ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Μάχη εις το Θέρισο (1821) 1ο (δημώδες)

Επιμέλεια: Ματθαίος Ι. Τσιριμονάκης

Δευτέρα μέρα πόρισε[1]τ’ ορντού[2] απού τη χώρα,

να κάψουνε το Θέρισο και να γαϊρουν[3]κιόλας.

Κι όντεν εξεκινούσανε βιολιά ‘χαν ,νταμπουράδες,

οι Τούρκοι εθαρρούσανε , δεν είνιε άλλοι άντρες.

Και τον Καψάλη[4] βάλανε πρώτον και σερασκέρη[5],

το Κάστρο και το Ρέθεμνος δεν είχε τέτοιο ταίρι.

Κι Αγγριολίδης [6]του ΄λεγε πού ‘τονε μετρημένος:

-Μουσταφ’ Αγά το Θέρισο δεν το ‘χομε καϋμένο.

-Μα με το τουφεκάκι μου, διακόσους θα σκοτώσω

και με το μαχαιράκι μου τ’ ασκέρι θα κωλώσω[7].

Μάθελ’ ο θιός κ’ η μοίραν του, το μαύρο ριζικόν του,

κιανένα δεν εσκότωσε, παρά τον απατό[8] του.

Και με την ώρα πρόβαλε μια γαλανή[9]μπαντιέρα[10],

κακόν πολύ το πάθανε εκείνην την ημέρα.

Και ξαναπρόβαλ[11]’ άλλη μια, λώμπως[12] είνι’ οι Λακκιώτες,

που ‘νιε σ’ τα πόδια γλήγοροι κ’ είνιε και παιγνιδιώταις[13].

Είς τον Φλωμέ [14]τση φτάξανε κ’ εκάμαν τωνε γιούρια[15]

και στα σομάρια παίρνανε κι αφίναν τα γαϊδούρια.

Ομπρός ομπρός επήγαινε ο Κοκκολοσταμάτης,

για να παίρνει τ’ αλόγα απού ‘χεν είς τ’ αμμάτι.

Του Λουπογιώργη φώνιαζε:

-Γλάκα να τσοι σκοτώσης, να τωνε πάρης τ’ άρματα

Και μένα να μου δώσης.

Και κάτω στ’ Βαρύπετρο, σ’ το μπροστινό σπιτάκι,

εκεί τον εσκοτώσανε το Χατζή-Μουσταφάκη.

Εκεί κοντά σκοτώθηκε κι ο φοβερός Καψάλης

και κλαίνεν τον οι φίλοι του και κλαίνεν τον κι οι γι άλλοι.

Κ’ εμπήκαν μέσα σ’ τα Χανιά και κλαίνε και θρηνούνται,

Τον πόλεμ’ απού γείνηκε για πάντα θα διγούνται.


[1] Βγήκε.

[2] Στρατός.

[3] Γυρίσουν.

[4] Χανιώτης Οπλαρχηγός.

[5] Αρχηγό.

[6] Κρητικός Γενίτσαρος.

[7] Θα το αναγκάσω να οπισθοχωρήσει,

[8] Εαυτό.

[9] Λευκή.

[10] Σημαία.

[11] Ξαναεμφανίστηκε.

[12] Λέω πως.

[13] Σκοπευτές.

[14] :

[15] Έφοδο.