Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
ΓΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΙΜΑΤΑ 3ο
ΛΑΒΩΜΑ (2ο)
Στ’ όνομα σου Θε μου κι αφέντη μου Χριστέ μου κι Αγία τριάδα. Άγιε Παντελεήμονα, πρώτε γιατρέ του κόσμου, απού γιατρεύεις τσοι πληγές και διασκορπάς τσοι πόνους.
Τσοι εικοσιτέσσερεις του Δεκεμβρίου, αργά ο Χριστός γεννάται, εκκίνησε ο θαλμός[1], ο κακός, ο καταμποδισμός, τση κακής μάννας ο γυιός.
Στη στράτα ντου του απαντήχνει ο Μιχαήλ Αρχάγγελος και του κάνει:
-Που πάεις θαλμέ, που πάεις καταμποδισμένε, στη μάννας κακέ γιέ;
-Δε τόλπιζα, Μιχαήλ Αρχάγγελε πως θα με ρωτήξεις! Όντες και με ρώτηξες θα σου πω. Εφτά λιβάδια πέρασα κι όλα τα χόρτα ξέρανα. Πάω στα όρη στα βουνά, βουνά να χαλάσω, δεντρά να ξεπατώσω, σφαχτά να ξεσκλαβερώσω, τση μάννας το μοναχογιό να λαβώσω.
-Γάϋρε θαλμέ, γάϋρε καημέ, γάϋρε καταμποδισμένε[2], τση κακής μάννας γιέ! Να πας κάτω στο γυαλό, κάτω στο περιγιάλι να βρεις αρκούδα και κατσόχοιρο ν’ αρμέξεις. Να κάμης τυρί, αποτύρι[3] και μεγάλο αθοτύρι.
Όσοι τόδανε θαμάξανε κι όσοι εφάγανε ποθάναν.
ΛΑΡΙ[4] ΤΟΥ ΜΑΘΙΟΥ
Στ’ όνομα του Θεού, τση Παναγίας και του Χριστού.
Τρείς καλοί αδερφοί επήρανε τα μαναροσκέπαρνα[5] τωνε, τριμμένα, ακονισμένα, στο θεό παραδομένα. Επήγανε στα όρη στα βουνά να κόψουνε ανώφιλιο[6], κατώφιλιο[7] τση Παναγιάς το διάσκελο[8] και του Χριστού τη πόρτα.
Στη πρώτη μαναρέ[9] πετάται φλετζακουδάκι[10] και βαρίχνει[11] νιούς στ’ αμάτι. Μουγκίστηκε[12] και βρακίστηκε[13] και το θεό παρακαλέστηκε.
Ο Χριστός επέρασε σελλακαβαλλάρης και ρώτηξε ποιος ήτανε απού μουγκίστηκε και βρακίστηκε και στον Θεό επαρακαλέστηκε.
-Παιδιά[14] ορφανό εδείρανε γη ζεστό ψωμί εξεφουρνήσανε και δεν εδώκανε;
-Όχι αφέντη μου Χριστέ, τα κρυφά κατέεις[15] και τα φανερά δεν κατέεις. Μουδέ ορφανό εδείρανε, μουδέ ζεστό ψωμί εξεφουρνήσανε και δεν εδώκανε. Μόνο τρείς αδερφοί, επήρανε τα μαναροσκέπαρνα τωνε, τριμμένα, ακονισμένα κι επήγανε πάνω στα όρη τα βουνά να κόψουνε ανωφίλια, κατωφίλια τση Παναγιά διάσκελο και του Χριστού την πόρτα. Στην πρώτη μαναρέ πετάται φλετζακουδάκι και βαρίχνει νιούς στ’ αμάτι. Εβρέθηκε μιά Μαρία βαφτισμένη, μυρωμένη, τρεις μεγάλες Πέφτες κοινωνισμένη, να πιάσει ασήμι γη χρυσάφι γη τσ’ ελιάς το φυλλαράκι, να βγάλει τη μίγηρα[16],τη τσίγηρα[17], το λάρι, τη ρίξουσα[18] κι ότι κακό ΄ναι στ’ αμάτι.
[1] Βασκανία.
[2] Καταποντισμένε.
[3] Υπόλοιπα από το πήξιμο του τυριού.
[4] Κερατίτιδα.
[5] Μανάρι ( τσεκούρι) και σκεπάρνι μαζί.
[6] Αυτό(από ξύλο, σίδερο κλπ.) που συγκρατεί το πάνω μέρος του της πόρτας η του παραθύρου.
[7] Κατώφλι.
[8] Διασκέλισμα.
[9] Τσεκουριά.
[10] Μικρή σχίζα.
[11] Πληγώνει.
[12] Φώναξε σαν βόδι.
[13] Έβγαλε φωνή αρνιού.
[14] Άραγε, μήπως.
[15] Ξέρεις.
[16] Φανταστική λέξη.
[17] Φανταστική λέξη.
[18] Καταρράχτης.