ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Ο ΝΕΑΡΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια φορά και έναν καιρό ένας κυνηγός, ο καλύτερος του τόπου, κυνηγούσε κι ό,τι έπιανε το πήγαινε στον Βασιλιά.

Στη πηγή, που έπαιρνε νερό όλο το βασίλειο, καθόταν ένα τεράστιο πουλί και δεν άφηνε κανένα να πάρει νερό.  Οι κάτοικοι του βασιλείου φοβόταν να πάνε στη πηγή και έψαχναν νερό σε μακρινούς τόπους.

«Βασιλιά μου, του λέει ο βεζίρης -κάτι σαν σημερινός πρωθυπουργός-, δεν στέλνεις τον κυνηγό να σκοτώσει το αρπακτικό πουλί και να γλυτώσουμε απ’ τα βάσανα   μας!»

Τον άκουσε ο βασιλιάς, έστειλε τον κυνηγό, μα το πουλί τον νίκησε και τον σκότωσε.

Ο κυνηγός είχε έναν γιο κι όταν μεγάλωσε έμαθε μια τέχνη για να βγάζει τα προς το ζην. Οι χωριανοί του, κάθε φορά που τον έβλεπαν, τον παρότρυναν να μάθει και να ασχοληθεί με την τέχνη του πατέρα του, το κυνήγι. 

Με τα πολλά αποφασίζει κι αυτός να τους ακούσει. Βρίσκει το τόξο και τα βέλη κι αρχίζει να κυνηγά. Όπως ο πατέρας του ό,τι έπιανε το πήγαινε του βασιλιά και έπαιρνε την αμοιβή του.

Το πουλί υπήρχε ακόμη στη πηγή και τα προβλήματα του λαού πολλά.

«Αυτό το παιδί, λέει του βασιλιά ο βεζίρης, μου φαίνεται καλύτερος κυνηγός από τον πατέρα του. Δεν το στέλνεις να σκοτώσει το πουλί;»

Έτσι και γίνεται. Ο νεαρός κυνηγός -νεαρό θα τον λέω από δω και πέρα- ξεκινά με ενθουσιασμό να σκοτώσει το αρπακτικό. Στο μυαλό του είχε να καταφέρει να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα του. Στο δρόμο του συναντά τη μαύρη σκύλα του πατέρα του, που του λέει:

«Ποιος σ’ έστειλε να σκοτώνεις το αρπακτικό; Δεν γνωρίζεις ότι σκότωσε τον πατέρα σου που ήταν χρόνια κυνηγός; Εσύ νομίζεις πως θα γλυτώσεις;»

«Ο Βασιλιάς με διέταξε και θα πάω!»

«Τότε θα σου πω πώς θα το σκοτώσεις. Ούτε τόξο, ούτε βέλη. Θα του δώσεις μόνο μια κλωτσιά. Πρόσεξε! Μοναχά μία. Γιατί αν του δώσεις δεύτερη θα σε σκοτώσει».

Αυτό και έκανε. Εξολόθρευσε το πουλί, απελευθέρωσε την πηγή κι ο κόσμος έπινε νερό χωρίς ταλαιπωρίες.

Πέρασε ο καιρός κι ο Βασιλιάς έμαθε πως κάπου στο βασίλειο του ήταν ένας γκιώνης που έφερνε τύχη σε όποιον τον είχε. Τον ήθελε οπωσδήποτε. Να όμως που τον φύλαγαν σαράντα δράκοι και ποιος μπορούσε να τον πάρει;

«Βασιλιά μου, λέει πάλι ο Βεζίρης, δε στέλνεις το Νεαρό; Νομίζω πως θα καταφέρει να σου φέρει τον γκιώνη!»

Τον διέταξε ο Βασιλιάς και αυτός, δίχως κουβέντα πήγε να φέρει το πουλί. Στο δρόμο που πήγαινε συναντά, πάλι, τη μαύρη σκύλα.

«Με έστειλε, της λέει, ο βασιλιάς να του φέρω τον γκιώνη!»

«Να πας, τον συμβουλεύει η σκύλα, μόνο να τον πιάσεις όταν έχουν ορθάνοιχτα τα μάτια τους οι δράκοι. Αν δεις πως τα έχουν κλειστά να φύγεις γιατί θα σε φάνε!».

