Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, σε έναν τόπο μακρινό ένας βασιλιάς, που είχε σαράντα αγόρια βρισκόταν στις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Κι όπως κάθε ετοιμοθάνατος βασιλιάς σε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του, φωνάζει τα βασιλόπουλα και τους λέει:
«Παιδιά μου μια συμβουλή έχω να σας δώσω και να μην την ξεχάσετε ποτέ!»
«Τι συμβουλή πατέρα;»
«Να μη μείνετε ποτέ σε τόπο που σας αρέσει!»
Όταν πέθανε ο βασιλιάς, τον κηδεύουνε με τιμές μεγάλες κι αφού περνά το πένθος αποφασίζουν να ταξιδέψουν για να γνωρίζουν και άλλα μέρη.
Καβαλάνε τ’ άλογα τους, παίρνουν μαζί τους χρήματα και ξεκινούν για το ταξίδι. Τη πρώτη βραδιά βρίσκονται σ’ ένα τόπο μ’ ένα πλατάνι και μια πηγή που ’βγάζε γάργαρο νερό, ιδανικό για να περάσουν τη νύχτα τους.
«Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε !», συμφωνούν όλοι εκτός από τον μικρότερο, που μιας και άκουγε ακόμα μέσα του τα λόγια του πατέρα, είπε:
«Δε θυμάστε τι μας είπε ο πατέρας;»
«Τι να θυμηθούμε; Τις κουταμάρες του; Ήτανε ετοιμοθάνατος. Τα είχε χάσει και δεν ήξερε τι έλεγε!», είπαν τα υπόλοιπα αδέρφια και ξαπλώνουν να κοιμηθούν. Μόνο ο μικρότερος δεν κοιμάται αλλά ανάβει ένα κεράκι και διαβάζει το βιβλίο του.
Τα μεσάνυχτα ακούει να τρίζει και να βροντά το πλατάνι. Ανοίγει μια τρύπα και βγαίνει ένα θηρίο με εννιά κεφάλια. Το βασιλόπουλο παίρνει το σπαθί του, κόβει τα κεφάλια του, τα κλωτσάει, τα ρίχνει, μαζί με κορμί, στο γκρεμνό, που είναι εκεί κοντά, μετά ξαπλώνει και κοιμάται.
Το πρωί ξυπνούν όλοι, ετοιμάζονται να φύγουν μα ο μικρός κοιμάται ακόμη. Πάει ένα από τα αδέρφια και του λέει:
«Ξύπνα! Ακόμη κοιμάσαι; Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Μα γιατί δεν ήθελες να κοιμηθείς εχθές;»
Ο μικρός αδερφός δεν του φανερώνει τίποτε για το θεριό και την περιπέτεια που είχε, παρά μονάχα λέει:
«Τώρα θα σηκωθώ. Με πήρε ο ύπνος. Περιμένετε με ένα λεπτό!»
Τρώνε το πρωινό τους, ετοιμάζονται, ανεβαίνουν στα άλογα και συνεχίζουν το ταξίδι τους. Προχωρούν μέχρι το βράδυ, ώσπου βρίσκουν μια σπηλιά με μια γούρνα νερό φρέσκο. Τους άρεσε ο τόπος και αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν.
«Δε θυμάστε τι μας είπε ο βασιλιάς πατέρας μας;», λέει πάλι ο μικρός.
«Πάλι τα ίδια θα μας λες;», λένε εκείνα και στρώνουν να κοιμηθούν. Ο μικρός ανάβει πάλι ένα κεράκι και αρχίζει να διαβάζει μα οι σκέψεις δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Μετά τα μεσάνυχτα ακούει να τρίζει και να βροντά η σπηλιά. Ανοίγει ένα χάσμα και βγαίνει μια γριά.
«Καλώς το παλληκάρι. Εσύ σκότωσες το παιδί μου. Ετοιμάσου να σε φάω, μαζί με τα αδέλφια σου!»
«Τι λες γιαγιά; Είσαι καλά; Εγώ δεν σκότωσα κανέναν γιο σου!»
«Το θηρίο, χθες βράδυ, στο πλατάνι τι νομίζεις πως ήτανε;»
«Γιαγιά, δεν γνώριζα πως ήτανε γιος σου!»
«Σε πιστεύω και δε θα σε φάω αλλά θέλω να πας να μου φέρεις, την Πεντάμορφη που αγαπούσε ο γιος μου, να μου κρατάει συντροφιά!»
«Ευχαρίστως! Θα πάω να στην φέρω!»
«Κανόνισε μη με γελάσεις , γιατί θα σε βρω όπου κι αν πας εσύ και τα αδέλφια σου!»
Εξαφανίστηκε η γριά κι ο μικρός έπεσε να κοιμηθεί.
Ήρθε το πρωί. Οι τριάντα εννιά σηκώνονται, πλένονται κι ετοιμάζονται να συνεχίσουν το ταξίδι μα ο μικρός κοιμόταν ακόμη.
«Άντε σήκω! Ακόμη κοιμάσαι; Μα τι έπαθες και ξενυχτάς:»
«Συγγνώμη! Θα σηκωθώ αμέσως!»
Ξεκινούνε, το λοιπόν, περνούνε χώρες και χωριά και κατά το βραδάκι φτάνουν σε μια χώρα που είχε μόνο ένα γερό και μεγάλο σπίτι. Ένα αρχοντόσπιτο.
Μπαίνουν μέσα, πάνε στο στάβλο και βλέπουν σαράντα φάτνες, γεμάτες με τροφή για τ’ άλογα. Τα τακτοποιούν και ανεβαίνουν στον οντά του αρχοντικού και βρίσκουν στρωμένα σαράντα κρεβάτια. Ενθουσιασμένοι λένε οι τριάντα εννιά:
«Υπέροχο σπίτι. Εδώ θα μείνουμε!»
«Πάλι δε σκέφτεστε τα λόγια του πατέρα μας!», λέει ο μικρός.
«Δε σταματάς πια! Έχει πεθάνει και δε μας βλέπει. Ασ’ τον εκεί που βρίσκεται!»
Πέφτουν, λοιπόν, για ύπνο κι ο μικρός ανάβει και πάλι το κεράκι και διαβάζει το βιβλίο του. Εκεί που διάβαζε ακούει φασαρία στο κάτω πάτωμα. Κατεβαίνει και βλέπει μια γριά να μετρά τα άλογα. Αφού τα μέτρησε ανεβαίνει πάνω και μετρά και τα βασιλοπούλα. Εκεί που μέτραγε βλέπει το μικρό σε μια γωνιά, ξύπνιο και του λέει:
«Τι θέλετε εδώ;»
«Ταξιδιώτες είμαστε. Περνούσαμε, νυχτωθήκαμε, δεν είχαμε που να μείνουνε, μας άρεσε το αρχοντικό και καθίσαμε!»
«Καλά κάνατε!»
Φεύγει η γριά. Το βασιλόπουλο την ακολουθεί. Βλέπει πως πάει σ’ ένα γκρεμνό. Χτυπά με το μπαστουνάκι της και φανερώνεται μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και την ακολουθά. Κρύβεται σε μια γωνιά κι εκεί την ακούει να λέει στους δράκους, που ήταν μέσα:
«Πήγα στο αρχοντικό και βρήκα σαράντα άλογα και σαράντα ανθρώπους. Πηγαίνετε να τους φάτε όλους, μόνο να μου φέρεται ένα μπούτι από κάθε άλογο και μια ωμοπλάτη από κάθε άνθρωπο να φάω κι εγώ!»
Ξεκίνησαν οι δράκοι μα δεν πρόφτασαν να φτάσουν στο αρχοντόσπιτο. Το βασιλόπουλο τους έσφαξε όλους και τους γκρέμισε στο γκρεμνό.
Μετά από λίγη ώρα ακούει τη γριά να βρίζει:
«Πήγανε οι χαμένοι κι εφάγανε και δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα που πεινώ να μου φέρουν μια μπουκιά. Αλλά δε θα ’ρθουνε; Θα τους δείξω εγώ!»
Βγαίνει η γριά από τη σπηλιά θυμωμένη. Ο μικρός βρίσκει την ευκαιρία, την αρπάζει και την ρίχνει στο γκρεμνό. Την ώρα που έπεφτε καταφέρνει και πιάνει το μπαστούνι της. Χτυπά με αυτό το τοίχο κι ανοίγει άλλη μια σπηλιά, όπου βρήκε τριάντα εννιά κοπέλες, που είχαν επιλέξει οι δράκοι για γυναίκες τους.
Μόλις τον βλέπουν οι τριάντα εννιά κοπέλες του λένε:
«Φύγε, γρήγορα από δω γιατί θα έρθουνε οι δράκοι να σε καταπιούνε ολόκληρο!»
«Μη φοβάστε μα εγώ τους σκότωσα όλους!»
«Η μάνα τους τι απόγινε;»
«Τη σκότωσα και αυτή. Δεν βλέπετε πως έχω το μπαστούνι της;»
Πανηγυρίζανε οι κοπέλες γιατί γλυτώσανε. Βλέπει ο μικρός πως φορούσαν όλες δαχτυλίδια. Ζητάει να του τα δώσουν και γυρίζουν όλοι μαζί στο αρχοντόσπιτο.
Ανεβαίνουν όλοι μαζί εκεί που κοιμόταν τα βασιλόπουλα. Τους αλλάζει τα δαχτυλίδια μ’ αυτά που πήρε από τις κοπέλες και σε αυτές βάζει τα δικά τους. Τους ξυπνά και τους λέει:
«Εδώ θα μείνετε και θα με περιμένετε σαράντα μέρες, γιατί διαφορετικά θα χαθούμε!»
«Τι είναι αυτό που μας λες πάλι; Τρελάθηκες;»
«Κοιτάξτε τα δαχτυλίδια που φοράτε, είναι τα δικά σας;»
«Όχι! Πως έγιναν και άλλαξαν;»
«Κάνετε όπως σας είπα και σε λίγο καιρό θα μάθετε!»
