Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
ΓΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΙΜΑΤΑ 8ο
ΠΟΝΟΜΑΤΟΣ
Πάνω στα όρη τα βουνά πάνε δυό καλά αδερφάκια, να κόψουν της Παναγίας τον διάστυλο[1] και του Χριστού τη πόρτα.
Στου ενός τ’ αμάτι πετάχτηκε ένα ξυλαράκι, βουργίθη[2] και νουργίσθη[3], τον θεό επικαλέσθη.
Κοντό δεν ευρέθηκε άθρωπος, βαφτισμένος, μυρωμένος και τη μέρα τση Λαμπρής ν’ ναι μεταλαβωμένος. Να γητέψει τη μίγκρα[4] και τη σίγκρα[5] και τον πονόματο σ’ τον δούλο του θεού (τάδε).
ΠΟΝΤΙΚΟΙ 1η
Ε! Ποντίκια και βροντίκια και μικρά καρακατσάνια, πάρετε τα παιδιά σας κι αμέτε στο (τάδε τόπο) απού ‘χει στάρι και κριθάρι και μπαμπάκι και λινάρι, να τρώτε και να πίνετε και απού το σπίτι του (τάδε) να λείπετε.
ΠΟΝΤΙΚΟΙ 2η
Ποντικοί πολύπορνοι, θηλυκοί και αρσενικοί, πάρετε τα γεννήματα και τ’ απογεννήματα σας και αμέτε πάνω στα βουνά και κάμετε τη φωλιά σας να τρώτε τσ’ ασφενηλιάς τη ρίζα και τον κακό σας το καιρό να ζείτε.
ΠΟΝΤΙΚΟΙ 3η
Μποντίκι πρωτομπόντικο και πρώτο τω ποντίκω, πάρε τ’ αλάϊ σου και το γιαλάκι σου να πάης στα βουνά να κατοικήσεις κι απού το σπίτι του (τάδε) να μου λείπεις.
[1] Δύο στύλοι της πόρτας, τέμπλο.
[2] ;
[3] Κλαίει με επιφωνήματα.
[4] ;
[5] ;