Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
ΓΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΙΜΑΤΑ 4ο
ΛΟΥΞΥΓΚΑΣ[1]
Στου λούξη-λούξη[2] το νερό (ή την αυλή), στου λούξη το πηγάδι, εκειά ‘φηκα το λούξηγκα κι άμε να τονε πάρεις.
ΜΑΛΑΘΡΑΚΟΙ[3]
Μαλαθρακάκι δροσερό γύρου- γύρου δέκα οχτώ, άνε γήτεψα κακά να βγάλεις άλλους δέκα εφτά, να βγάλεις και το κόσκινο και τη μώρα[4] και τη ψώρα κι ούλα τα κακά τση χώρας.
ΜΕΛΙΓΚΟΥΝΙΑ[5] 1η
Μέρμηγκα πρωτομέρμηγκα, μέρμηγκα τω μερμήγκω, πάρε τ’ αλάϊ[6] σου και το καταλάι[7] σου κι άμε στα όρη τα βουνά, να βρης βούγια[8] να ξεζευλώσεις[9] κι ωζά[10] να ξελερώσεις[11] κι από του γεωργού το κόπο λείπε[12].
ΜΕΛΙΓΚΟΥΝΙΑ 2η
Μέρμηγκα, πρωτομέρμηγκα και πρώτε των μερμήγκω. Πάρε τ’ αλάϊ σου και τη συρσιντουργιά[13] σου κι άμε στα όρη τα βουνά. Να κάμεις κατοικιά σου, γιατί θα φέρω την όρθα μου, τη σκαλιδομήτα[14] μου και θα σας φάει και θα σας αφανίσει και κανένα δε θ’ αφήσει.
ΜΕΤΑΞΑΡΓΕΙΟ[15] 1η
Όντε το ταΐζομε λέμε:
Μπαίνω, βγαίνω και ξαργιώ[16], πλείσιανε[17] το μεταξαργειό. Μιά αραντόνα[18] μιά μελανοχείλα, πέρασε και το ‘δε.
Φλόμωσε[19] το, σα βρούλα[20] στο λιβάδι έπεσε. Στάμα[21] γης, στάμα ο ουρανός, το μεταξουργείο να χιλιάσει, να μυριάσει, σαν τον άμμο τση θαλάσσης, των αρχόντω η πρεπειά[22] ,τω φτωχώ η συντηριά[23].
[1] Λόξιγκας.
[2] Φανταστική λέξη
[3] Καλόγερος, δοθιήνας.
[4] Φανταστική λέξη.
[5] Μυρμήγκια.
[6] Συνοδεία, παρέα, συντροφιά, ομάδα.
[7] Φανταστική λέξη.
[8] Βόδια.
[9] Βγάλεις από το ζυγό της άροσης.
[10] Αιγοπρόβατα.
[11] Βγάλεις τα κουδούνια.
[12] Απομακρύνσου.
[13] Φανταστική λέξη.
[14] Έχει μύτη σα σκαλίδα.
[15] Εκτροφή μεταξοσκωλήκων.
[16] Αργοπορώ.
[17] Αύξησε, μεγάλωσε.
[18] Ζηλιάρα.
[19] Γέμισε το καπνό, ζάλισε το.
[20] Βούρλα.
[21] Να σταματήσει.
[22] Στολίδι.
[23] Συντήρηση.