5] Έρχεται.
[6] Πλέον.
[7] Στράτευμα.
[8] Σκέφτονται.
[9] Ελπίδα.
[10] Ξεμπαρκάρανε.
[11] Κατέλαβαν.
[12] Μετά.
[13] Συμβούλιο
[14] Οπλαρχηγός από τη Θέρισο.
[15] Οπλαρχηγός από τους Λάκκους.
[16] Αμέσως.
[17] Υπολογίζουν.