Ξεκινά να πάει να βρει την Πεντάμορφη για την οποία του είχε μιλήσει η γριά. Στο δρόμο του συναντά δύο ανθρώπους που τσακωνόταν για ένα σκούφο. Άγριος ο τσακωμός και τους ρωτά:
«Για ποιο λόγο μαλώνετε, άνθρωποι μου;»
«Πέθανε ο πατέρας μας και μας άφησε κληρονομιά αυτόν το σκούφο. Ο αδελφός μου λέει πως είναι δικός του γιατί είναι μεγαλύτερος!»
«Καλά, άνθρωποι μου, τι αξία έχει ο σκούφος;»
«Δεν έχει χρηματική αξία, μα αν τον βάλει κάποιος γίνεται αόρατος!»
«Θα σας βρω εγώ τη λύση!»
«Πώς φίλε μου;»
«Βλέπετε το μπαστούνι μου; Θα το πετάξω και όποιος το πιάσει πρώτος και μου το φέρει θα πάρει το σκούφο!»
«Συμφωνούμε!»
Πετά το μπαστούνι και τα αδέλφια τρέξανε να το πιάσουνε. Εντωμεταξύ το βασιλόπουλο βάζει το σκούφο, γίνεται αόρατο, παίρνει το μπαστούνι και φεύγει.
Πιο κάτω συναντά άλλους δύο που τσακωνόταν για ένα χαλί.
«Τι αξία έχει το χαλί και τσακώνεστε;»
«Καμία, φίλε μου, μόνο που σε πάει όπου του πεις!»
«Βλέπετε το μπαστούνι μου, θα το πετάξω μακριά και όποιος μου το φέρει πρώτος θα το πάρει!»
Έτσι γίνεται και μέχρι να πάνε να το πάρουν, ανεβαίνει στο χαλί, του λέει να τον πάει στη Πεντάμορφη και μέχρι να το πει είχε φτάσει. Την ανεβάζει στο χαλί και πάνε στο αρχοντόσπιτο που είχαν μείνει τα βασιλόπουλα με τις σαράντα εννιά κοπελιές. Το καθένα είχε βρει τη δικιά του από το δαχτυλίδι που φορούσε. Στον μικρό απέμεινε η Πεντάμορφη.
Φεύγουν όλοι μαζί και πάνε στο σπήλαιο της γριάς.Της παραδίδει την Πεντάμορφη, που της είχε πει να μάθει από τη γριά που είναι η δύναμη της και κάνει πως φεύγει με τα αδέλφια του.
Μόλις βγήκε από τη σπηλιά πάει πιο πέρα, βάζει το σκούφο και γίνεται αόρατος. Το πρωί που έφυγε η γριά μπαίνει μέσα κι η Πεντάμορφη του λέει ό,τι έμαθε. Η γριά της είπε πως μέσα στη κοιλιά ενός αγριόχοιρου, είναι ένα χρυσό κλουβί με δύο περιστέρια. Αν σκοτωθεί ο αγριόχοιρος και ελευθερωθούν τα περιστέρια θα πεθάνει η γριά.
Ο μικρός κινάει να βρει τον αγριόχοιρο να τον σκοτώσει. Πριν φύγει της λέει:
«Αν δεις τη γριά να αρρωστήσει και σου ζητήσει βοήθεια, μη πλησιάσεις, γιατί θα σε φάει!»
Βρίσκει ένα παπά με ένα κοπάδι που τον προσλαμβάνει βοσκό. Πάει τα πρόβατα να βοσκήσουν στο τόπο του αγριόχοιρου. Ο αγριόχοιρος εμφανίζεται και ορμά στο μικρό βασιλόπουλο. Πάλευαν όλη τη μέρα, χωρίς να βγαίνει κάποιος νικητής. Έφτασε η νύχτα και κάθισαν να ξεκουραστούν. Το πρωί ξανακίνησαν, αλλά κουράστηκαν γρήγορα και σταμάτησαν να ανασάνουν.
«Αχ, και να’ χα λάσπες να κυλιστώ να πάρω δυνάμεις!» λέει ο αγριόχοιρος.
«Αχ, και να μου ’δινε, η μικρή κόρη του παπά, μια ρακί να σηκωθώ και να σε σκίσω!» λέει το βασιλόπουλο.
Το ακούει η κόρη του παπά, του πάει τη ρακί, την πίνει, σηκώνεται, σκίζει τη κοιλιά του αγριόχοιρου και ελευθερώνει τα περιστέρια.
Πεθαίνει η γριά, παίρνει την Πεντάμορφη και με τα αδέρφια του και τις κοπέλες γυρίζουν στο παλάτι όπου περάσανε καλά και εμείς καλύτερα.
Αλήθεια, ψέματα, δεν ξέρω να σας πω.
Ξέρω μονάχα ό,τι είδα.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι αυτό είναι διασκευή του διηγήματος ΓΚΙΟΥΖΕΛΗ από το βιβλίο μου: ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ (έκδοση ΑΝΕΚ Χανιά 2021).