Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη.
Τους παλιούς χρόνους, ζούσε μια γυναίκα με τρεις κόρες. Στις δύο από αυτές, φαίνεται, πως η μάνα τους ήταν βάρος κι έβαλαν σκοπό να την ξεφορτωθούν.
Βρήκαν την ευκαιρία, μια μέρα που έγνεθαν μαλλί και σκαρφίστηκαν έναν τρόπο να το κάνουν.
«Ακούστε τι σκέφτηκα, λέει η μια, εάν κάποια από μας ρίξει το σφοντύλι τρεις φορές θα τη σφάξουμε!»
Η μικρή αδελφή δεν έγνεθε και αλλά καθόταν κοντά στο τζάκι κι έπαιζε με τη στάχτη. Το παιχνίδι αυτό το συνήθιζε γι’ αυτό τη φώναζαν Σταχτένια. Έτσι θα τη λέω και εγώ από εδώ και μπρος.
Οι δύο αδερφές είχαν κολλήσει με μέλι το σφοντύλι τους και ήταν αδύνατο να πέσει. Της μάνας όμως έπεσε τρεις φορές. Την πρώτη φορά της χαρίστηκαν γιατί όπως είπαν τις γέννησε, την δεύτερη φορά της χαρίστηκαν επειδή τις βύζαξε, την τρίτη όμως αποφάσισαν να την σφάξουν.
Μέχρι να το κάνουν, συμβουλεύει στη Σταχτένια:
«Τώρα που θα με σφάξουν να κρυφτείς κάτω από το τραπέζι, να πάρεις κουκιά να τα μασουλίζεις. Οι αδελφές σου θα νομίζουν πως μασουλίζεις τα κόκκαλα μου. Μετά θα τα μαζέψεις και θα τα θάψεις σε ένα έρημο μοναστήρι. Θα τα θυμιατίζεις σαράντα ημέρες. Αφού περάσουν οι μέρες θα ανοίξεις τον τάφο και θα σε περιμένει μια έκπληξη!»
Υπάκουσε τις συμβουλές της μάνας της και μετά από τις σαράντα μέρες άνοιξε τον τάφο και βρήκε ολόχρυσα ρούχα και παπούτσια.
Οι μεγάλες αδελφές συνήθισαν να πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία, ενώ η μικρή από τότε που έσφαξαν τη μάνα της δεν πήγαινε. Από τη μέρα όμως που βρήκε τα χρυσά ρούχα, άρχισε να ντύνεται μ’ αυτά, να βάζει και τα χρυσά παπούτσια και να εμφανίζεται στην εκκλησία. Όλοι θαυμάζουν την ομορφιά της αλλά δεν την αναγνωρίζει. Κάθε φορά πριν μοιράσουν το αντίδωρο έφυγε γρήγορα, γύριζε στο σπίτι άλλαζε, κάθιζε στο τζάκι και ανακάτευε τη στάχτη.
«Γιατί δεν έρχεσαι κι συ να δεις μια ολόχρυση κοπελιά που έρχεται στην εκκλησία;»
«Αφού σφάξατε τη μάνα μου, νομίζετε πως έχω όρεξη να πηγαίνω στις εκκλησίες;».
Έτσι γινόταν κάθε Κυριακή και ο Βασιλιάς, που πήγαινε και αυτός στην εκκλησία, θαύμαζε την Σταχτένια μα αυτή έφευγε γρήγορα και δε προλάβαινε να της μιλήσει.
«Να βάλετε μέλι στο κατώφλι, λέει στους ακολούθους του, να κολλήσουν τα παπούτσια της να την πιάσουμε!»
Καθώς έφευγε, τρεχάτη, από την εκκλησία κόλλησε το παπούτσι της στο μέλι, το άφησε και συνέχισε το τρέξιμο προς το σπίτι.
Πήρε ο Βασιλιάς το παπούτσι και άρχισε να την ψάχνει σε όλο το τόπο με σκοπό να την παντρευτεί.
Όταν ήρθε η ώρα να περάσει κι από το σπίτι της Σταχτένιας οι αδελφές την κρύβουν σε ένα κοφίνι για να μην την δει έτσι όπως είναι και ντροπιαστούν.
Όταν έφτασε ο Βασιλιάς, κάθισε πάνω στο κοφίνι και τον κέρασαν καφέ με κουλουράκια. Η Σταχτένια είχε μια βελόνα και από καιρό σε καιρό την έστρεφε προς το μέρος του και τον κάρφωνε.
«Τι έχετε στο κοφίνι;»
«Μια κλώσα!»
Ξεσκεπάζει Βασιλιάς το κοφίνι, βρίσκει μέσα τη μικρή, βάζει το παπούτσι στο πόδι της, βλέπει πως είναι δικό της και την παίρνει γυναίκα του.
Όταν η Σταχτένια, η νέα βασίλισσα, πήγε στο παλάτι πήρε και τις αδελφές της μαζί.
Μια μέρα μια από αυτές λέει να ξεψειρίσει τη Βασίλισσα.
«Έχω χρυσά μαλλιά και ψείρες δεν έχω, αλλά αφού είσαι αδελφή μου θα αφήσω να με ξεψειρίσεις!»
Καθώς το έκανε την τρυπά με μία βελόνα, που είχε δηλητήριο, στο μηλίγγι και πεθαίνει.
Την θάβει κάτω από μία μηλιά, λέει τι έγινε στο Βασιλιά και γίνεται αυτή Βασίλισσα.
Μια μέρα ο βασιλιάς και βασίλισσα ξαπλώνουν κάτω από τη μηλιά και τι παράξενο! Στο κεφάλι του Βασιλιά έπεφταν μήλα ενώ στο κεφάλι της Βασίλισσας κουτσουλιές.
«Δεν κόβεις τη μηλιά; του λέει η βασίλισσα.»
Ο βασιλιάς δίνει διαταγή να την κόψουν. Τη στιγμή όμως εκείνη περνάει μια γριά και ζητάει να της δώσουν ένα κούτσουρο να το βάλει στο τζάκι. Της το δίνουν κι αυτή πάει, το σκίζει με το τσεκούρι κι από μέσα βγαίνει ολόχρυση η Σταχτένια. Η Σταχτένια με τη σειρά της στέλνει τη γριά στο Βασιλιά να του ζητήσει ένα χτένι να χτενιστεί. Όταν της το φέρνει, τυλίγει μερικές τρίχες της πάνω του και της το δίνει να το επιστρέψει.
Αναγνωρίζει ο Βασιλιάς τις τρίχες, τρέχει, συναντά τη Βασίλισσα και μαθαίνει το τι έγινε. Διατάζει και σκοτώνουν την κακιά αδελφή και συνεχίζουν να ζουν ονειρεμένα με την αγαπημένη του Σταχτένια μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Αλήθεια ή ψέματα δεν ξέρω, μα όταν έχεις να κάνεις με Βασιλιάδες και βασίλισσες όλα μπορούν να συμβούν!
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι αυτό είναι διασκευή της διήγησεις ΑΘΟΠΙΤΑΡΟΥΔΙΚΟ από το βιβλίο μου ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ.