Επιμέλεια : Ματθαίος Ι. Τσιριμονάκης
Πορίζουν [2] απού τα Χανιά δώδεκα μπαϊράκια[3]
και παν να πολεμήσουνε τα δόλια Σφακιανάκια.
Πορίζουν κι απού τα Σφακιά τέσσερα μπαϊράκια,
να πα να πολεμήσουνε τα χατζή αγαδάκια.
Σ’ το Μεραμπέλο σμίξασι[4] οι Σφακιανοί κ’ οι Τούρκοι,
Τούρκοι ευτύς και Σφακιανοί εκάμασιν γιουρούσι[5].
Ομπρός ομπρός επήγαινεν Αλής το Γλυμιδάκι
κ’ εβάστα και σ’ τη χέραν του κόκκινο μπαϊράκι.
Και απ’ αλάργο φώνιαζε:
-Σταθήτε κερατάδες, μα σ’ τσι μπιστόλαις μου βαστώ, ντελίδικαις[6] τσι μπαλες.
Γείς Σφακιανός εχύθηκε[7] ωσάν το περιστέρι
και του ‘κοψεν την κεφαλή τ’ Αλή του Γλυμιδάκη.
Κ’ εβάσταν τη σ’ την χέραν του ωσά το μπαϊράκι.
-Γλυμίδην το κεφάλι σου, ο πολυπαινεμένο,
του Ρούσιου[8] το επήγασι σ’ το αίμα κυλισμένο.
Βγάνει τρία βενέτικα, μπαξίσι των τα δίδει,
γιατί τον εσκοτώσανε αυτόνε το Γλυμίδη.
Γιατί ΄καψεν πολλαίς καρδιαίς κι ακόμη ήθελε κάψει,
απού να βγουν τα’ αμμάθια του απού θα τονε κλάψη.
-Γλυμίδην το κεφάλι σου που ‘θελε νταγιαντίσει[9],
σ’ το Ρέθεμνος κ’ είς τα Σφακιά να βγεί να πολεμήση.
Γλυμίδην και Γετίμη μου, όμορφο παλληκάρι,
οι Σφακιανοί σ’ επιάσανε κ’ νε ντροπή μεγάλη.
Γλυμίδην το κεφάλι σου, ου ‘βανες τα τσιτσέκια[10],
τώρα το ‘χουσ’ οι Σφακιανοί σημάδι σ’ τα τουφέκια.
Γλυμίδην το κεφάλι σου το ‘χουσιν κρεμασμένο
και το αποδέλοιπον[11] κορμί το ‘χουσιν πεταμένο.
Μέσ’ του Προδρόμου το ‘χουσι κ’ οι σκύλοι θα το φάσι,
γιατί δεν ήτονε πρεπό[12] χώμα να το σκεπάση.
Πρεμαζωχτήτε[13] σ’ το τζαμί Τούρκοι και Γενιτσάροι,
να ιδήτε το Γλυμήδ’ Αλή, τ’ όμορφο παλληκάρι.
[1] Αρχηγός Γενίτσαρων.
[2] Βγαίνουν.
[3] Σημαίες, μονάδες στρατιωτών.
[4] Συναντήθηκαν.
[5] Έφοδο.
[6]Σφαίρες με σύρμα.
[7] Όρμησε.
[8] Ρούσσος Βουρδουμπάς Σφακιανός καπετάνιος.
[9] Υποφέρει.
[10] Λουλούδια.
[11] Υπόλοιπο.
[12] Άρμοζε.
[13] Συγκεντρωθείτε.