ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ[1] ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΟΣ

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια φορά ήτονε ‘νας μπουνταλάς κι ένας γνωστικός, απού ταξιδεύανε να πάνε να δούνε άλλους τόπους. Νυχτωθήκανε σ’ ένα χωριό και πήανε στο σπίτι του παπά, να ξωμείνουνε. Την αργαδινή[2] κάτσανε στο τραπέζι να φάνε. Πριχού να κάτσουνε, κάνει ο γνωστικός του μπουνταλά:

«Εδά απού θα κάτσουμε να φάμε, να μην αρχινήξεις να τρως και σταματημό μη έχεις. Ξάνοιξε[3] ίντα θα σου πω: Όντε σου πατήσω το πόδα ντελόγο θα σταματήξεις!»

Κάτσανε στο τραπέζι και ντρακάρανε[4] να τρώνε το ξυνόχοντρο, απού ‘χε ψημένο η παπαδιά. Δεν επρόλαβε, ο μπουνταλάς, να βάλει δυό- τρείς κουταλές στο στόμα -ν- του, περνά ο κάτης του παπά και του πατεί το πόδα. Γιαμειάς σταματά να τρώει, θαρρεί πως τονε πατεί ο γνωστικός.

Κάνει του ο παπάς:

«Φάε χρισθιανέ μου, μια ουλιά ακόμη!»

«Όϊ δε πεινώ άλλο!»

Ήρθε η ώρα να κοιμηθούνε και ξανοίγει να δει που θα θέσουνε το τσικάλι, να σηκωθεί τη νύχτα να φάει κιαμιά κουταλέ. Όντε κοιμηθήκανε ούλοι σηκώνεται και ξετσικάλιζε[5].Ξυπνά ο γνωστικός, τονε θωρεί και του κάνει:

«Φέρε μου και μένα μια κουταλέ!»

«Θα σου φέρω και σένα άνε απομείνει!»

Απόμεινε λιγάκι να του πάει, μα έχασε το δρόμο, πήε στη κάμερα του παπά και τση παπαδιάς. Σίμωσε[6] το κουτάλι στο στόμα τζη, μα αυτή βρουχάλιζε[7]και θάριενε, ο μπουνταλάς , πως φυσά το χόντρο, ο γνωστικός:

«Μη φυσάς, μπρε, μα κρυγιός είναι!»

Δε σταματά το βρουχάλισμα, παίζει μια και τονε πετά στη μούρη τση παπαδιάς, απού ξυπνά και κάνει του παπά:

«Θαρρώ, παπά, πως έκαμα ‘μετό!»

Σαν άκουσε ίντα ΄γινε ο γνωστικός σηκώνεται και παίρνει το μπουνταλά να δράμουνε γερά-γερά. Όντε βγαίνε απού τη πόρτα του κάνει :

«Σύρε τη πόρτα».

Βγάνει τη πόρτα, τηνε βάνει στη πλάτη και τ’ ακλουθά. Ξανοίγει ο γνωστικός και τονε θωρεί, ίντα να κάμει; Σαλεύγουνε και βρίσκουνε ‘να μεγάλο δεντρό, ανεβάζουνε τη πόρτα στα κλαδιά και θέτουνε να κοιμηθούνε.

Την αργαδινή[8] ακούνε όργανα, τραγούδια και χορούς. Ήτονε κλέφτες απού γλεντούσανε.

Κάνει ο μπουνταλάς:

«Μωρέ, κατουργιούμαι!»

«Θα μάσε ακούσουνε, μωρέ, και θα μάσε καταλύσουνε»

Στην υστεριά του λέει να κατουρήσει, μπάρε μου[9], σιγά σιγά. Πέφτουνε τα κάτουρα σ τσι κεφαλές των κλεφτώ απού κάνουν:

«Ψιλό πουλί περνά, ψιλή κουτσουλέ κάνει!»

Μετά τονε πιάνει χέσιμο, χέζει σιγά σιγά, πέφτουν τα σκατά σ τσι κεφαλές των κλεφτώ που κάνουν:

«Χοντρό πουλί περνά, χοντρή κουτσουλιά κάνουν!»

Εκειά πού το λέγανε πέφτει η πόρτα από το δεντρό, φοβούνται οι κλέφτες δράμουνε, αφήνουνε τα φαητά και τα πιοτά. Αφήνουνε και τσοι θησαυρούς απού κλέφτανε. Κάθουνται οι δυό -ν-τωνε, τρώνε, πίνουνε και στην υστερία παίρνουνε ο θησαυρό και δράμουνε γι άλλους τόπους.

Εκειά απού σαλεύγανε ,περνάγανε απ’ ένα χωριό, κάνει ο γνωστικός του μπουνταλά:

«Άμε μωρέ να πάρεις μια ουλιά λιβάνι, να κάμουμε θυσία στο θεό γι τούτανε απού μας έδωκε!»

Πάει, ντελόγο[10],πουσουνίζει[11] ούλο το θησαυρό λιβάνι και γαέρνει. Ίντα να κάμει ο γνωστικός, το καίνε και μυρίζει η γης κι ο τόπος. Φτάνει η ευωδία στη μύτη του θεού, τ’ αρέσει, κατεβαίνει στη γη, βρίστει το μπουνταλά και του κάνει:

«Πες μου μια επιθυμία να στη -ν- κάνω για την ευχαρίστηση απού μού ‘δοκες!»

«Να μου δώσεις ΄να μπαμπιόλι[12] να το παίζω να χορεύγει η γης κι ο κόσμος!»

Του το δίνει, αρχινά και το παίζει, χορεύουν οι πέτρες, τα λουλούδια, τα δεντρά, τ’ αστρα, τα ωζά, τα πουλιά και όλα τα δημιουργήματα.

Χορεύγει και ο Γνωστικός!


[1] Τρελός, παλαβός.

[2] Το βράδυ.

[3] Πρόσεξε.

[4] Ξεκίνησαν.

[5] Έτρωγε από το τσικάλι.

[6] Πλησίασε.

[7] Ανάπνεε με βρόγχο.

[8] Βράδυ.

[9] Τουλάχιστον.

[10] Αμέσως.

[11] Αγοράζει.

[12] Πνευστό μουσικό όργανο σαν φλογέρα.