Φτάνει, λοιπόν, και βλέπει πως οι δράκοι έχουν ανοιχτά τα μάτια, αρπάζει το πουλί και ξεκινά για το παλάτι. Τον πλησιάζουν οι δράκοι και του προτείνουν να τους αφήσει το πουλί και αυτοί θα τον κάνουνε αδελφοποιτό. Δεν τους ακούει, φεύγει και πάει το γκιώνη στο Βασιλιά.

Ο Βεζίρης βλέπει τα κατορθώματα του και προτείνει στο Βασιλιά να τον στείλει να του φέρει την Ωραία του Κόσμου.

Αυτό και κάνει. Το λέει στον Νεαρό, αυτός όμως πριν απαντήσει πάει στην μάνα του να τη συμβουλευτεί.

«Να του πεις, παιδί μου, να σου δώσει σαράντα στρατιώτες με σαράντα τουφέκια και σπαθιά να πας  να του την φέρεις!»

Το λέει του βασιλιά. Αυτός ικανοποιεί τη επιθυμία του. Του δίνει σαράντα στρατιώτες, τους καλύτερους του βασιλείου, με τον οπλισμό τους και ξεκινούν με στόχο να φέρουν την Ωραία του Κόσμου.

Φτάνουν σ’ ένα  τόπο, συναντούν μια Αστραπή που τους λέει:

«Θα σας κάψω!»

«Είμαστε σαράντα και μαζί με σένα θα γίνουμε σαράντα ένας, έλα μαζί μας!»

Σε ένα άλλο τόπο, συναντούν ένα Τριαμάτη, που απειλεί να τους φάει.

«Σαράντα ένας είμαστε , του λένε, έλα μαζί μας να γίνουμε σαράντα δύο!»

Σε ένα άλλο τόπο συναντούν μια Μέλισσα.

«Θα σας κεντρώσω, τους λέει!»

«Είμαστε σαράντα δύο, σε χρειαζόμαστε, έλα μαζί μας να γίνουμε σαράντα τρεις!»

Στο τέλος φτάνουν στη χώρα, όπου η βασιλοπούλα ήταν η Ωραία του Κόσμου. Πάνε στο Βασιλιά πατέρα της. Ο Νεαρός του λέει τι ζητάνε για λογαριασμό του Βασιλιά τους.

«Θα πάει, τους λέει, ένας από σας να συναγωνιστεί με ένα δικό μου ποιος θα φέρει πρώτος το νερό από την βρύση. Αν νικήσει θα πάρετε τη κόρη μου!»

Στενοχωριέται ο Νεαρός, τον βλέπει η Αστραπή  και του λέει πως θα συναγωνιστεί αυτή. Έτσι έγινε και πριν καλά καλά ξεκινήσει ο αντίπαλος η αστραπή γύρισε με το νερό.

Έβαλε, όμως, κι άλλη δοκιμασία ο Βασιλιάς.

«Θα φέρω εκατό πρόβατα, λέει, και αν τα φάει πρώτος ο δικός σου και όχι ο δικός μου, θα πάρεις την κόρη μου!»

Ο Τριαμάτης αναλαμβάνει και τρώει τα πρόβατα πριν φάει ένα ο άλλος.

«Άντε και ένα τελευταίο, λέει ο Βασιλιάς, αν βρείτε ποια είναι η κόρη, μου μέσα σ’ όλες τις όμορφες που βλέπετε, χάρισμα σας!»

«Άντε να δούμε τώρα τι θα κάνουμε, σκέφτεται ο Νεαρός στενοχωρημένος. Πού θα την βρω; Όλες όμορφες είναι.»

«Μη φοβάσαι φίλε μου, του λέει η Μέλισσα, θα πάω πρώτα εγώ. Σε όποιας κοπέλας το κεφάλι με δεις να κάθομαι, αυτή θα είναι!»

Έτσι έγινε και πήρε την Ωραία του Κόσμου και την πήγε στον Βασιλιά του.

Αλήθεια ή ψέματα, φίλοι μου, δεν ξέρω. Σας τα λέω όπως μου τα διηγήθηκε ένας Παραμυθάς που πέρασε ένα βράδυ από το σπίτι μας. Έφαγε, ήπιε, κοιμήθηκε και για ανταπόδοση μας φίλεψε τούτο το παραμύθι.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι αυτό είναι διασκευή της διήγησης ΚΥΝΗΓΟΣ από το βιβλίο μου ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ.