ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: «Αδελφοί …κλέφτες»

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
matprin5758@gmail.com

Μια φορά ήτονε δυό αδερφοί κλέφτες, απού κλέφτανε ότι βρίσκανε. Ο γείς απού τσοι δυό απόθανε κι άφηκε τρία κοπέλια ορφανά.

Ο άλλος αδερφός ήτονε μοναχός και παίρνει το μεγαλύτερο κοπέλι να το ‘χει σύντροφο. Πήρεντο στο σπίτι ντου και το βάνει να θέσει[1]σ’ ένα κρεβάτι. Από πάνω κρεμά κουλούρια μ’ ένα σπάο. Το κοπέλι τα ξανοίγει ούλη τη νύχτα μα δε νοιώθει να τα κατεβάσει και να τα φάει.

Τη ταχυνή πάει ο μπάρμπας ντου για να δει ίντα απόκαμε ο ανιψιός του, θωρεί και του κάνει:

«Δεν είσαι, κοπέλι μου, για μένα, μόνο άμε στο καλό!»

Ύστερα παίρνει το δεύτερο μα ναφιλέ[2] κι αυτό άφηκε τα κουλούρια αφάωτα.

Στην υστεριά[3] παίρνει και το τρίτο. Αυτό με το πού θωρεί τα κουλούρια έκαμε χίλια ρεμέδια[4] μέχρι απού τα φαε.

Τη ταϋτερινή[5] δράμει[6] ο μπάρμπας, θωρεί ίντα γίνε και του κάνει:

«Εσύ ‘σαι καλός για τη δουλειά μου, κάνεις μου!»

Μπάρμπας κι ανιψιός ήτονε ούλες τσι μέρες μαζί, δεν εχωρίζανε.

Μια ταχυνή λένε:

«Πάμε να κλέψομε τα λεφτά του βασιλιά;»

«Πάμε»

Ετσά και κάμανε.

Βγήκανε στα κεραμίδια κι εκάμανε μια τρύπα να μπούνε. Το κοπέλι δένει το μπάρμπα ντου, να κατεβεί και να μπορεί να τονε σύρει. Παίρνει όσα λεφτά εμπόριε τον ανεβάζει απάνω και γαέρνουνε στο σπίτι τωνε.

Τη ταϋτερινή ξανοίγει το βασιλιάς και θωρεί τα λεφτά παρμένα. Διατάσσει και βάνουνε στα χείλια του πιθαργιού, απού τα ‘χενε ,μέλι για να κολλήσει ο κλέφτης όντε κατεβεί να τα πάρει και να τονε πιάσουμε.

Την αργαδινή[7] δράμουνε ο μπάρμπας με τον ανιψιό να πάρουνε τα αποδέλοιπα λεφτά ,ήτονε γλυκαμένοι μαθώς .Κατεβαίνει ο μπάρμπας, σαν την άλλη βολά και κολλά στο μελί. Ξανοίγει[8] ο ανιψιός να τονε σύρει με τος σκοινί μα ναφιλέ[9].Κατεβαίνει του κόβγει τη κεφαλή τηνε παίρνει πάει τηνε σ τση θειάς του και λέει τση τα καθέκαστα. Στην υστεριά παίρνει τηνε γυναίκα ντου.

Το πρωϊ θωρεί ο βασιλιάς τον κουτσοκεφαλισμένο[10], διατάσσει να τονε βγάλουνε απού το πιθάρι και να διαδώσουνε σ’ ούλο το τόπο πως ότινος είναι να ‘ρθει να τονε πάρει. Κιανείς δεν ήρθε και στην υστεριά [11] διατάσσει να τονε κρεμάσουνε, να περάσει ούλο το βασίλειο να δει το κρεμασμένο κορμί. Αν αρχινήξει κιανείς τα κλάϋματα θα φανερωθεί ο κλέφτης.

Σαν το ‘μαθε ο ανιψιός το λέει τση γυναίκας ντου και του κάνει:

«Άχι! πού ότινα τονε δω, γιαμειάς θα αρχινήξω τα κλάϋματα και θα με πάρουνε χαμπάρι!»

«Θα πουσουνίσεις[12] κάμποσα τσικάλια και σκουτέλια[13], θα κάνεις πως τα πουλείς. Όντε φτάξεις κοντά θα παραπατήσεις, θα σου πέσουνε τα μπράτη και θα σπάσουνε. Ντελόγο[14] θα αρχινήξεις να κλαίεις, θα θαρρούνε πως κλαίεις για τα τσικάλια και τα σκουτέλια και θα σε ζυγώξουνε.»

Έτσα ’κανε και κεινηνά απού την είδανε τση κάνουνε:

«Άμε στο διάοτσο, δε μας δικά[15] η φασαρία μας παρά θάχουμε και τη δική σου!»

Δεν ηύρανε το παραδοκλέφτη και η γυναίκα άφηκε τα τσικάλια και τα σκουτέλια, πήρε τον άντρα τζη και ζήσανε καλά!!!


[1] Κοιμηθεί.

[2] Μάταια..

[3] Τέλος.

[4] Σκέφτηκε χίλιους τρόπους.

[5] Πρωία.

[6] Έρχεται.

[7] Βράδυ.

[8] Προσπαθεί.

[9] Μάταια.

[10] Αποκεφαλισμένο.

[11] Τέλος.

[12] Αγοράσεις.

[13] Πιάτα.

[14] Αμέσως.

[15] Φθάνει.