Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι καλλιεργούσαν στάρι, άλλοι πολύ, άλλοι λίγο. Το θέριζαν, το αλώνιζαν και τον καρπό τον πήγαιναν στο μύλο για να τον αλέσουν και να κάνουν αλεύρι.
Έτσι λοιπόν και μικρός Νικόλας, πήγε σε ένα μύλο το λίγο στάρι τους να το κάνει αλεύρι.
Ο μυλωνάς, ο άνθρωπος που είχε το μύλο, δεν είχε πολύ δουλεία. Άλεσε το στάρι γρήγορα και πρότεινε στο παιδί να κάνουν μια πίτα να τη φάνε.
Έβαζε ο μυλωνάς το νερό και ο μικρός το αλεύρι με αποτέλεσμα να ξοδευτεί όλο. Τόσο πονηρός ήταν.
«Τώρα που θα γυρίσω στο σπίτι θα με δείρει ο πατέρας μου μιας και δε θα πάω αλεύρι», λέει ο μικρός!
«Ξέρεις κάτι; Αν πεις μεγαλύτερο ψέμα από εμένα θα σου δώσω το αλεύρι πίσω!»
«Άρχισε εσύ!», λέει ξανά ο μικρός.
«Έξω από τον μύλο μου είχα φυτέψει ένα περιβόλι με κολοκυθιές. Όλες ήταν καλές αλλά μια ήταν καλύτερη από όλες. Έβγαζε τόσα πολλά κολοκύθια που έτρωγαν από αυτή όλα τα χωριά του τόπου. Όταν τελείωσαν τα κολοκύθια άφησα ένα που έγινε μεγάλο και έφτιαξα από αυτό ένα καράβι. Το γέμισα με τα κολοκύθια της κολοκυθιάς και τα πήγα στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και χόρτασε όλος ο κόσμος . Αυτό είναι το ψέμα μου. Πες μου τώρα το δικό σου!»
«Όταν η μάνα μου ήταν έγκυος για να γεννήσει το πατέρα μου, ήμουν δώδεκα ετών. Με στέλνει, ο πατέρας μου, να φέρω τη μαία να τον βγάλει. Πάω στο σπίτι της μα δεν την βρίσκω.
Ρωτάω και μου λένε πως έχει πάει στην χώρα να ξεγεννήσει μια γυναίκα. Πάω, στο σπίτι που μου είπαν, μα δε την βρίσκω. Μου λένε πως πήγε στον ουρανό να βγάλει ένα παιδί. Πεινώ και ζητώ ένα κομμάτι ψωμί. Δεν έχουν και μου δίνουν μια χούφτα κουκιά. Τα παίρνω, τα μασουλώ και προχωρώ.
Καθώς προχωρώ συναντώ μια αγελάδα. Ανεβαίνω πάνω της και κινώ να βρω την μαία. Η αγελάδα δεν θέλει να προχωρήσει. Της πετάω ένα κουκί στο κεφάλι, αυτή σκοτώνεται αλλά φυτρώνει μια κουκιά που φτάνει μέχρι τον ουρανό. Κατεβαίνω από την αγελάδα, σκαρφαλώνω στην κουκιά και φτάνω στον ουρανό. Ψάχνω την μαία αλλά μου λένε πως έφυγε.
Πάω στη κουκιά να ξανακατέβω μα αυτή είχε ξεραθεί. Κουρεύω την παλάμη μου και τη γλώσσα μου, φτιάχνω ένα σκοινί, το κρεμώ και κατεβαίνω στη γη. Βρίσκω την αγελάδα αναστημένη, καβαλικεύω και συνεχίζω το δρόμο μου. Περνάω από ένα χωριό και πετιούνται φούρνοι και σκύλοι. Οι σκύλοι με καπνίζουν;( ή γαβγίζουν;) και οι φούρνοι με καπνίζουν. Φοβάμαι κι ανεβαίνω σε μια βελανιδιά και τρώγω βερίκοκα.
Έρχεται ένας αμπελουργός κρατά κρεμμύδια. Πιάνει ένα στρογγυλό σαν ραπάνι, μακρουλό σαν κρεμμύδι με κτυπά στο κεφάλι και σκάει η φτέρνα μου. Κατεβαίνω, συνεχίζω το δρόμο μου, πατάω τρεις ελιές και γεμίζει ο κάμπος λάδι. Τι να κάνω τώρα; Βρίσκω πάνω μου τρεις ψείρες. Τις γδέρνω, φτιάχνω ασκιά και το βάζω όλο μέσα.
Βαδίζω στο δρόμο μου και βλέπω την μαμή κάτω από ένα δέντρο και ξεκουραζόταν.
-Ακούς, θεία μαμή;
– Σε ακούω, μου λέει.
Της λέω να πάμε γρήγορα στο σπίτι να βγάλει τον πατέρα μου, αλλά αυτή δεν μπορεί να περπατήσει. Την παίρνω στον ώμο μου και προχωρώ. Στο δρόμο κάθομαι σε ένα πηγάδι να ξεκουραστώ. Αυτή γλιστρά και πέφτει σε ένα πηγάδι. Έστριψα το μαλλί μου, να γίνει σκοινί, μέχρι που πλήγιασε το κεφάλι μου. Σκύψε να τη δεις!»
«Φτάνει πια», λέει ο μυλωνάς. Δεν έχω ξανακούσει πιο μεγάλα ψέματα. Πάρε το αλεύρι και φύγε!!!»
Πολλά και μεγάλα τα ψέματα, δεν ξέρω αν τα πιστέψεις αναγνώστη μου αλλά μάθε πως πολλές φορές πίσω από αυτά κρύβονται μεγάλες και πολλές αλήθειες.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι αυτό είναι διασκευή της Διήγησης ΣΑΡΑΝΤΑ ΨΩΜΑΤΟΥΚΛΕΣ από το βιβλίο μου ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ.